abschalten
 Verb

κλείνω Verb
(5)
σβήνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
OK...abschalten! AHH!! Juuungs!!Λοιπόν, το κλείνω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σβήνωσβήνουμε, σβήνομεσβήνομαισβηνόμαστε
σβήνειςσβήνετεσβήνεσαισβήνεστε, σβηνόσαστε
σβήνεισβήνουν(ε)σβήνεταισβήνονται
Imper
fekt
έσβηνασβήναμεσβηνόμουν(α)σβηνόμαστε, σβηνόμασταν
έσβηνεςσβήνατεσβηνόσουν(α)σβηνόσαστε, σβηνόσασταν
έσβηνεέσβηναν, σβήναν(ε)σβηνόταν(ε)σβήνονταν, σβηνόντανε, σβηνόντουσαν
Aoristέσβησασβήσαμεσβήστηκασβηστήκαμε
έσβησεςσβήσατεσβήστηκεςσβηστήκατε
έσβησεέσβησαν, σβήσαν(ε)σβήστηκεσβήστηκαν, σβηστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σβήσει
έχω σβησμένο
έχουμε σβήσει
έχουμε σβησμένο
έχω σβηστεί
είμαι σβησμένος, -η
έχουμε σβηστεί
είμαστε σβησμένοι, -ες
έχεις σβήσει
έχεις σβησμένο
έχετε σβήσει
έχετε σβησμένο
έχεις σβηστεί
είσαι σβησμένος, -η
έχετε σβηστεί
είστε σβησμένοι, -ες
έχει σβήσει
έχει σβησμένο
έχουν σβήσει
έχουν σβησμένο
έχει σβηστεί
είναι σβησμένος, -η, -ο
έχουν σβηστεί
είναι σβησμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σβήσει
είχα σβησμένο
είχαμε σβήσει
είχαμε σβησμένο
είχα σβηστεί
ήμουν σβησμένος, -η
είχαμε σβηστεί
ήμαστε σβησμένοι, -ες
είχες σβήσει
είχες σβησμένο
είχατε σβήσει
είχατε σβησμένο
είχες σβηστεί
ήσουν σβησμένος, -η
είχατε σβηστεί
ήσαστε σβησμένοι, -ες
είχε σβήσει
είχε σβησμένο
είχαν σβήσει
είχαν σβησμένο
είχε σβηστεί
ήταν σβησμένος, -η, -ο
είχαν σβηστεί
ήταν σβησμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σβήνωθα σβήνουμε, θα σβήνομεθα σβήνομαιθα σβηνόμαστε
θα σβήνειςθα σβήνετεθα σβήνεσαιθα σβήνεστε, θα σβηνόσαστε
θα σβήνειθα σβήνουν(ε)θα σβήνεταιθα σβήνονται
Fut
ur
θα σβήσωθα σβήσουμε, θα σβήσομεθα σβηστώθα σβηστούμε
θα σβήσειςθα σβήσετεθα σβηστείςθα σβηστείτε
θα σβήσειθα σβήσουνθα σβηστείθα σβηστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σβήσει
θα έχω σβησμένο
θα έχουμε σβήσει
θα έχουμε σβησμένο
θα έχω σβηστεί
θα είμαι σβησμένος, -η
θα έχουμε σβηστεί
θα είμαστε σβησμένοι, -ες
θα έχεις σβήσει
θα έχεις σβησμένο
θα έχετε σβήσει
θα έχετε σβησμένο
θα έχεις σβηστεί
θα είσαι σβησμένος, -η
θα έχετε σβηστεί
θα είστε σβησμένοι, -ες
θα έχει σβήσει
θα έχει σβησμένο
θα έχουν σβήσει
θα έχουν σβησμένο
θα έχει σβηστεί
θα είναι σβησμένος, -η, -ο
θα έχουν σβηστεί
θα είναι σβησμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σβήνωνα σβήνουμενα σβήνομαινα σβηνόμαστε
να σβήνειςνα σβήνετενα σβήνεσαινα σβήνεστε, να σβηνόσαστε
να σβήνεινα σβήνουννα σβήνεταινα σβήνονται
Aoristνα σβήσωνα σβήσουμενα σβηστώνα σβηστούμε
να σβήσειςνα σβήσετενα σβηστείςνα σβηστείτε
να σβήσεινα σβήσουννα σβηστείνα σβηστούν(ε)
Perfνα έχω σβήσει
να έχω σβησμένο
να έχουμε σβήσει
να έχουμε σβησμένο
να έχω σβηστεί
να είμαι σβησμένος, -η
να έχουμε σβηστεί
να είμαστε σβησμένοι, -ες
να έχεις σβήσει
να έχεις σβησμένο
να έχετε σβήσει
να έχετε σβησμένο
να έχεις σβηστεί
να είσαι σβησμένος, -η
να έχετε σβηστεί
να είστε σβησμένοι, -ες
να έχει σβήσει
να έχει σβησμένο
να έχουν σβήσει
να έχουν σβησμένο
να έχει σβηστεί
να είναι σβησμένος, -η, -ο
να έχουν σβηστεί
να είναι σβησμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσβήνεσβήνετεσβήνεστε
Aoristσβήσεσβήσετε, σβήστεσβήσουσβηστείτε
Part
izip
Presσβήνοντας
Perfέχοντας σβήσει
έχοντας σβησμένο
σβησμένος, -η, -οσβησμένοι, -ες, -α
InfinAoristσβήσεισβηστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback