beigeben
 Verb

βάζω Verb
(0)
προσθέτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Stand Angesicht zu Angesicht mit ihm,... ..bis der Rabauke klein beigeben musste.Στάθηκε μπροστά στον τυφώνα και αντάλλαξε γροθιές μαζί του, μέχρι που ζήτησε την βοήθειά μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich werde nicht klein beigeben.Και δεν πρόκειται να το πάρω πίσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie klein beigeben, geben Sie diesen Schmierfinken Recht.Αν αποσύρετε την υποστήριξή σας τώρα, δέχεστε αυτή τη προπαγάνδα του τύπου.

Übersetzung nicht bestätigt

Rance. Nach allem, was du uns lehrtest, wie kannst du sagen, dass wir jetzt klein beigeben sollen?'Υστερα απ'όσα μας δίδαξες... πώς μπορείς να λες να τα παρατησουμε?

Übersetzung nicht bestätigt

Wir sollen einfach so klein beigeben?Εννοείς να υποχωρήσουμε;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
beifügen
beigeben
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσθέτωπροσθέτουμε, προσθέτομεπροστίθεμαιπροστιθέμεθα
προσθέτειςπροσθέτετεπροστίθεσαιπροστίθεσθε
προσθέτειπροσθέτουν(ε)προστίθεταιπροστίθενται
Imper
fekt
πρόσθεταπροσθέταμε
πρόσθετεςπροσθέτατε
πρόσθετεπρόσθεταν, προσθέταν(ε)προστίθετοπροστίθεντο
Aoristπρόσθεσαπροσθέσαμεπροστέθηκαπροστεθήκαμε
πρόσθεσεςπροσθέσατεπροστέθηκεςπροστεθήκατε
πρόσθεσεπρόσθεσαν, προσθέσαν(ε)προστέθηκεπροστέθηκαν, προστεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προσθέσειέχουμε προσθέσειέχω προστεθείέχουμε προστεθεί
έχεις προσθέσειέχετε προσθέσειέχεις προστεθείέχετε προστεθεί
έχει προσθέσειέχουν προσθέσειέχει προστεθείέχουν προστεθεί
Plu
per
fekt
είχα προσθέσειείχαμε προσθέσειείχα προστεθείείχαμε προστεθεί
είχες προσθέσειείχατε προσθέσειείχες προστεθείείχατε προστεθεί
είχε προσθέσειείχαν προσθέσειείχε προστεθείείχαν προστεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσθέτωθα προσθέτουμε, θα προσθέτομεθα προστίθεμαιθα προστιθέμεθα
θα προσθέτειςθα προσθέτετεθα προστίθεσαιθα προστίθεσθε
θα προσθέτειθα προσθέτουν(ε)θα προστίθεταιθα προστίθενται
Fut
ur
θα προσθέσωθα προσθέσουμε, θα προσθέσομεθα προστεθώθα προστεθούμε
θα προσθέσειςθα προσθέσετεθα προστεθείςθα προστεθείτε
θα προσθέσειθα προσθέσουν(ε)θα προστεθείθα προστεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσθέσειθα έχουμε προσθέσειθα έχω προστεθείθα έχουμε προστεθεί
θα έχεις προσθέσειθα έχετε προσθέσειθα έχεις προστεθείθα έχετε προστεθεί
θα έχει προσθέσειθα έχουν προσθέσειθα έχει προστεθείθα έχουν προστεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσθέτωνα προσθέτουμε, να προσθέτομενα προστίθεμαινα προστιθέμεθα
να προσθέτειςνα προσθέτετενα προστίθεσαινα προστίθεσθε
να προσθέτεινα προσθέτουν(ε)να προστίθεταινα προστίθενται
Aoristνα προσθέσωνα προσθέσουμε, να προσθέσομενα προστεθώνα προστεθούμε
να προσθέσειςνα προσθέσετενα προστεθείςνα προστεθείτε
να προσθέσεινα προσθέσουν(ε)να προστεθείνα προστεθούν(ε)
Perfνα έχω προσθέσεινα έχουμε προσθέσεινα έχω προστεθείνα έχουμε προστεθεί
να έχεις προσθέσεινα έχετε προσθέσεινα έχεις προστεθείνα έχετε προστεθεί
να έχει προσθέσεινα έχουν προσθέσεινα έχει προστεθείνα έχουν προστεθεί
Imper
ativ
Presπρόσθετεπροσθέτετεπροστίθεσθε
Aoristπρόσθεσεπροσθέσετε, προσθέστεπροσθέσουπροστεθείτε
Part
izip
Presπροσθέτοντας
Perfέχοντας προσθέσει
InfinAoristπροσθέσειπροστεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback