συνάπτω Verb  [sinapto, synaptw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu συνάπτω

συνάπτω altgriechisch συνάπτω σύν + ἅπτω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συνάπτω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνάπτωσυνάπτουμε, συνάπτομεσυνάπτομαισυναπτόμαστε
συνάπτειςσυνάπτετεσυνάπτεσαισυνάπτεστε, συναπτόσαστε
συνάπτεισυνάπτουν(ε)συνάπτεταισυνάπτονται
Imper
fekt
σύναπτα, συνήπτασυνάπταμεσυναπτόμουν(α)συναπτόμαστε, συναπτόμασταν
σύναπτες, συνήπτεςσυνάπτατεσυναπτόσουν(α)συναπτόσαστε
σύναπτε, συνήπτεσύναπταν, συνάπταν(ε), συνήπτανσυναπτόταν(ε)συνάπτονταν
Aoristσύναψα, συνήψασυνάψαμεσυνάφθηκα, συνήφθηνσυναφθήκαμε, συνήφθημεν
σύναψες, συνήψεςσυνάψατεσυνάφθηκες, συνήφθηςσυναφθήκατε, συνήφθητε
σύναψε, συνήψεσύναψαν, συνάψαν(ε), συνήψανσυνάφθηκε, συνήφθησυνάφθηκαν, συναφθήκαν(ε), συνήφθησαν
Per
fekt
έχω συνάψειέχουμε συνάψειέχω συναφθεί
είμαι συνημμένος, -η
έχουμε συναφθεί
είμαστε συνημμένοι, -ες
έχεις συνάψειέχετε συνάψειέχεις συναφθεί
είσαι συνημμένος, -η
έχετε συναφθεί
είστε συνημμένοι, -ες
έχει συνάψειέχουν συνάψειέχει συναφθεί
είναι συνημμένος, -η, -ο
έχουν συναφθεί
είναι συνημμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνάψειείχαμε συνάψειείχα συναφθεί
ήμουν συνημμένος, -η
είχαμε συναφθεί
ήμαστε συνημμένοι, -ες
είχες συνάψειείχατε συνάψειείχες συναφθεί
ήσουν συνημμένος, -η
είχατε συναφθεί
ήσαστε συνημμένοι, -ες
είχε συνάψειείχαν συνάψειείχε συναφθεί
ήταν συνημμένος, -η, -ο
είχαν συναφθεί
ήταν συνημμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνάπτωθα συνάπτουμε, θα συνάπτομεθα συνάπτομαιθα συναπτόμαστε
θα συνάπτειςθα συνάπτετεθα συνάπτεσαιθα συνάπτεστε, θα συναπτόσαστε
θα συνάπτειθα συνάπτουν(ε)θα συνάπτεταιθα συνάπτονται
Fut
ur
θα συνάψωθα συνάψουμε, θα συνάψομεθα συναφθώ, θα συναφτώθα συναφθούμε, θα συναφτούμε
θα συνάψειςθα συνάψετεθα συναφθείς, θα συναφτείςθα συναφθείτε, θα συναφτείτε
θα συνάψειθα συνάψουν(ε)θα συναφθεί, θα συναφτείθα συναφθούν(ε), θα συναφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνάψειθα έχουμε συνάψειθα έχω συναφθεί
θα είμαι συνημμένος, -η
θα έχουμε συναφθεί
θα είμαστε συνημμένοι, -ες
θα έχεις συνάψειθα έχετε συνάψειθα έχεις συναφθεί
θα είσαι συνημμένος, -η
θα έχετε συναφθεί
θα είστε συνημμένοι, -ες
θα έχει συνάψειθα έχουν συνάψειθα έχει συναφθεί
θα είναι συνημμένος, -η, -ο
θα έχουν συναφθεί
θα είναι συνημμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνάπτωνα συνάπτουμε, να συνάπτομενα συνάπτομαινα συναπτόμαστε
να συνάπτειςνα συνάπτετενα συνάπτεσαινα συνάπτεστε, να συναπτόσαστε
να συνάπτεινα συνάπτουν(ε)να συνάπτεταινα συνάπτονται
Aoristνα συνάψωνα συνάψουμε, να συνάψομενα συναφθώ, να συναφτώνα συναφθούμε, να συναφτούμε
να συνάψειςνα συνάψετενα συναφθείς, να συναφτείςνα συναφθείτε, να συναφτείτε
να συνάψεινα συνάψουν(ε)να συναφθεί, να συναφτείνα συναφθούν(ε), να συναφτούν(ε)
Perfνα έχω συνάψεινα έχουμε συνάψεινα έχω συναφθεί
να είμαι συνημμένος, -η
να έχουμε συναφθεί
να είμαστε συνημμένοι, -ες
να έχεις συνάψεινα έχετε συνάψεινα έχεις συναφθεί
να είσαι συνημμένος, -η
να έχετε συναφθεί
να είστε συνημμένοι, -ες
να έχει συνάψεινα έχουν συνάψεινα έχει συναφθεί
να είναι συνημμένος, -η, -ο
να έχουν συναφθεί
να είναι συνημμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσύναπτεσυνάπτετεσυνάπτεστε
Aoristσύναψεσυνάψτε, συνάψετεσυνάψουσυναφθείτε
Part
izip
Presσυνάπτονταςσυναπτόμενος
Perfέχοντας συνάψεισυνημμένος, -η, -οσυνημμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνάψεισυναφθεί









Griechische Definition zu συνάπτω

συνάπτω [sinápto] -ομαι αόρ. (λόγ.) και συνήψα, απαρέμφ. συνάψει, μππ. συνημμένος* : (λόγ.) 1. με αφηρημένο ουσιαστικό σημαίνει ό,τι και το ομόρριζο με το ουσιαστικό ρήμα: συνάπτω γνωριμία, γνωρίζομαι. συνάπτω δάνειο, δανείζομαι. συνάπτω μάχη, μάχομαι. συνάπτω συμφωνία, συμφωνώ. συνάπτω συμβόλαιο, συμβάλλομαι. συνάπτω σχέσεις, σχετίζομαι. || συνάπτω γάμο, παντρεύομαι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback