Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κύριε Πρόεδρε, αξιότιμοι συνάδελφοι, από την ετήσια έκθεση του Διαμεσολαβητή συμπεραίνω ότι η σημαντικότερη αιτία για τις καταγγελίες των πολιτών το ακούσαμε μόλις είναι η έλλειψη επαρκούς διαφάνειας. | Herr Präsident, werte Kollegen! Dem Jahresbericht des Bürgerbeauftragten kann ich entnehmen, daß der wichtigste Grund für die Beschwerden der Bürger wir haben das ja jetzt gehört das Fehlen ausreichender Transparenz ist. Übersetzung bestätigt |
Από όσα είπατε, συμπεραίνω ότι δεν είναι αναγκαία η παρουσίαση προφορικής τροπολογίας. | Ich meine, Ihren Worten entnehmen zu können, dass es nicht notwendig ist, einen mündlichen Änderungsantrag zu stellen. Übersetzung bestätigt |
μέλος της Επιτροπής. (NL) Ευχαριστώ τα αξιότιμα μέλη του Σώματος για τις παρατηρήσεις τους, από τις οποίες συμπεραίνω ότι η πλειοψηφία υποστηρίζει την κατάρτιση ενός επισιτιστικού προγράμματος για τη Ρωσία. | Ich danke den verehrten Abgeordneten für ihre Wortmeldungen, denen ich eindeutig entnehmen kann, daß ein Nahrungsmittelprogramm für Rußland breite Unterstützung findet. Übersetzung bestätigt |
Κατ' αρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω τα μέλη του Κοινοβουλίου για τις ιδιαιτέρως εποικοδομητικές παρεμβάσεις τους, από τις οποίες συμπεραίνω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει τα συμπεράσματα, το περιεχόμενο και τις αναλύσεις της έκθεσης. | Zuallererst danke ich für die äußerst konstruktiven Beiträge dieses Hauses, denen ich entnehmen kann, daß das Parlament im großen und ganzen auch die Schlußfolgerungen des Berichts sowie den Inhalt, die Analysen, doch unterstützt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμπεραίνω | συμπεραίνουμε, συμπεραίνομε |
συμπεραίνεις | συμπεραίνετε | ||
συμπεραίνει | συμπεραίνουν(ε) | ||
Imper fekt | συμπέραινα | συμπεραίναμε | |
συμπέραινες | συμπεραίνατε | ||
συμπέραινε | συμπέραιναν, συμπεραίναν(ε) | ||
Aorist | συμπέρανα | συμπεράναμε | |
συμπέρανες | συμπεράνατε | ||
συμπέρανε | συμπέραναν, συμπεράναν(ε) | ||
Per fekt | έχω συμπεράνει | έχουμε συμπεράνει | |
έχεις συμπεράνει | έχετε συμπεράνει | ||
έχει συμπεράνει | έχουν συμπεράνει | ||
Plu per fekt | είχα συμπεράνει | είχαμε συμπεράνει | |
είχες συμπεράνει | είχατε συμπεράνει | ||
είχε συμπεράνει | είχαν συμπεράνει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμπεραίνω | θα συμπεραίνουμε, θα συμπεραίνομε | |
θα συμπεραίνεις | θα συμπεραίνετε | ||
θα συμπεραίνει | θα συμπεραίνουν(ε) | ||
Fut ur | θα συμπεράνω | θα συμπεράνουμε, θα συμπεράνομε | |
θα συμπεράνεις | θα συμπεράνετε | ||
θα συμπεράνει | θα συμπεράνουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συμπεράνει | θα έχουμε συμπεράνει | |
θα έχεις συμπεράνει | θα έχετε συμπεράνει | ||
θα έχει συμπεράνει | θα έχουν συμπεράνει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμπεραίνω | να συμπεραίνουμε, να συμπεραίνομε |
να συμπεραίνεις | να συμπεραίνετε | ||
να συμπεραίνει | να συμπεραίνουν(ε) | ||
Aorist | να συμπεράνω | να συμπεράνουμε, να συμπεράνομε | |
να συμπεράνεις | να συμπεράνετε | ||
να συμπεράνει | να συμπεράνουν(ε) | ||
Perf | να έχω συμπεράνει | να έχουμε συμπεράνει | |
να έχεις συμπεράνει | να έχετε συμπεράνει | ||
να έχει συμπεράνει | να έχουν συμπεράνει | ||
Imper ativ | Pres | συμπέραινε | συμπεραίνετε |
Aorist | συμπέρανε | συμπεράνετε | |
Part izip | Pres | συμπεραίνοντας | |
Perf | έχοντας συμπεράνει | ||
Infin | Aorist | συμπεράνει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | entnehme | ||
du | entnimmst | |||
er, sie, es | entnimmt | |||
Präteritum | ich | entnahm | ||
Konjunktiv II | ich | entnähme | ||
Imperativ | Singular | entnimm! | ||
Plural | entnehmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
entnommen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:entnehmen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schlussfolgere | ||
du | schlussfolgerst | |||
er, sie, es | schlussfolgert | |||
Präteritum | ich | schlussfolgerte | ||
Konjunktiv II | ich | schlussfolgerte | ||
Imperativ | Singular | schlussfolgere! | ||
Plural | schlussfolgert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschlussfolgert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schlussfolgern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | folgere | ||
du | folgerst | |||
er, sie, es | folgert | |||
Präteritum | ich | folgerte | ||
Konjunktiv II | ich | folgerte | ||
Imperativ | Singular | folgere! | ||
Plural | folgert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefolgert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:folgern |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schließe | ||
du | schließt | |||
er, sie, es | schließt | |||
Präteritum | ich | schloss | ||
Konjunktiv II | ich | schlösse | ||
Imperativ | Singular | schließe! schließ! | ||
Plural | schließt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschlossen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schließen |
συμπεραίνω [simberéno] -εται (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : στηρίζομαι σε ένα ή σε περισσότερα δεδομένα για να σχηματίσω μια κρίση, καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα: Aπό τις ενδείξεις που έχω, μπορώ να συμπεράνω ότι θα μας βοηθήσει. Tι συμπεραίνεις από όσα είδες και άκουσες; || (απρόσ.): Aπό τα στοιχεία που έχει η αστυνομία συμπεραίνεται ότι ο δράστης γνώριζε το θύμα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.