verstellen
 Verb

ρυθμίζω Verb
(0)
αλλάζω Verb
(0)
φράζω Verb
(0)
κλείνω Verb
(0)
μετατοπίζω Verb
(0)
μετακινώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die Stimme verstellen ist sinnlos. Wir wissen, wer Ihr seid.Αυτό μου θύμισε ότι είμαι ένας καλοταϊσμένος φαφλατάς.

Übersetzung nicht bestätigt

Lady Jessica. Ich kann mich nicht länger verstellen.Λαίδη Τζέσικα... δεν μπορώ πλέον να υποκρίνομαι.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie müssen sich vor mir nicht verstellen.Δε χρειάζεσαι να προσποιείσαι μαζί μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich habe mich tagtäglich verstellen müssen, wenn ich dich nur ansah, mich von dir berühren ließ.Να σε βλέπω όλη μέρα, να σε αφήνω να με αγγίζεις,

Übersetzung nicht bestätigt

Wie lange wollen wir uns noch verstellen?Εγω δεν θελω ενα γρηγορο ταξιδι. Δεν θελω αυτο το ταξιδι να τελειωσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ρυθμίζωρυθμίζουμε, ρυθμίζομερυθμίζομαιρυθμιζόμαστε
ρυθμίζειςρυθμίζετερυθμίζεσαιρυθμίζεστε, ρυθμιζόσαστε
ρυθμίζειρυθμίζουν(ε)ρυθμίζεταιρυθμίζονται
Imper
fekt
ρύθμιζαρυθμίζαμερυθμιζόμουν(α)ρυθμιζόμαστε, ρυθμιζόμασταν
ρύθμιζεςρυθμίζατερυθμιζόσουν(α)ρυθμιζόσαστε, ρυθμιζόσασταν
ρύθμιζερύθμιζαν, ρυθμίζαν(ε)ρυθμιζόταν(ε)ρυθμίζονταν, ρυθμιζόντανε, ρυθμιζόντουσαν
Aoristρύθμισαρυθμίσαμερυθμίστηκαρυθμιστήκαμε
ρύθμισεςρυθμίσατερυθμίστηκεςρυθμιστήκατε
ρύθμισερύθμισαν, ρυθμίσαν(ε)ρυθμίστηκερυθμίστηκαν, ρυθμιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ρυθμίσει
έχω ρυθμισμένο
έχουμε ρυθμίσει
έχουμε ρυθμισμένο
έχω ρυθμιστεί
είμαι ρυθμισμένος, -η
έχουμε ρυθμιστεί
είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
έχεις ρυθμίσει
έχεις ρυθμισμένο
έχετε ρυθμίσει
έχετε ρυθμισμένο
έχεις ρυθμιστεί
είσαι ρυθμισμένος, -η
έχετε ρυθμιστεί
είστε ρυθμισμένοι, -ες
έχει ρυθμίσει
έχει ρυθμισμένο
έχουν ρυθμίσει
έχουν ρυθμισμένο
έχει ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
έχουν ρυθμιστεί
είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ρυθμίσει
είχα ρυθμισμένο
είχαμε ρυθμίσει
είχαμε ρυθμισμένο
είχα ρυθμιστεί
ήμουν ρυθμισμένος, -η
είχαμε ρυθμιστεί
ήμαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχες ρυθμίσει
είχες ρυθμισμένο
είχατε ρυθμίσει
είχατε ρυθμισμένο
είχες ρυθμιστεί
ήσουν ρυθμισμένος, -η
είχατε ρυθμιστεί
ήσαστε ρυθμισμένοι, -ες
είχε ρυθμίσει
είχε ρυθμισμένο
είχαν ρυθμίσει
είχαν ρυθμισμένο
είχε ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένος, -η, -ο
είχαν ρυθμιστεί
ήταν ρυθμισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ρυθμίζωθα ρυθμίζουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμίζομαιθα ρυθμιζόμαστε
θα ρυθμίζειςθα ρυθμίζετεθα ρυθμίζεσαιθα ρυθμίζεστε, θα ρυθμιζόσαστε
θα ρυθμίζειθα ρυθμίζουν(ε)θα ρυθμίζεταιθα ρυθμίζονται
Fut
ur
θα ρυθμίσωθα ρυθμίσουμε, θα ρυθμίζομεθα ρυθμιστώθα ρυθμιστούμε
θα ρυθμίσειςθα ρυθμίσετεθα ρυθμιστείςθα ρυθμιστείτε
θα ρυθμίσειθα ρυθμίσουν(ε)θα ρυθμιστείθα ρυθμιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ρυθμίσει
θα έχω ρυθμισμένο
θα έχουμε ρυθμίσει
θα έχουμε ρυθμισμένο
θα έχω ρυθμιστεί
θα είμαι ρυθμισμένος, -η
θα έχουμε ρυθμιστεί
θα είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχεις ρυθμίσει
θα έχεις ρυθμισμένο
θα έχετε ρυθμίσει
θα έχετε ρυθμισμένο
θα έχεις ρυθμιστεί
θα είσαι ρυθμισμένος, -η
θα έχετε ρυθμιστεί
θα είστε ρυθμισμένοι, -ες
θα έχει ρυθμίσει
θα έχει ρυθμισμένο
θα έχουν ρυθμίσει
θα έχουν ρυθμισμένο
θα έχει ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
θα έχουν ρυθμιστεί
θα είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ρυθμίζωνα ρυθμίζουμε, να ρυθμίζομενα ρυθμίζομαινα ρυθμιζόμαστε
να ρυθμίζειςνα ρυθμίζετενα ρυθμίζεσαινα ρυθμίζεστε, να ρυθμιζόσαστε
να ρυθμίζεινα ρυθμίζουν(ε)να ρυθμίζεταινα ρυθμίζονται
Aoristνα ρυθμίσωνα ρυθμίσουμε, να ρυθμίσομενα ρυθμιστώνα ρυθμιστούμε
να ρυθμίσειςνα ρυθμίσετενα ρυθμιστείςνα ρυθμιστείτε
να ρυθμίσεινα ρυθμίσουν(ε)να ρυθμιστείνα ρυθμιστούν(ε)
Perfνα έχω ρυθμίσει
να έχω ρυθμισμένο
να έχουμε ρυθμίσει
να έχουμε ρυθμισμένο
να έχω ρυθμιστεί
να είμαι ρυθμισμένος, -η
να έχουμε ρυθμιστεί
να είμαστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχεις ρυθμίσει
να έχεις ρυθμισμένο
να έχετε ρυθμίσει
να έχετε ρυθμισμένο
να έχεις ρυθμιστεί
να είσαι ρυθμισμένος, -η
να έχετε ρυθμιστεί
να είστε ρυθμισμένοι, -ες
να έχει ρυθμίσει
να έχει ρυθμισμένο
να έχουν ρυθμίσει
να έχουν ρυθμισμένο
να έχει ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένος, -η, -ο
να έχουν ρυθμιστεί
να είναι ρυθμισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presρύθμιζερυθμίζετερυθμίζεστε
Aoristρύθμισερυθμίστερυθμίσουρυθμιστείτε
Part
izip
Presρυθμίζονταςρυθμιζόμενος
Perfέχοντας ρυθμίσει, έχοντας ρυθμισμένορυθμισμένος, -η, -ορυθμισμένοι, -ες, -α
InfinAoristρυθμίσειρυθμιστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αλλάζω, αλλάσσωαλλάζουμε, αλλάζομεαλλάζομαιαλλαζόμαστε
αλλάζειςαλλάζετεαλλάζεσαιαλλάζεστε, αλλαζόσαστε
αλλάζειαλλάζουν(ε)αλλάζεταιαλλάζονται
Imper
fekt
άλλαζααλλάζαμεαλλαζόμουν(α)αλλαζόμαστε, αλλαζόμασταν
άλλαζεςαλλάζατεαλλαζόσουν(α)αλλαζόσαστε, αλλαζόσασταν
άλλαζεάλλαζαν, αλλάζαν(ε)αλλαζόταν(ε)αλλάζονταν, αλλαζόντανε, αλλαζόντουσαν
Aoristάλλαξααλλάξαμεαλλάχτηκααλλαχτήκαμε
άλλαξεςαλλάξατεαλλάχτηκεςαλλαχτήκατε
άλλαξεάλλαξαν, αλλάξαν(ε)αλλάχτηκεαλλάχτηκαν, αλλαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αλλάξει
έχω αλλαγμένο
έχουμε αλλάξει
έχουμε αλλαγμένο
έχω αλλαχτεί
είμαι αλλαγμένος, -η
έχουμε αλλαχτεί
είμαστε αλλαγμένοι, -ες
έχεις αλλάξει
έχεις αλλαγμένο
έχετε αλλάξει
έχετε αλλαγμένο
έχεις αλλαχτεί
είσαι αλλαγμένος, -η
έχετε αλλαχτεί
είστε αλλαγμένοι, -ες
έχει αλλάξει
έχει αλλαγμένο
έχουν αλλάξει
έχουν αλλαγμένο
έχει αλλαχτεί
είναι αλλαγμένος, -η, -ο
έχουν αλλαχτεί
είναι αλλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αλλάξει
είχα αλλαγμένο
είχαμε αλλάξει
είχαμε αλλαγμένο
είχα αλλαχτεί
ήμουν αλλαγμένος, -η
είχαμε αλλαχτεί
ήμαστε αλλαγμένοι, -ες
είχες αλλάξει
είχες αλλαγμένο
είχατε αλλάξει
είχατε αλλαγμένο
είχες αλλαχτεί
ήσουν αλλαγμένος, -η
είχατε αλλαχτεί
ήσαστε αλλαγμένοι, -ες
είχε αλλάξει
είχε αλλαγμένο
είχαν αλλάξει
είχαν αλλαγμένο
είχε αλλαχτεί
ήταν αλλαγμένος, -η, -ο
είχαν αλλαχτεί
ήταν αλλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αλλάζωθα αλλάζουμε, θα αλλάζομεθα αλλάζομαιθα αλλαζόμαστε
θα αλλάζειςθα αλλάζετεθα αλλάζεσαιθα αλλάζεστε, θα αλλαζόσαστε
θα αλλάζειθα αλλάζουν(ε)θα αλλάζεταιθα αλλάζονται
Fut
ur
θα αλλάξωθα αλλάξουμε, θα αλλάξομεθα αλλαχτώθα αλλαχτούμε
θα αλλάξειςθα αλλάξετεθα αλλαχτείςθα αλλαχτείτε
θα αλλάξειθα αλλάξουν(ε)θα αλλαχτείθα αλλαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αλλάξει
θα έχω αλλαγμένο
θα έχουμε αλλάξει
θα έχουμε αλλαγμένο
θα έχω αλλαχτεί
θα είμαι αλλαγμένος, -η
θα έχουμε αλλαχτεί
θα είμαστε αλλαγμένοι, -ες
θα έχεις αλλάξει
θα έχεις αλλαγμένο
θα έχετε αλλάξει
θα έχετε αλλαγμένο
θα έχεις αλλαχτεί
θα είσαι αλλαγμένος, -η
θα έχετε αλλαχτεί
θα είστε αλλαγμένοι, -ες
θα έχει αλλάξει
θα έχει αλλαγμένο
θα έχουν αλλάξει
θα έχουν αλλαγμένο
θα έχει αλλαχτεί
θα είναι αλλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν αλλαχτεί
θα είναι αλλαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αλλάζωνα αλλάζουμε, να αλλάζομενα αλλάζομαινα αλλαζόμαστε
να αλλάζειςνα αλλάζετενα αλλάζεσαινα αλλάζεστε, να αλλαζόσαστε
να αλλάζεινα αλλάζουν(ε)να αλλάζεταινα αλλάζονται
Aoristνα αλλάξωνα αλλάξουμε, να αλλάξομενα αλλαχτώνα αλλαχτούμε
να αλλάξειςνα αλλάξετενα αλλαχτείςνα αλλαχτείτε
να αλλάξεινα αλλάξουν(ε)να αλλαχτείνα αλλαχτούν(ε)
Perfνα έχω αλλάξει
να έχω αλλαγμένο
να έχουμε αλλάξει
να έχουμε αλλαγμένο
να έχω αλλαχτεί
να είμαι αλλαγμένος, -η
να έχουμε αλλαχτεί
να είμαστε αλλαγμένοι, -ες
να έχεις αλλάξει
να έχεις αλλαγμένο
να έχετε αλλάξει
να έχετε αλλαγμένο
να έχεις αλλαχτεί
να είσαι αλλαγμένος, -η
να έχετε αλλαχτεί
να είστε αλλαγμένοι, -ες
να έχει αλλάξει
να έχει αλλαγμένο
να έχουν αλλάξει
να έχουν αλλαγμένο
να έχει αλλαχτεί
να είναι αλλαγμένος, -η, -ο
να έχουν αλλαχτεί
να είναι αλλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάλλαζεαλλάζετεαλλάζεστε
Aoristάλλαξεαλλάξτε, αλλάχτεαλλάξουαλλαχτείτε
Part
izip
Presαλλάζοντας
Perfέχοντας αλλάξει, έχοντας αλλαγμένοαλλαγμένος, -η, -οαλλαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαλλάξειαλλαχτεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φράζωφράζουμε, φράζομεφράζομαιφραζόμαστε
φράζειςφράζετεφράζεσαιφράζεστε, φραζόσαστε
φράζειφράζουν(ε)φράζεταιφράζονται
Imper
fekt
έφραζαφράζαμεφραζόμουν(α)φραζόμαστε, φραζόμασταν
έφραζεςφράζατεφραζόσουν(α)φραζόσαστε, φραζόσασταν
έφραζεέφραζαν, φράζαν(ε)φραζόταν(ε)φράζονταν, φραζόντανε, φραζόντουσαν
Aoristέφραξαφράξαμεφράχτηκαφραχτήκαμε
έφραξεςφράξατεφράχτηκεςφραχτήκατε
έφραξεέφραξαν, φράξαν(ε)φράχτηκεφράχτηκαν, φραχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φράξει
έχω φραγμένο
έχουμε φράξει
έχουμε φραγμένο
έχω φραχτεί
είμαι φραγμένος, -η
έχουμε φραχτεί
είμαστε φραγμένοι, -ες
έχεις φράξει
έχεις φραγμένο
έχετε φράξει
έχετε φραγμένο
έχεις φραχτεί
είσαι φραγμένος, -η
έχετε φραχτεί
είστε φραγμένοι, -ες
έχει φράξει
έχει φραγμένο
έχουν φράξει
έχουν φραγμένο
έχει φραχτεί
είναι φραγμένος, -η, -ο
έχουν φραχτεί
είναι φραγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φράξει
είχα φραγμένο
είχαμε φράξει
είχαμε φραγμένο
είχα φραχτεί
ήμουν φραγμένος, -η
είχαμε φραχτεί
ήμαστε φραγμένοι, -ες
είχες φράξει
είχες φραγμένο
είχατε φράξει
είχατε φραγμένο
είχες φραχτεί
ήσουν φραγμένος, -η
είχατε φραχτεί
ήσαστε φραγμένοι, -ες
είχε φράξει
είχε φραγμένο
είχαν φράξει
είχαν φραγμένο
είχε φραχτεί
ήταν φραγμένος, -η, -ο
είχαν φραχτεί
ήταν φραγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φράζωθα φράζουμε, θα φράζομεθα φράζομαιθα φραζόμαστε
θα φράζειςθα φράζετεθα φράζεσαιθα φράζεστε, θα φραζόσατε
θα φράζειθα φράζουν(ε)θα φράζεταιθα φράζονται
Fut
ur
θα φράξωθα φράξουμε, θα φράξομεθα φραχτώθα φραχτούμε
θα φράξειςθα φράξετεθα φραχτείςθα φραχτείτε
θα φράξειθα φράξουν(ε)θα φραχτείθα φραχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φράξει
θα έχω φραγμένο
θα έχουμε φράξει
θα έχουμε φραγμένο
θα έχω φραχτεί
θα είμαι φραγμένος, -η
θα έχουμε φραχτεί
θα είμαστε φραγμένοι, -ες
θα έχεις φράξει
θα έχεις φραγμένο
θα έχετε φράξει
θα έχετε φραγμένο
θα έχεις φραχτεί
θα είσαι φραγμένος, -η
θα έχετε φραχτεί
θα είστε φραγμένοι, -ες
θα έχει φράξει
θα έχει φραγμένο
θα έχουν φράξει
θα έχουν φραγμένο
θα έχει φραχτεί
θα είναι φραγμένος, -η, -ο
θα έχουν φραχτεί
θα είναι φραγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φράζωνα φράζουμε, να φράζομενα φράζομαινα φραζόμαστε
να φράζειςνα φράζετενα φράζεσαινα φράζεστε
να φραζόσαστε
να φράζεινα φράζουν(ε)να φράζεταινα φράζονται
Aoristνα φράξωνα φράξουμε, να φράξομενα φραχτώνα φραχτούμε
να φράξειςνα φράξετενα φραχτείςνα φραχτείτε
να φράξεινα φράξουννα φραχτείνα φραχτούν(ε)
Perfνα έχω φράξει
να έχω φραγμένο
να έχουμε φράξει
να έχουμε φραγμένο
να έχω φραχτεί
να είμαι φραγμένος, -η
να έχουμε φραχτεί
να είμαστε φραγμένοι, -ες
να έχεις φράξει
να έχεις φραγμένο
να έχετε φράξει
να έχετε φραγμένο
να έχεις φραχτεί
να είσαι φραγμένος, -η
να έχετε φραχτεί
να είστε φραγμένοι, -ες
να έχει φράξει
να έχει φραγμένο
να έχουν φράξει
να έχουν φραγμένο
να έχει φραχτεί
να είναι φραγμένος, -η, -ο
να έχουν φραχτεί
να είναι φραγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφράζεφράζετεφράζεστε
Aoristφράξεφράξτε, φράχτεφράξουφραχτείτε
Part
izip
Presφράζοντας
Perfέχοντας φράξει, έχοντας φραγμένοφραγμένος, -η, -οφραγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφράξειφραχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback