κλείνω Verb  [klino, kleinw]

  Verb
(16)
  Verb
(5)
  Verb
(2)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κλείνω

κλείνω mittelgriechisch κλείνω altgriechisch κλείω[1]


GriechischDeutsch
Το έργο μας ως Κοινοβουλίου στο συγκεκριμένο πλαίσιο και μ' αυτό κλείνω είναι αφενός να προστατεύσουμε το περιβάλλον και να δούμε πώς θα επιτύχουμε την αναβάθμισή του.Unsere Aufgabe als Parlament und damit möchte ich schließen besteht in diesem Zusammenhang einerseits darin, daß wir die Umwelt schützen und dafür sorgen, daß einige Umweltverbesserungen zustande kommen.

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Grammatik zu κλείνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί

































Griechische Definition zu κλείνω

κλείνω [klíno] -ομαι Ρ αόρ. έκλεισα, απαρέμφ. κλείσει, παθ. αόρ. κλείστη κα, απαρέμφ. κλειστεί, μππ. κλεισμένος : 1α. εφαρμόζω, τοποθετώ, βάζω στο άνοι γμα μιας κατασκευής κτ. που να εμποδίζει την επικοινωνία ενός εσωτερικού χώρου με το εξωτερικό του περιβάλλον. ANT ανοίγω: κλείνω την πόρτα / το παράθυρο / το συρτάρι / το κουτί. κλείνω την τσάντα / το πορτοφό λι. Δεν μπορώ να κλείσω τη βαλίτσα. Kλείσε τις κουρτίνες. H πόρτα κλείνει με σύρτη. Aυτό το παράθυρο δεν κλείνει καλά. κλείνω το αυτοκίνητο / το δωμάτιο / το ψυγείο, κλείνω την πόρτα τους. || Kλείστηκα έξω, κλειδώθη κα έξω από το σπίτι. Έκλεισες καλά το σπίτι;, το κλείδωσες; και ως έκφραση έκλεισε το σπίτι μου / μου έκλεισαν το σπίτι, για θάνατο ή μεγάλη συμφορά. (έκφρ.) κλείνω την πόρτα* (κατάμουτρα / στα μούτρα κάποιου). || κλείνω ένα μπουκάλι, τοποθετώ πώμα. Προσπάθησε να κλείσει με γύψο τις τρύπες που υπήρχαν στον τοίχο. || κλείνω ένα βιβλίο / την εφημερίδα. ANT ανοίγω. ΦΡ κλείνω τα χαρτιά* μου. β. τοποθετώ εμπόδιο, έτσι ώστε να παρεμποδίζω τη διέλευση. ANT ανοίγω: κλείνω το δρόμο / το πέρασμα / την είσοδο του λιμανιού. Οι δρόμοι είναι κλεισμένοι. Mην κλείνετε το διάδρομο. Mε έκλεισαν και δεν μπορώ να φύγω, για αυτοκίνητο. || Tα σύνορα έκλεισαν για τους ξένους, απαγορεύτηκε η είσοδός τους. Έκλεισε η διώρυγα του Σουέζ, απαγορεύτηκε η διέλευση. γ. περιορίζω κπ. ή κτ. μέσα σε ένα χώ ρο: Έκλεισε τα γράμματα μέσα στο συρτάρι. Περνά όλη τη ζωή του κλεισμένος σε ένα γραφείο. Kλείστηκε στο σπίτι και δε θέλει να βγει. Οι απεργοί κλείστηκαν στο εργοστάσιο. (έκφρ.) έχω κλειστεί πολύ / είμαι πολύ κλεισμένος, δε βγαίνω έξω για διασκέδαση. κλείστηκε μέσα σε τέσσερις τοίχους*. κλείνομαι στον εαυτό μου, δεν εκδηλώνομαι, δε φανερώνω τις σκέψεις μου, τα συναισθήματά μου. Tον έκλεισαν στη φυλακή. (έκφρ.) τον έκλεισαν μέσα, στη φυλακή. || Tον έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της, τον αγκάλιασε. (έκφρ.) κλείνω κπ. στην καρδιά μου, τον αγαπώ πολύ. || Tο χωριό είναι κλεισμένο από παντού με βουνά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback