κλείνω Verb (16) |
συμπεραίνω Verb (1) |
συνάγω Verb (1) |
συνάπτω Verb (0) |
σφαλίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Unsere Aufgabe als Parlament und damit möchte ich schließen besteht in diesem Zusammenhang einerseits darin, daß wir die Umwelt schützen und dafür sorgen, daß einige Umweltverbesserungen zustande kommen. | Το έργο μας ως Κοινοβουλίου στο συγκεκριμένο πλαίσιο και μ' αυτό κλείνω είναι αφενός να προστατεύσουμε το περιβάλλον και να δούμε πώς θα επιτύχουμε την αναβάθμισή του. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schließe | ||
du | schließt | |||
er, sie, es | schließt | |||
Präteritum | ich | schloss | ||
Konjunktiv II | ich | schlösse | ||
Imperativ | Singular | schließe! schließ! | ||
Plural | schließt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschlossen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schließen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κλείνω, κλείω | κλείνουμε, κλείνομε | κλείνομαι | κλεινόμαστε |
κλείνεις | κλείνετε | κλείνεσαι | κλείνεστε, κλεινόσαστε | ||
κλείνει | κλείνουν(ε) | κλείνεται | κλείνονται | ||
Imper fekt | έκλεινα | κλείναμε | κλεινόμουν(α) | κλεινόμαστε, κλεινόμασταν | |
έκλεινες | κλείνατε | κλεινόσουν(α) | κλεινόσαστε, κλεινόσασταν | ||
έκλεινε | έκλειναν, κλείναν(ε) | κλεινόταν(ε) | κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν | ||
Aorist | έκλεισα | κλείσαμε | κλείστηκα | κλειστήκαμε | |
έκλεισες | κλείσατε | κλείστηκες | κλειστήκατε | ||
έκλεισε | έκλεισαν, κλείσαν(ε) | κλείστηκε | κλείστηκαν, κλειστήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κλείνω | θα κλείνουμε, | θα κλείνομαι | θα κλεινόμαστε | |
θα κλείνεις | θα κλείνετε | θα κλείνεσαι | θα κλείνεστε, | ||
θα κλείνει | θα κλείνουν(ε) | θα κλείνεται | θα κλείνονται | ||
Fut ur | θα κλείσω | θα κλείσουμε, | θα κλειστώ | θα κλειστούμε | |
θα κλείσεις | θα κλείσετε | θα κλειστείς | θα κλειστείτε | ||
θα κλείσει | θα κλείσουν | θα κλειστεί | θα κλειστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κλείνω | να κλείνουμε | να κλείνομαι | να κλεινόμαστε |
να κλείνεις | να κλείνετε | να κλείνεσαι | να κλείνεστε, | ||
να κλείνει | να κλείνουν | να κλείνεται | να κλείνονται | ||
Aorist | να κλείσω | να κλείσουμε | να κλειστώ | να κλειστούμε | |
να κλείσεις | να κλείσετε | να κλειστείς | να κλειστείτε | ||
να κλείσει | να κλείσουν | να κλειστεί | να κλειστούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις κλείσει να έχεις κλεισμένο | να έχετε κλείσει να έχετε κλεισμένο | να έχεις κλειστεί να είσαι κλεισμένος, -η | να έχετε κλειστεί να είστε κλεισμένοι, -ες | ||
να έχει κλείσει να έχει κλεισμένο | να έχουν κλείσει να έχουν κλεισμένο | να έχει κλειστεί να είναι κλεισμένος, -η, -ο | να έχουν κλειστεί να είναι κλεισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | κλείνε | κλείνετε | κλείνεστε | |
Aorist | κλείσε | κλείσετε, κλείστε | κλείσου | κλειστείτε | |
Part izip | Pres | κλείνοντας | |||
Perf | έχοντας κλείσει έχοντας κλεισμένο | κλεισμένος, -η, -ο | κλεισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κλείσει | κλειστεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμπεραίνω | συμπεραίνουμε, συμπεραίνομε |
συμπεραίνεις | συμπεραίνετε | ||
συμπεραίνει | συμπεραίνουν(ε) | ||
Imper fekt | συμπέραινα | συμπεραίναμε | |
συμπέραινες | συμπεραίνατε | ||
συμπέραινε | συμπέραιναν, συμπεραίναν(ε) | ||
Aorist | συμπέρανα | συμπεράναμε | |
συμπέρανες | συμπεράνατε | ||
συμπέρανε | συμπέραναν, συμπεράναν(ε) | ||
Per fekt | έχω συμπεράνει | έχουμε συμπεράνει | |
έχεις συμπεράνει | έχετε συμπεράνει | ||
έχει συμπεράνει | έχουν συμπεράνει | ||
Plu per fekt | είχα συμπεράνει | είχαμε συμπεράνει | |
είχες συμπεράνει | είχατε συμπεράνει | ||
είχε συμπεράνει | είχαν συμπεράνει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμπεραίνω | θα συμπεραίνουμε, θα συμπεραίνομε | |
θα συμπεραίνεις | θα συμπεραίνετε | ||
θα συμπεραίνει | θα συμπεραίνουν(ε) | ||
Fut ur | θα συμπεράνω | θα συμπεράνουμε, θα συμπεράνομε | |
θα συμπεράνεις | θα συμπεράνετε | ||
θα συμπεράνει | θα συμπεράνουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συμπεράνει | θα έχουμε συμπεράνει | |
θα έχεις συμπεράνει | θα έχετε συμπεράνει | ||
θα έχει συμπεράνει | θα έχουν συμπεράνει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμπεραίνω | να συμπεραίνουμε, να συμπεραίνομε |
να συμπεραίνεις | να συμπεραίνετε | ||
να συμπεραίνει | να συμπεραίνουν(ε) | ||
Aorist | να συμπεράνω | να συμπεράνουμε, να συμπεράνομε | |
να συμπεράνεις | να συμπεράνετε | ||
να συμπεράνει | να συμπεράνουν(ε) | ||
Perf | να έχω συμπεράνει | να έχουμε συμπεράνει | |
να έχεις συμπεράνει | να έχετε συμπεράνει | ||
να έχει συμπεράνει | να έχουν συμπεράνει | ||
Imper ativ | Pres | συμπέραινε | συμπεραίνετε |
Aorist | συμπέρανε | συμπεράνετε | |
Part izip | Pres | συμπεραίνοντας | |
Perf | έχοντας συμπεράνει | ||
Infin | Aorist | συμπεράνει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνάπτω | συνάπτουμε, συνάπτομε | συνάπτομαι | συναπτόμαστε |
συνάπτεις | συνάπτετε | συνάπτεσαι | συνάπτεστε, συναπτόσαστε | ||
συνάπτει | συνάπτουν(ε) | συνάπτεται | συνάπτονται | ||
Imper fekt | σύναπτα, συνήπτα | συνάπταμε | συναπτόμουν(α) | συναπτόμαστε, συναπτόμασταν | |
σύναπτες, συνήπτες | συνάπτατε | συναπτόσουν(α) | συναπτόσαστε | ||
σύναπτε, συνήπτε | σύναπταν, συνάπταν(ε), συνήπταν | συναπτόταν(ε) | συνάπτονταν | ||
Aorist | σύναψα, συνήψα | συνάψαμε | συνάφθηκα, συνήφθην | συναφθήκαμε, συνήφθημεν | |
σύναψες, συνήψες | συνάψατε | συνάφθηκες, συνήφθης | συναφθήκατε, συνήφθητε | ||
σύναψε, συνήψε | σύναψαν, συνάψαν(ε), συνήψαν | συνάφθηκε, συνήφθη | συνάφθηκαν, συναφθήκαν(ε), συνήφθησαν | ||
Per fekt | έχω συνάψει | έχουμε συνάψει | έχω συναφθεί | έχουμε συναφθεί | |
έχεις συνάψει | έχετε συνάψει | έχεις συναφθεί | έχετε συναφθεί | ||
έχει συνάψει | έχουν συνάψει | έχει συναφθεί | έχουν συναφθεί | ||
Plu per fekt | είχα συνάψει | είχαμε συνάψει | είχα συναφθεί | είχαμε συναφθεί | |
είχες συνάψει | είχατε συνάψει | είχες συναφθεί | είχατε συναφθεί | ||
είχε συνάψει | είχαν συνάψει | είχε συναφθεί | είχαν συναφθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνάπτω | θα συνάπτουμε, | θα συνάπτομαι | θα συναπτόμαστε | |
θα συνάπτεις | θα συνάπτετε | θα συνάπτεσαι | θα συνάπτεστε, | ||
θα συνάπτει | θα συνάπτουν(ε) | θα συνάπτεται | θα συνάπτονται | ||
Fut ur | θα συνάψω | θα συνάψουμε, | θα συναφθώ, | θα συναφθούμε, | |
θα συνάψεις | θα συνάψετε | θα συναφθείς, | θα συναφθείτε, | ||
θα συνάψει | θα συνάψουν(ε) | θα συναφθεί, | θα συναφθούν(ε), | ||
Fut ur II | θα έχω συνάψει | θα έχουμε συνάψει | θα έχω συναφθεί | θα έχουμε συναφθεί | |
θα έχεις συνάψει | θα έχετε συνάψει | θα έχεις συναφθεί | θα έχετε συναφθεί | ||
θα έχει συνάψει | θα έχουν συνάψει | θα έχει συναφθεί | θα έχουν συναφθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνάπτω | να συνάπτουμε, | να συνάπτομαι | να συναπτόμαστε |
να συνάπτεις | να συνάπτετε | να συνάπτεσαι | να συνάπτεστε, | ||
να συνάπτει | να συνάπτουν(ε) | να συνάπτεται | να συνάπτονται | ||
Aorist | να συνάψω | να συνάψουμε, | να συναφθώ, | να συναφθούμε, | |
να συνάψεις | να συνάψετε | να συναφθείς, | να συναφθείτε, | ||
να συνάψει | να συνάψουν(ε) | να συναφθεί, | να συναφθούν(ε), | ||
Perf | να έχω συνάψει | να έχουμε συνάψει | να έχω συναφθεί | να έχουμε συναφθεί | |
να έχεις συνάψει | να έχετε συνάψει | να έχεις συναφθεί | να έχετε συναφθεί | ||
να έχει συνάψει | να έχουν συνάψει | να έχει συναφθεί | να έχουν συναφθεί | ||
Imper ativ | Pres | σύναπτε | συνάπτετε | συνάπτεστε | |
Aorist | σύναψε | συνάψτε, συνάψετε | συνάψου | συναφθείτε | |
Part izip | Pres | συνάπτοντας | συναπτόμενος | ||
Perf | έχοντας συνάψει | συνημμένος, -η, -ο | συνημμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συνάψει | συναφθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.