Deutsch | Griechisch |
---|---|
Die Stimme verstellen ist sinnlos. Wir wissen, wer Ihr seid. | Αυτό μου θύμισε ότι είμαι ένας καλοταϊσμένος φαφλατάς. Übersetzung nicht bestätigt |
Lady Jessica. Ich kann mich nicht länger verstellen. | Λαίδη Τζέσικα... δεν μπορώ πλέον να υποκρίνομαι. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie müssen sich vor mir nicht verstellen. | Δε χρειάζεσαι να προσποιείσαι μαζί μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich habe mich tagtäglich verstellen müssen, wenn ich dich nur ansah, mich von dir berühren ließ. | Να σε βλέπω όλη μέρα, να σε αφήνω να με αγγίζεις, Übersetzung nicht bestätigt |
Wie lange wollen wir uns noch verstellen? | Εγω δεν θελω ενα γρηγορο ταξιδι. Δεν θελω αυτο το ταξιδι να τελειωσει. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
verschieben |
umstellen |
verstellen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verstelle | ||
du | verstellst | |||
er, sie, es | verstellt | |||
Präteritum | ich | verstellte | ||
Konjunktiv II | ich | verstellte | ||
Imperativ | Singular | verstell! verstelle! | ||
Plural | verstellt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verstellt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verstellen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ρυθμίζω | ρυθμίζουμε, ρυθμίζομε | ρυθμίζομαι | ρυθμιζόμαστε |
ρυθμίζεις | ρυθμίζετε | ρυθμίζεσαι | ρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε | ||
ρυθμίζει | ρυθμίζουν(ε) | ρυθμίζεται | ρυθμίζονται | ||
Imper fekt | ρύθμιζα | ρυθμίζαμε | ρυθμιζόμουν(α) | ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν | |
ρύθμιζες | ρυθμίζατε | ρυθμιζόσουν(α) | ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν | ||
ρύθμιζε | ρύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε) | ρυθμιζόταν(ε) | ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν | ||
Aorist | ρύθμισα | ρυθμίσαμε | ρυθμίστηκα | ρυθμιστήκαμε | |
ρύθμισες | ρυθμίσατε | ρυθμίστηκες | ρυθμιστήκατε | ||
ρύθμισε | ρύθμισαν, ρυθμίσαν(ε) | ρυθμίστηκε | ρυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ρυθμίσει έχω ρυθμισμένο | έχουμε ρυθμίσει έχουμε ρυθμισμένο | έχω ρυθμιστεί είμαι ρυθμισμένος, -η | έχουμε ρυθμιστεί είμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
έχεις ρυθμίσει έχεις ρυθμισμένο | έχετε ρυθμίσει έχετε ρυθμισμένο | έχεις ρυθμιστεί είσαι ρυθμισμένος, -η | έχετε ρυθμιστεί είστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
έχει ρυθμίσει έχει ρυθμισμένο | έχουν ρυθμίσει έχουν ρυθμισμένο | έχει ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένος, -η, -ο | έχουν ρυθμιστεί είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα ρυθμίσει είχα ρυθμισμένο | είχαμε ρυθμίσει είχαμε ρυθμισμένο | είχα ρυθμιστεί ήμουν ρυθμισμένος, -η | είχαμε ρυθμιστεί ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες | |
είχες ρυθμίσει είχες ρυθμισμένο | είχατε ρυθμίσει είχατε ρυθμισμένο | είχες ρυθμιστεί ήσουν ρυθμισμένος, -η | είχατε ρυθμιστεί ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες | ||
είχε ρυθμίσει είχε ρυθμισμένο | είχαν ρυθμίσει είχαν ρυθμισμένο | είχε ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο | είχαν ρυθμιστεί ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ρυθμίζω | θα ρυθμίζουμε, | θα ρυθμίζομαι | θα ρυθμιζόμαστε | |
θα ρυθμίζεις | θα ρυθμίζετε | θα ρυθμίζεσαι | θα ρυθμίζεστε, | ||
θα ρυθμίζει | θα ρυθμίζουν(ε) | θα ρυθμίζεται | θα ρυθμίζονται | ||
Fut ur | θα ρυθμίσω | θα ρυθμίσουμε, | θα ρυθμιστώ | θα ρυθμιστούμε | |
θα ρυθμίσεις | θα ρυθμίσετε | θα ρυθμιστείς | θα ρυθμιστείτε | ||
θα ρυθμίσει | θα ρυθμίσουν(ε) | θα ρυθμιστεί | θα ρυθμιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ρυθμίζω | να ρυθμίζουμε, | να ρυθμίζομαι | να ρυθμιζόμαστε |
να ρυθμίζεις | να ρυθμίζετε | να ρυθμίζεσαι | να ρυθμίζεστε, | ||
να ρυθμίζει | να ρυθμίζουν(ε) | να ρυθμίζεται | να ρυθμίζονται | ||
Aorist | να ρυθμίσω | να ρυθμίσουμε, | να ρυθμιστώ | να ρυθμιστούμε | |
να ρυθμίσεις | να ρυθμίσετε | να ρυθμιστείς | να ρυθμιστείτε | ||
να ρυθμίσει | να ρυθμίσουν(ε) | να ρυθμιστεί | να ρυθμιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ρυθμίσει | να έχουμε ρυθμίσει | να έχω ρυθμιστεί | να έχουμε ρυθμιστεί | |
να έχεις ρυθμίσει | να έχετε ρυθμίσει | να έχεις ρυθμιστεί | να έχετε ρυθμιστεί | ||
να έχει ρυθμίσει | να έχουν ρυθμίσει | να έχει ρυθμιστεί | να έχουν ρυθμιστεί | ||
Imper ativ | Pres | ρύθμιζε | ρυθμίζετε | ρυθμίζεστε | |
Aorist | ρύθμισε | ρυθμίστε | ρυθμίσου | ρυθμιστείτε | |
Part izip | Pres | ρυθμίζοντας | ρυθμιζόμενος | ||
Perf | έχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένο | ρυθμισμένος, -η, -ο | ρυθμισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ρυθμίσει | ρυθμιστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αλλάζω, αλλάσσω | αλλάζουμε, αλλάζομε | αλλάζομαι | αλλαζόμαστε |
αλλάζεις | αλλάζετε | αλλάζεσαι | αλλάζεστε, αλλαζόσαστε | ||
αλλάζει | αλλάζουν(ε) | αλλάζεται | αλλάζονται | ||
Imper fekt | άλλαζα | αλλάζαμε | αλλαζόμουν(α) | αλλαζόμαστε, αλλαζόμασταν | |
άλλαζες | αλλάζατε | αλλαζόσουν(α) | αλλαζόσαστε, αλλαζόσασταν | ||
άλλαζε | άλλαζαν, αλλάζαν(ε) | αλλαζόταν(ε) | αλλάζονταν, αλλαζόντανε, αλλαζόντουσαν | ||
Aorist | άλλαξα | αλλάξαμε | αλλάχτηκα | αλλαχτήκαμε | |
άλλαξες | αλλάξατε | αλλάχτηκες | αλλαχτήκατε | ||
άλλαξε | άλλαξαν, αλλάξαν(ε) | αλλάχτηκε | αλλάχτηκαν, αλλαχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω αλλάξει έχω αλλαγμένο | έχουμε αλλάξει έχουμε αλλαγμένο | έχω αλλαχτεί είμαι αλλαγμένος, -η | έχουμε αλλαχτεί είμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
έχεις αλλάξει έχεις αλλαγμένο | έχετε αλλάξει έχετε αλλαγμένο | έχεις αλλαχτεί είσαι αλλαγμένος, -η | έχετε αλλαχτεί είστε αλλαγμένοι, -ες | ||
έχει αλλάξει έχει αλλαγμένο | έχουν αλλάξει έχουν αλλαγμένο | έχει αλλαχτεί είναι αλλαγμένος, -η, -ο | έχουν αλλαχτεί είναι αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα αλλάξει είχα αλλαγμένο | είχαμε αλλάξει είχαμε αλλαγμένο | είχα αλλαχτεί ήμουν αλλαγμένος, -η | είχαμε αλλαχτεί ήμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
είχες αλλάξει είχες αλλαγμένο | είχατε αλλάξει είχατε αλλαγμένο | είχες αλλαχτεί ήσουν αλλαγμένος, -η | είχατε αλλαχτεί ήσαστε αλλαγμένοι, -ες | ||
είχε αλλάξει είχε αλλαγμένο | είχαν αλλάξει είχαν αλλαγμένο | είχε αλλαχτεί ήταν αλλαγμένος, -η, -ο | είχαν αλλαχτεί ήταν αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αλλάζω | θα αλλάζουμε, θα αλλάζομε | θα αλλάζομαι | θα αλλαζόμαστε | |
θα αλλάζεις | θα αλλάζετε | θα αλλάζεσαι | θα αλλάζεστε, θα αλλαζόσαστε | ||
θα αλλάζει | θα αλλάζουν(ε) | θα αλλάζεται | θα αλλάζονται | ||
Fut ur | θα αλλάξω | θα αλλάξουμε, θα αλλάξομε | θα αλλαχτώ | θα αλλαχτούμε | |
θα αλλάξεις | θα αλλάξετε | θα αλλαχτείς | θα αλλαχτείτε | ||
θα αλλάξει | θα αλλάξουν(ε) | θα αλλαχτεί | θα αλλαχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω αλλάξει θα έχω αλλαγμένο | θα έχουμε αλλάξει θα έχουμε αλλαγμένο | θα έχω αλλαχτεί θα είμαι αλλαγμένος, -η | θα έχουμε αλλαχτεί θα είμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
θα έχεις αλλάξει θα έχεις αλλαγμένο | θα έχετε αλλάξει θα έχετε αλλαγμένο | θα έχεις αλλαχτεί θα είσαι αλλαγμένος, -η | θα έχετε αλλαχτεί θα είστε αλλαγμένοι, -ες | ||
θα έχει αλλάξει θα έχει αλλαγμένο | θα έχουν αλλάξει θα έχουν αλλαγμένο | θα έχει αλλαχτεί θα είναι αλλαγμένος, -η, -ο | θα έχουν αλλαχτεί θα είναι αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να αλλάζω | να αλλάζουμε, να αλλάζομε | να αλλάζομαι | να αλλαζόμαστε |
να αλλάζεις | να αλλάζετε | να αλλάζεσαι | να αλλάζεστε, να αλλαζόσαστε | ||
να αλλάζει | να αλλάζουν(ε) | να αλλάζεται | να αλλάζονται | ||
Aorist | να αλλάξω | να αλλάξουμε, να αλλάξομε | να αλλαχτώ | να αλλαχτούμε | |
να αλλάξεις | να αλλάξετε | να αλλαχτείς | να αλλαχτείτε | ||
να αλλάξει | να αλλάξουν(ε) | να αλλαχτεί | να αλλαχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω αλλάξει να έχω αλλαγμένο | να έχουμε αλλάξει να έχουμε αλλαγμένο | να έχω αλλαχτεί να είμαι αλλαγμένος, -η | να έχουμε αλλαχτεί να είμαστε αλλαγμένοι, -ες | |
να έχεις αλλάξει να έχεις αλλαγμένο | να έχετε αλλάξει να έχετε αλλαγμένο | να έχεις αλλαχτεί να είσαι αλλαγμένος, -η | να έχετε αλλαχτεί να είστε αλλαγμένοι, -ες | ||
να έχει αλλάξει να έχει αλλαγμένο | να έχουν αλλάξει να έχουν αλλαγμένο | να έχει αλλαχτεί να είναι αλλαγμένος, -η, -ο | να έχουν αλλαχτεί να είναι αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | άλλαζε | αλλάζετε | αλλάζεστε | |
Aorist | άλλαξε | αλλάξτε, αλλάχτε | αλλάξου | αλλαχτείτε | |
Part izip | Pres | αλλάζοντας | |||
Perf | έχοντας αλλάξει, έχοντας αλλαγμένο | αλλαγμένος, -η, -ο | αλλαγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αλλάξει | αλλαχτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φράζω | φράζουμε, φράζομε | φράζομαι | φραζόμαστε |
φράζεις | φράζετε | φράζεσαι | φράζεστε, φραζόσαστε | ||
φράζει | φράζουν(ε) | φράζεται | φράζονται | ||
Imper fekt | έφραζα | φράζαμε | φραζόμουν(α) | φραζόμαστε, φραζόμασταν | |
έφραζες | φράζατε | φραζόσουν(α) | φραζόσαστε, φραζόσασταν | ||
έφραζε | έφραζαν, φράζαν(ε) | φραζόταν(ε) | φράζονταν, φραζόντανε, φραζόντουσαν | ||
Aorist | έφραξα | φράξαμε | φράχτηκα | φραχτήκαμε | |
έφραξες | φράξατε | φράχτηκες | φραχτήκατε | ||
έφραξε | έφραξαν, φράξαν(ε) | φράχτηκε | φράχτηκαν, φραχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω φράξει έχω φραγμένο | έχουμε φράξει έχουμε φραγμένο | έχω φραχτεί είμαι φραγμένος, -η | έχουμε φραχτεί είμαστε φραγμένοι, -ες | |
έχεις φράξει έχεις φραγμένο | έχετε φράξει έχετε φραγμένο | έχεις φραχτεί είσαι φραγμένος, -η | έχετε φραχτεί είστε φραγμένοι, -ες | ||
έχει φράξει έχει φραγμένο | έχουν φράξει έχουν φραγμένο | έχει φραχτεί είναι φραγμένος, -η, -ο | έχουν φραχτεί είναι φραγμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα φράξει είχα φραγμένο | είχαμε φράξει είχαμε φραγμένο | είχα φραχτεί ήμουν φραγμένος, -η | είχαμε φραχτεί ήμαστε φραγμένοι, -ες | |
είχες φράξει είχες φραγμένο | είχατε φράξει είχατε φραγμένο | είχες φραχτεί ήσουν φραγμένος, -η | είχατε φραχτεί ήσαστε φραγμένοι, -ες | ||
είχε φράξει είχε φραγμένο | είχαν φράξει είχαν φραγμένο | είχε φραχτεί ήταν φραγμένος, -η, -ο | είχαν φραχτεί ήταν φραγμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα φράζω | θα φράζουμε, θα φράζομε | θα φράζομαι | θα φραζόμαστε | |
θα φράζεις | θα φράζετε | θα φράζεσαι | θα φράζεστε, θα φραζόσατε | ||
θα φράζει | θα φράζουν(ε) | θα φράζεται | θα φράζονται | ||
Fut ur | θα φράξω | θα φράξουμε, θα φράξομε | θα φραχτώ | θα φραχτούμε | |
θα φράξεις | θα φράξετε | θα φραχτείς | θα φραχτείτε | ||
θα φράξει | θα φράξουν(ε) | θα φραχτεί | θα φραχτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω φράξει θα έχω φραγμένο | θα έχουμε φράξει θα έχουμε φραγμένο | θα έχω φραχτεί θα είμαι φραγμένος, -η | θα έχουμε φραχτεί θα είμαστε φραγμένοι, -ες | |
θα έχεις φράξει θα έχεις φραγμένο | θα έχετε φράξει θα έχετε φραγμένο | θα έχεις φραχτεί θα είσαι φραγμένος, -η | θα έχετε φραχτεί θα είστε φραγμένοι, -ες | ||
θα έχει φράξει θα έχει φραγμένο | θα έχουν φράξει θα έχουν φραγμένο | θα έχει φραχτεί θα είναι φραγμένος, -η, -ο | θα έχουν φραχτεί θα είναι φραγμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φράζω | να φράζουμε, να φράζομε | να φράζομαι | να φραζόμαστε |
να φράζεις | να φράζετε | να φράζεσαι | να φράζεστε να φραζόσαστε | ||
να φράζει | να φράζουν(ε) | να φράζεται | να φράζονται | ||
Aorist | να φράξω | να φράξουμε, να φράξομε | να φραχτώ | να φραχτούμε | |
να φράξεις | να φράξετε | να φραχτείς | να φραχτείτε | ||
να φράξει | να φράξουν | να φραχτεί | να φραχτούν(ε) | ||
Perf | να έχω φράξει να έχω φραγμένο | να έχουμε φραγμένο | να έχω φραχτεί | να έχουμε φραχτεί | |
να έχεις φραγμένο | να έχετε φράξει να έχετε φραγμένο | να έχεις φραχτεί να είσαι φραγμένος, -η | να έχετε φραχτεί να είστε φραγμένοι, -ες | ||
να έχει φράξει να έχει φραγμένο | να έχουν φράξει να έχουν φραγμένο | να έχει φραχτεί | να έχουν φραχτεί | ||
Imper ativ | Pres | φράζε | φράζετε | φράζεστε | |
Aorist | φράξε | φράξτε, φράχτε | φράξου | φραχτείτε | |
Part izip | Pres | φράζοντας | |||
Perf | έχοντας φράξει, έχοντας φραγμένο | φραγμένος, -η, -ο | φραγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φράξει | φραχτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κλείνω, κλείω | κλείνουμε, κλείνομε | κλείνομαι | κλεινόμαστε |
κλείνεις | κλείνετε | κλείνεσαι | κλείνεστε, κλεινόσαστε | ||
κλείνει | κλείνουν(ε) | κλείνεται | κλείνονται | ||
Imper fekt | έκλεινα | κλείναμε | κλεινόμουν(α) | κλεινόμαστε, κλεινόμασταν | |
έκλεινες | κλείνατε | κλεινόσουν(α) | κλεινόσαστε, κλεινόσασταν | ||
έκλεινε | έκλειναν, κλείναν(ε) | κλεινόταν(ε) | κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν | ||
Aorist | έκλεισα | κλείσαμε | κλείστηκα | κλειστήκαμε | |
έκλεισες | κλείσατε | κλείστηκες | κλειστήκατε | ||
έκλεισε | έκλεισαν, κλείσαν(ε) | κλείστηκε | κλείστηκαν, κλειστήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κλείνω | θα κλείνουμε, | θα κλείνομαι | θα κλεινόμαστε | |
θα κλείνεις | θα κλείνετε | θα κλείνεσαι | θα κλείνεστε, | ||
θα κλείνει | θα κλείνουν(ε) | θα κλείνεται | θα κλείνονται | ||
Fut ur | θα κλείσω | θα κλείσουμε, | θα κλειστώ | θα κλειστούμε | |
θα κλείσεις | θα κλείσετε | θα κλειστείς | θα κλειστείτε | ||
θα κλείσει | θα κλείσουν | θα κλειστεί | θα κλειστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κλείνω | να κλείνουμε | να κλείνομαι | να κλεινόμαστε |
να κλείνεις | να κλείνετε | να κλείνεσαι | να κλείνεστε, | ||
να κλείνει | να κλείνουν | να κλείνεται | να κλείνονται | ||
Aorist | να κλείσω | να κλείσουμε | να κλειστώ | να κλειστούμε | |
να κλείσεις | να κλείσετε | να κλειστείς | να κλειστείτε | ||
να κλείσει | να κλείσουν | να κλειστεί | να κλειστούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις κλείσει να έχεις κλεισμένο | να έχετε κλείσει να έχετε κλεισμένο | να έχεις κλειστεί να είσαι κλεισμένος, -η | να έχετε κλειστεί να είστε κλεισμένοι, -ες | ||
να έχει κλείσει να έχει κλεισμένο | να έχουν κλείσει να έχουν κλεισμένο | να έχει κλειστεί να είναι κλεισμένος, -η, -ο | να έχουν κλειστεί να είναι κλεισμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | κλείνε | κλείνετε | κλείνεστε | |
Aorist | κλείσε | κλείσετε, κλείστε | κλείσου | κλειστείτε | |
Part izip | Pres | κλείνοντας | |||
Perf | έχοντας κλείσει έχοντας κλεισμένο | κλεισμένος, -η, -ο | κλεισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | κλείσει | κλειστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.