reservieren
 Verb

κλείνω Verb
(1)
κρατώ Verb
(1)
φυλάω Verb
(0)
πιάνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich könnte jede Viertelstunde für acht Stunden reservieren.Βλέπεις εγώ μπορώ να κλείνω πελάτες κάθε 15 λεπτά για 8 ώρες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρατάω, κρατώκρατάμε, κρατούμεκρατιέμαικρατιόμαστε
κρατάςκρατάτεκρατιέσαικρατιέστε, κρατιόσαστε
κρατάει, κρατάκρατάν(ε), κρατούν(ε)κρατιέταικρατιούνται, κρατιόνται
Imper
fekt
κρατούσα, κράταγακρατούσαμε, κρατάγαμεκρατιόμουν(α)κρατιόμαστε, κρατιόμασταν
κρατούσες, κράταγεςκρατούσατε, κρατάγατεκρατιόσουν(α)κρατιόσαστε, κρατιόσασταν
κρατούσε, κράταγεκρατούσαν(ε), κράταγαν, κρατάγανεκρατιόταν(ε)κρατιόνταν(ε), κρατιούνταν, κρατιόντουσαν
Aoristκράτησακρατήσαμεκρατήθηκακρατηθήκαμε
κράτησεςκρατήσατεκρατήθηκεςκρατηθήκατε
κράτησεκράτησαν, κρατήσαν(ε)κρατήθηκεκρατήθηκαν, κρατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κρατήσει
έχω κρατημένο
έχουμε κρατήσει
έχουμε κρατημένο
έχω κρατηθεί
είμαι κρατημένος, -η
έχουμε κρατηθεί
είμαστε κρατημένοι, -ες
έχεις κρατήσει
έχεις κρατημένο
έχετε κρατήσει
έχετε κρατημένο
έχεις κρατηθεί
είσαι κρατημένος, -η
έχετε κρατηθεί
είστε κρατημένοι, -ες
έχει κρατήσει
έχει κρατημένο
έχουν κρατήσει
έχουν κρατημένο
έχει κρατηθεί
είναι κρατημένος, -η, -ο
έχουν κρατηθεί
είναι κρατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κρατήσει
είχα κρατημένο
είχαμε κρατήσει
είχαμε κρατημένο
είχα κρατηθεί
ήμουν κρατημένος, -η
είχαμε κρατηθεί
ήμαστε κρατημένοι, -ες
είχες κρατήσει
είχες κρατημένο
είχατε κρατήσει
είχατε κρατημένο
είχες κρατηθεί
ήσουν κρατημένος, -η
είχατε κρατηθεί
ήσαστε κρατημένοι, -ες
είχε κρατήσει
είχε κρατημένο
είχαν κρατήσει
είχαν κρατημένο
είχε κρατηθεί
ήταν κρατημένος, -η, -ο
είχαν κρατηθεί
ήταν κρατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρατάω, θα κρατώθα κρατάμε, θα κρατούμεθα κρατιέμαιθα κρατιόμαστε
θα κρατάςθα κρατάτεθα κρατιέσαιθα κρατιέστε, θα κρατιόσαστε
θα κρατάει, θα κρατάθα κρατάν(ε), θα κρατούν(ε)θα κρατιέταιθα κρατιούνται, θα κρατιόνται
Fut
ur
θα κρατήσωθα κρατήσουμε, θα κρατήσομεθα κρατηθώθα κρατηθούμε
θα κρατήσειςθα κρατήσετεθα κρατηθείςθα κρατηθείτε
θα κρατήσειθα κρατήσουν(ε)θα κρατηθείθα κρατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρατήσει
θα έχω κρατημένο
θα έχουμε κρατήσει
θα έχουμε κρατημένο
θα έχω κρατηθεί
θα είμαι κρατημένος, -η
θα έχουμε κρατηθεί
θα είμαστε κρατημένοι, -ες
θα έχεις κρατήσει
θα έχεις κρατημένο
θα έχετε κρατήσει
θα έχετε κρατημένο
θα έχεις κρατηθεί
θα είσαι κρατημένος, -η
θα έχετε κρατηθεί
θα είστε κρατημένοι, -ες
θα έχει κρατήσει
θα έχει κρατημένο
θα έχουν κρατήσει
θα έχουν κρατημένο
θα έχει κρατηθεί
θα είναι κρατημένος, -η, -ο
θα έχουν κρατηθεί
θα είναι κρατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρατάω, να κρατώνα κρατάμε, να κρατούμενα κρατιέμαινα κρατιόμαστε
να κρατάςνα κρατάτενα κρατιέσαινα κρατιέστε, να κρατιόσαστε
να κρατάει, να κρατάνα κρατάν(ε), να κρατούν(ε)να κρατιέταινα κρατιούνται, να κρατιόνται
Aoristνα κρατήσωνα κρατήσουμε, να κρατήσομενα κρατηθώνα κρατηθούμε
να κρατήσειςνα κρατήσετενα κρατηθείςνα κρατηθείτε
να κρατήσεινα κρατήσουν(ε)να κρατηθείνα κρατηθούν(ε)
Perfνα έχω κρατήσει
να έχω κρατημένο
να έχουμε κρατήσει
να έχουμε κρατημένο
να έχω κρατηθεί
να είμαι κρατημένος, -η
να έχουμε κρατηθεί
να είμαστε κρατημένοι, -ες
να έχεις κρατήσει
να έχεις κρατημένο
να έχετε κρατήσει
να έχετε κρατημένο
να έχεις κρατηθεί
να είσαι κρατημένος, -η
να έχετε κρατηθεί
να είστε κρατημένοι, -η
να έχει κρατήσει
να έχει κρατημένο
να έχουν κρατήσει
να έχουν κρατημένο
να έχει κρατηθεί
να είναι κρατημένος, -η, -ο
να έχουν κρατηθεί
να είναι κρατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκράτα, κράταγεκρατάτεκρατιέστε
Aoristκράτησε, κράτακρατήστεκρατήσουκρατηθείτε
Part
izip
Presκρατώντας
Perfέχοντας κρατήσει, έχοντας κρατημένοκρατημένος, -η, -οκρατημένοι, -ες, -α
InfinAoristκρατήσεικρατηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φυλάω (φυλάγω)φυλάμε (φυλάγουμε, φυλάγομε)φυλάγομαιφυλαγόμαστε
φυλάς (φυλάγεις)φυλάτε (φυλάγετε)φυλάγεσαιφυλάγεστε, φυλαγόσαστε
φυλάει (φυλάγει)φυλάν(ε) (φυλάγουν(ε))φυλάγεταιφυλάγονται
Imper
fekt
φύλαγαφυλάγαμεφυλαγόμουν(α)φυλαγόμαστε, φυλαγόμασταν
φύλαγεςφυλάγατεφυλαγόσουν(α)φυλαγόσαστε, φυλαγόσασταν
φύλαγεφύλαγαν, φυλάγαν(ε)φυλαγόταν(ε)φυλάγονταν, φυλαγόντανε, φυλαγόντουσαν
Aoristφύλαξαφυλάξαμεφυλάχτηκαφυλαχτήκαμε
φύλαξεςφυλάξατεφυλάχτηκεςφυλαχτήκατε
φύλαξεφύλαξαν, φυλάξαν(ε)φυλάχτηκεφυλάχτηκαν, φυλαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φυλάξει
έχω φυλαγμένο
έχουμε φυλάξει
έχουμε φυλαγμένο
έχω φυλαχτεί
είμαι φυλαγμένος, -η
έχουμε φυλαχτεί
είμαστε φυλαγμένοι, -ες
έχεις φυλάξει
έχεις φυλαγμένο
έχετε φυλάξει
έχετε φυλαγμένο
έχεις φυλαχτεί
είσαι φυλαγμένος, -η
έχετε φυλαχτεί
είστε φυλαγμένοι, -ες
έχει φυλάξει
έχει φυλαγμένο
έχουν φυλάξει
έχουν φυλαγμένο
έχει φυλαχτεί
είναι φυλαγμένος, -η, -ο
έχουν φυλαχτεί
είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φυλάξει
είχα φυλαγμένο
είχαμε φυλάξει
είχαμε φυλαγμένο
είχα φυλαχτεί
ήμουν φυλαγμένος, -η
είχαμε φυλαχτεί
ήμαστε φυλαγμένοι, -ες
είχες φυλάξει
είχες φυλαγμένο
είχατε φυλάξει
είχατε φυλαγμένο
είχες φυλαχτεί
ήσουν φυλαγμένος, -η
είχατε φυλαχτεί
ήσαστε φυλαγμένοι, -ες
είχε φυλάξει
είχε φυλαγμένο
είχαν φυλάξει
είχαν φυλαγμένο
είχε φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένος, -η, -ο
είχαν φυλαχτεί
ήταν φυλαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φυλάω (θα φυλάγω)θα φυλάγαμε (θα φυλάγουμε, θα φυλάγομε)θα φυλάγομαιθα φυλαγόμαστε
θα φυλάς (θα φυλάγεις)θα φυλάτε (θα φυλάγετε)θα φυλάγεσαιθα φυλάγεστε, θα φυλαγόσαστε
θα φυλάει (θα φυλάγει)θα φυλάν(ε) (θα φυλάγουν(ε))θα φυλάγεταιθα φυλάγονται
Fut
ur
θα φυλάξωθα φυλάξουμε, θα φυλάξομεθα φυλαχτώθα φυλαχτούμε
θα φυλάξειςθα φυλάξετεθα φυλαχτείςθα φυλαχτείτε
θα φυλάξειθα φυλάξουν(ε)θα φυλαχτείθα φυλαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φυλάξει
θα έχω φυλαγμένο
θα έχουμε φυλάξει
θα έχουμε φυλαγμένο
θα έχω φυλαχτεί
θα είμαι φυλαγμένος, -η
θα έχουμε φυλαχτεί
θα είμαστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχεις φυλάξει
θα έχεις φυλαγμένο
θα έχετε φυλάξει
θα έχετε φυλαγμένο
θα έχεις φυλαχτεί
θα είσαι φυλαγμένος, -η
θα έχετε φυλαχτεί
θα είστε φυλαγμένοι, -ες
θα έχει φυλάξει
θα έχει φυλαγμένο
θα έχουν φυλάξει
θα έχουν φυλαγμένο
θα έχει φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φυλαχτεί
θα είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φυλάω (να φυλάγω)να φυλάμε (να φυλάγουμε, να φυλάγομε)να φυλάγομαινα φυλαγόμαστε
να φυλάς (να φυλάγεις)να φυλάτε (να φυλάγετε)να φυλάγεσαινα φυλάγεστε, να φυλαγόσαστε
να φυλάει (να φυλάγει)να φυλάν(ε) (να φυλάγουν(ε))να φυλάγεταινα φυλάγονται
Aoristνα φυλάξωνα φυλάξουμε, να φυλάξομενα φυλαχτώνα φυλαχτούμε
να φυλάξειςνα φυλάξετενα φυλαχτείςνα φυλαχτείτε
να φυλάξεινα φυλάξουν(ε)να φυλαχτείνα φυλαχτούν(ε)
Perfνα έχω φυλάξει
να έχω φυλαγμένο
να έχουμε φυλάξει
να έχουμε φυλαγμένο
να έχω φυλαχτεί
να είμαι φυλαγμένος, -η
να έχουμε φυλαχτεί
να είμαστε φυλαγμένοι, -ες
να έχεις φυλάξει
να έχεις φυλαγμένο
να έχετε φυλάξει
να έχετε φυλαγμένο
να έχεις φυλαχτεί
να είσαι φυλαγμένος, -η
να έχετε φυλαχτεί
να είστε φυλαγμένοι, -ες
να έχει φυλάξει
να έχει φυλαγμένο
να έχουν φυλάξει
να έχουν φυλαγμένο
να έχει φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένος, -η, -ο
να έχουν φυλαχτεί
να είναι φυλαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφύλα, φύλαγεφυλάτε (φυλάγετε)φυλάγεστε
Aoristφύλαξεφυλάξτε (φυλάξτε)φυλάξουφυλαχτείτε
Part
izip
Presφυλώντας, φυλάγοντας
Perfέχοντας φυλάξει, έχοντας φυλαγμένοφυλαγμένος, -η, -οφυλαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφυλάξειφυλαχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιάνωπιάνουμε, πιάνομεπιάνομαιπιανόμαστε
πιάνειςπιάνετεπιάνεσαιπιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνειπιάνουν(ε)πιάνεταιπιάνονται
Imper
fekt
έπιαναπιάναμεπιανόμουν(α)πιανόμαστε, πιανόμασταν
έπιανεςπιάνατεπιανόσουν(α)πιανόσαστε, πιανόσασταν
έπιανεέπιαναν, πιάναν(ε)πιανόταν(ε)πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aoristέπιασαπιάσαμεπιάστηκαπιαστήκαμε
έπιασεςπιάσατεπιάστηκεςπιαστήκατε
έπιασεέπιασαν, πιάσαν(ε)πιάστηκεπιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιάσει
έχω πιασμένο
έχουμε πιάσει
έχουμε πιασμένο
έχω πιαστεί
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιάσει
έχεις πιασμένο
έχετε πιάσει
έχετε πιασμένο
έχεις πιαστεί
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιάσει
έχει πιασμένο
έχουν πιάσει
έχουν πιασμένο
έχει πιαστεί
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιάσει
είχα πιασμένο
είχαμε πιάσει
είχαμε πιασμένο
είχα πιαστεί
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιάσει
είχες πιασμένο
είχατε πιάσει
είχατε πιασμένο
είχες πιαστεί
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιάσει
είχε πιασμένο
είχαν πιάσει
είχαν πιασμένο
είχε πιαστεί
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιάνωθα πιάνουμεθα πιάνομαιθα πιανόμαστε
θα πιάνειςθα πιάνετεθα πιάνεσαιθα πιάνεστε
θα πιανόσαστε
θα πιάνειθα πιάνουνθα πιάνεταιθα πιάνονται
Fut
ur
θα πιάσωθα πιάσουμεθα πιαστώθα πιαστούμε
θα πιάσειςθα πιάσετεθα πιαστείςθα πιαστείτε
θα πιάσειθα πιάσουνθα πιαστείθα πιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιάσει
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει
θα έχουμε πιασμένο
θα έχω πιαστεί
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί
θα είμαστε πιασμένοι, -ες
θα έχεις πιάσει
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει
θα έχετε πιασμένο
θα έχεις πιαστεί
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιάσει
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει
θα έχουν πιασμένο
θα έχει πιαστεί
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιάνωνα πιάνουμενα πιάνομαινα πιανόμαστε
να πιάνειςνα πιάνετενα πιάνεσαινα πιάνεστε
να πιανόσαστε
να πιάνεινα πιάνουννα πιάνεταινα πιάνονται
Aoristνα πιάσωνα πιάσουμενα πιαστώνα πιαστούμε
να πιάσειςνα πιάσετενα πιαστείςνα πιαστείτε
να πιάσεινα πιάσουννα πιαστείνα πιαστούν(ε)
Perfνα έχω πιάσει
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει
να έχουμε πιασμένο
να έχω πιαστεί
να είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί
να είμαστε πιασμένοι, -ες
να έχεις πιάσει
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει
να έχετε πιασμένο
να έχεις πιαστεί
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί
να είστε πιασμένοι, -ες
να έχει πιάσει
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει
να έχουν πιασμένο
να έχει πιαστεί
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπιάνεπιάνετεπιάνεστε
Aoristπιάσεπιάσετε, πιάστεπιάσουπιαστείτε
Part
izip
Presπιάνοντας
Perfέχοντας πιάσει
έχοντας πιασμένο
πιασμένος, -η, -οπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιάσειπιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback