versperren
 Verb

κλείνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Tür versperren, Klingel lahm legen, Telefonkabel durchschneiden und mich für einen Monat ins Bett legen.Θα κλειδώσω, θα βγάλω το κουδούνι, θα κόψω το τηλέφωνο... και θα πέσω στο κρεβάτι για ένα μήνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn sie zurück nach Basra wollen, versperren wir den Weg.Αν προσπαθήσουν να πάνε πίσω στη Βασόρα θα τους αποτρέψουμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Die wie ein weißes Gitterwerk seinen Kerker versperren.Σαν τοσα πολλα ασπρα μανταλα στην φυλακη του.

Übersetzung nicht bestätigt

In die glühende Wildnis der Sünde, wo Wächter aus Granit wie Türme des lebenden Todes stehen um seinen Weg zu versperren.Μέσα στη χυτή έρημο της αμαρτίας όπου γρανιτένιοι φρουροί στέκουν ως πύργοι ζώντος θανάτου που φράζουν το διάβα του.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie versperren mir die Sicht.Μου κόβετε τη θέα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback