knüpfen
 Verb

συνάπτω Verb
(0)
δένω Verb
(0)
πλέκω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Viele Frauen wurden verbrannt weil sie gestanden ein Hochzeitsbett durch "Knoten knüpfen" verhext zu haben!Πολλές γυναίκες κάηκαν επειδή ομολόγησαν ότι μάγεψαν ένα γαμήλιο κρεβάτι "δένοντας κόμπους"!

Übersetzung nicht bestätigt

"Wapping, G. Barbor, Kontakt knüpfen, A. Hall, 21. März"ΓΟΥΟΠΙNΓΚ-ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΜΠΑΡΜΠΟΡ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΑΙΘΟΥΣΑ Α.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie können mir helfen, bestimmte Kontakte zu knüpfen.Θα με βοηθήσετε να συναντήσω κάποιους ανθρώπους.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir knüpfen den Faden da, wo er abgerissen ist.Μα...συνεχίζοντας από'κει που μείναμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Dann knüpfen wir ihn doch jetzt auf?Τότε γιατί δεν τον κρεμάμε;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
knüpfen
knoten
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνάπτωσυνάπτουμε, συνάπτομεσυνάπτομαισυναπτόμαστε
συνάπτειςσυνάπτετεσυνάπτεσαισυνάπτεστε, συναπτόσαστε
συνάπτεισυνάπτουν(ε)συνάπτεταισυνάπτονται
Imper
fekt
σύναπτα, συνήπτασυνάπταμεσυναπτόμουν(α)συναπτόμαστε, συναπτόμασταν
σύναπτες, συνήπτεςσυνάπτατεσυναπτόσουν(α)συναπτόσαστε
σύναπτε, συνήπτεσύναπταν, συνάπταν(ε), συνήπτανσυναπτόταν(ε)συνάπτονταν
Aoristσύναψα, συνήψασυνάψαμεσυνάφθηκα, συνήφθηνσυναφθήκαμε, συνήφθημεν
σύναψες, συνήψεςσυνάψατεσυνάφθηκες, συνήφθηςσυναφθήκατε, συνήφθητε
σύναψε, συνήψεσύναψαν, συνάψαν(ε), συνήψανσυνάφθηκε, συνήφθησυνάφθηκαν, συναφθήκαν(ε), συνήφθησαν
Per
fekt
έχω συνάψειέχουμε συνάψειέχω συναφθεί
είμαι συνημμένος, -η
έχουμε συναφθεί
είμαστε συνημμένοι, -ες
έχεις συνάψειέχετε συνάψειέχεις συναφθεί
είσαι συνημμένος, -η
έχετε συναφθεί
είστε συνημμένοι, -ες
έχει συνάψειέχουν συνάψειέχει συναφθεί
είναι συνημμένος, -η, -ο
έχουν συναφθεί
είναι συνημμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συνάψειείχαμε συνάψειείχα συναφθεί
ήμουν συνημμένος, -η
είχαμε συναφθεί
ήμαστε συνημμένοι, -ες
είχες συνάψειείχατε συνάψειείχες συναφθεί
ήσουν συνημμένος, -η
είχατε συναφθεί
ήσαστε συνημμένοι, -ες
είχε συνάψειείχαν συνάψειείχε συναφθεί
ήταν συνημμένος, -η, -ο
είχαν συναφθεί
ήταν συνημμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνάπτωθα συνάπτουμε, θα συνάπτομεθα συνάπτομαιθα συναπτόμαστε
θα συνάπτειςθα συνάπτετεθα συνάπτεσαιθα συνάπτεστε, θα συναπτόσαστε
θα συνάπτειθα συνάπτουν(ε)θα συνάπτεταιθα συνάπτονται
Fut
ur
θα συνάψωθα συνάψουμε, θα συνάψομεθα συναφθώ, θα συναφτώθα συναφθούμε, θα συναφτούμε
θα συνάψειςθα συνάψετεθα συναφθείς, θα συναφτείςθα συναφθείτε, θα συναφτείτε
θα συνάψειθα συνάψουν(ε)θα συναφθεί, θα συναφτείθα συναφθούν(ε), θα συναφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνάψειθα έχουμε συνάψειθα έχω συναφθεί
θα είμαι συνημμένος, -η
θα έχουμε συναφθεί
θα είμαστε συνημμένοι, -ες
θα έχεις συνάψειθα έχετε συνάψειθα έχεις συναφθεί
θα είσαι συνημμένος, -η
θα έχετε συναφθεί
θα είστε συνημμένοι, -ες
θα έχει συνάψειθα έχουν συνάψειθα έχει συναφθεί
θα είναι συνημμένος, -η, -ο
θα έχουν συναφθεί
θα είναι συνημμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνάπτωνα συνάπτουμε, να συνάπτομενα συνάπτομαινα συναπτόμαστε
να συνάπτειςνα συνάπτετενα συνάπτεσαινα συνάπτεστε, να συναπτόσαστε
να συνάπτεινα συνάπτουν(ε)να συνάπτεταινα συνάπτονται
Aoristνα συνάψωνα συνάψουμε, να συνάψομενα συναφθώ, να συναφτώνα συναφθούμε, να συναφτούμε
να συνάψειςνα συνάψετενα συναφθείς, να συναφτείςνα συναφθείτε, να συναφτείτε
να συνάψεινα συνάψουν(ε)να συναφθεί, να συναφτείνα συναφθούν(ε), να συναφτούν(ε)
Perfνα έχω συνάψεινα έχουμε συνάψεινα έχω συναφθεί
να είμαι συνημμένος, -η
να έχουμε συναφθεί
να είμαστε συνημμένοι, -ες
να έχεις συνάψεινα έχετε συνάψεινα έχεις συναφθεί
να είσαι συνημμένος, -η
να έχετε συναφθεί
να είστε συνημμένοι, -ες
να έχει συνάψεινα έχουν συνάψεινα έχει συναφθεί
να είναι συνημμένος, -η, -ο
να έχουν συναφθεί
να είναι συνημμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσύναπτεσυνάπτετεσυνάπτεστε
Aoristσύναψεσυνάψτε, συνάψετεσυνάψουσυναφθείτε
Part
izip
Presσυνάπτονταςσυναπτόμενος
Perfέχοντας συνάψεισυνημμένος, -η, -οσυνημμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυνάψεισυναφθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δένω, sindeo">-δέωδένουμε, δένομεδένομαιδενόμαστε
δένειςδένετεδένεσαιδένεστε, δενόσαστε
δένειδένουν(ε)δένεταιδένονται
Imper
fekt
έδεναδέναμεδενόμουν(α)δενόμαστε, δενόμασταν
έδενεςδένατεδενόσουν(α)δενόσαστε, δενόσασταν
έδενεέδεναν, δέναν(ε)δενόταν(ε)δένονταν, δενόντανε, δενόντουσαν
Aoristέδεσαδέσαμεδέθηκαδεθήκαμε
έδεσεςδέσατεδέθηκεςδεθήκατε
έδεσεέδεσαν, δέσαν(ε)δέθηκεδέθηκαν, δεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δέσει
έχω δεμένο
έχουμε δέσει
έχουμε δεμένο
έχω δεθεί
είμαι δεμένος, -η
έχουμε δεθεί
είμαστε δεμένοι, -ες
έχεις δέσει
έχεις δεμένο
έχετε δέσει
έχετε δεμένο
έχεις δεθεί
είσαι δεμένος, -η
έχετε δεθεί
είστε δεμένοι, -ες
έχει δέσει
έχει δεμένο
έχουν δέσει
έχουν δεμένο
έχει δεθεί
είναι δεμένος, -η, -ο
έχουν δεθεί
είναι δεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δέσει
είχα δεμένο
είχαμε δέσει
είχαμε δεμένο
είχα δεθεί
ήμουν δεμένος, -η
είχαμε δεθεί
ήμαστε δεμένοι, -ες
είχες δέσει
είχες δεμένο
είχατε δέσει
είχατε δεμένο
είχες δεθεί
ήσουν δεμένος, -η
είχατε δεθεί
ήσαστε δεμένοι, -ες
είχε δέσει
είχε δεμένο
είχαν δέσει
είχαν δεμένο
είχε δεθεί
ήταν δεμένος, -η, -ο
είχαν δεθεί
ήταν δεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δένωθα δένουμε, θα δένομεθα δένομαιθα δενόμαστε
θα δένειςθα δένετεθα δένεσαιθα δένεστε, θα δενόσαστε
θα δένειθα δένουν(ε)θα δένεταιθα δένονται
Fut
ur
θα δέσωθα δέσουμε, θα δέσομεθα δεθώθα δεθούμε
θα δέσειςθα δέσετεθα δεθείςθα δεθείτε
θα δέσειθα δέσουν(ε)θα δεθείθα δεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δέσει
θα έχω δεμένο
θα έχουμε δέσει
θα έχουμε δεμένο
θα έχω δεθεί
θα είμαι δεμένος, -η
θα έχουμε δεθεί
θα είμαστε δεμένοι, -ες
θα έχεις δέσει
θα έχεις δεμένο
θα έχετε δέσει
θα έχετε δεμένο
θα έχεις δεθεί
θα είσαι δεμένος, -η
θα έχετε δεθεί
θα είστε δεμένοι, -ες
θα έχει δέσει
θα έχει δεμένο
θα έχουν δέσει
θα έχουν δεμένο
θα έχει δεθεί
θα είναι δεμένος, -η, -ο
θα έχουν δεθεί
θα είναι δεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δένωνα δένουμε, να δένομενα δένομαινα δενόμαστε
να δένειςνα δένετενα δένεσαινα δένεστε, να δενόσαστε
να δένεινα δένουν(ε)να δένεταινα δένονται
Aoristνα δέσωνα δέσουμε, να δέσομενα δεθώνα δεθούμε
να δέσειςνα δέσετενα δεθείςνα δεθείτε
να δέσεινα δέσουν(ε)να δεθείνα δεθούν(ε)
Perfνα έχω δέσει
να έχω δεμένο
να έχουμε δέσει
να έχουμε δεμένο
να έχω δεθεί
να είμαι δεμένος, -η
να έχουμε δεθεί
να είμαστε δεμένοι, -ες
να έχεις δέσει
να έχεις δεμένο
να έχετε δέσει
να έχετε δεμένο
να έχεις δεθεί
να είσαι δεμένος, -η
να έχετε δεθεί
να είστε δεμένοι, -ες
να έχει δέσει
να έχει δεμένο
να έχουν δέσει
να έχουν δεμένο
να έχει δεθεί
να είναι δεμένος, -η, -ο
να έχουν δεθεί
να είναι δεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδένεδένετεδένεστε
Aoristδέσεδέσετε, δέστεδέσουδεθείτε
Part
izip
Presδένοντας
Perfέχοντας δέσει, έχοντας δεμένοδεμένος, -η, -οδεμένοι, -ες, -α
InfinAoristδέσειδεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλέκωπλέκουμε, πλέκομεπλέκομαιπλεκόμαστε
πλέκειςπλέκετεπλέκεσαιπλέκεστε, πλεκόσαστε
πλέκειπλέκουν(ε)πλέκεταιπλέκονται
Imper
fekt
έπλεκαπλέκαμεπλεκόμουν(α)πλεκόμαστε, πλεκόμασταν
έπλεκεςπλέκατεπλεκόσουν(α)πλεκόσαστε, πλεκόσασταν
έπλεκεέπλεκαν, πλέκαν(ε)πλεκόταν(ε)πλέκονταν, πλεκόντανε, πλεκόντουσαν
Aoristέπλεξαπλέξαμεπλέχτηκαπλεχτήκαμε
έπλεξεςπλέξατεπλέχτηκεςπλεχτήκατε
έπλεξεέπλεξαν, πλέξαν(ε)πλέχτηκεπλέχτηκαν, πλεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πλέξει
έχω πλεγμένο
έχουμε πλέξει
έχουμε πλεγμένο
έχω πλεχτεί
είμαι πλεγμένος, -η
έχουμε πλεχτεί
είμαστε πλεγμένοι, -ες
έχεις πλέξει
έχεις πλεγμένο
έχετε πλέξει
έχετε πλεγμένο
έχεις πλεχτεί
είσαι πλεγμένος, -η
έχετε πλεχτεί
είστε πλεγμένοι, -ες
έχει πλέξει
έχει πλεγμένο
έχουν πλέξει
έχουν πλεγμένο
έχει πλεχτεί
είναι πλεγμένος, -η, -ο
έχουν πλεχτεί
είναι πλεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πλέξει
είχα πλεγμένο
είχαμε πλέξει
είχαμε πλεγμένο
είχα πλεχτεί
ήμουν πλεγμένος, -η
είχαμε πλεχτεί
ήμαστε πλεγμένοι, -ες
είχες πλέξει
είχες πλεγμένο
είχατε πλέξει
είχατε πλεγμένο
είχες πλεχτεί
ήσουν πλεγμένος, -η
είχατε πλεχτεί
ήσαστε πλεγμένοι, -ες
είχε πλέξει
είχε πλεγμένο
είχαν πλέξει
είχαν πλεγμένο
είχε πλεχτεί
ήταν πλεγμένος, -η, -ο
είχαν πλεχτεί
ήταν πλεγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλέκωθα πλέκουμε, θα πλέκομεθα πλέκομαιθα πλεκόμαστε
θα πλέκειςθα πλέκετεθα πλέκεσαιθα πλέκεστε, θα πλεκόσαστε
θα πλέκειθα πλέκουν(ε)θα πλέκεταιθα πλέκονται
Fut
ur
θα πλέξωθα πλέξουμε, θα πλέξομεθα πλεχτώθα πλεχτούμε
θα πλέξειςθα πλέξετεθα πλεχτείςθα πλεχτείτε
θα πλέξειθα πλέξουν(ε)θα πλεχτείθα πλεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλέξει
θα έχω πλεγμένο
θα έχουμε πλέξει
θα έχουμε πλεγμένο
θα έχω πλεχτεί
θα είμαι πλεγμένος, -η
θα έχουμε πλεχτεί
θα είμαστε πλεγμένοι, -ες
θα έχεις πλέξει
θα έχεις πλεγμένο
θα έχετε πλέξει
θα έχετε πλεγμένο
θα έχεις πλεχτεί
θα είσαι πλεγμένος, -η
θα έχετε πλεχτεί
θα είστε πλεγμένοι, -ες
θα έχει πλέξει
θα έχει πλεγμένο
θα έχουν πλέξει
θα έχουν πλεγμένο
θα έχει πλεχτεί
θα είναι πλεγμένος, -η, -ο
θα έχουν πλεχτεί
θα είναι πλεγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλέκωνα πλέκουμε, να πλέκομενα πλέκομαινα πλεκόμαστε
να πλέκειςνα πλέκετενα πλέκεσαινα πλέκεστε, να πλεκόσαστε
να πλέκεινα πλέκουν(ε)να πλέκεταινα πλέκονται
Aoristνα πλέξωνα πλέξουμε, να πλέξομενα πλεχτώνα πλεχτούμε
να πλέξειςνα πλέξετενα πλεχτείςνα πλεχτείτε
να πλέξεινα πλέξουν(ε)να πλεχτείνα πλεχτούν(ε)
Perfνα έχω πλέξει
να έχω πλεγμένο
να έχουμε πλέξει
να έχουμε πλεγμένο
να έχω πλεχτεί
να είμαι πλεγμένος, -η
να έχουμε πλεχτεί
να είμαστε πλεγμένοι, -ες
να έχεις πλέξει
να έχεις πλεγμένο
να έχετε πλέξει
να έχετε πλεγμένο
να έχεις πλεχτεί
να είσαι πλεγμένος, -η
να έχετε πλεχτεί
να είστε πλεγμένοι, -ες
να έχει πλέξει
να έχει πλεγμένο
να έχουν πλέξει
να έχουν πλεγμένο
να έχει πλεχτεί
να είναι πλεγμένος, -η, -ο
να έχουν πλεχτεί
να είναι πλεγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλέκεπλέκετεπλέκεστε
Aoristπλέξεπλέξτε, πλέχτεπλέξουπλεχτείτε
Part
izip
Presπλέκοντας
Perfέχοντας πλέξει, έχοντας πλεγμένοπλεγμένος, -η, -οπλεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristπλέξειπλεχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback