πιάνω Verb  [piano, pianw]

  Verb
(16)
  Verb
(9)
  Verb
(3)
  Verb
(1)
packen (ugs.)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)
haschen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu πιάνω

πιάνω mittelgriechisch πιάνω. Από τον αόριστο ἐπίασα του ρήματος πιάζω (δωρικός τύπος του πιέζω) σχηματίστηκε νέος ενεστώτας σε -νω, κατ' αναλογία με τα έχασα-χάνω, έφθασα - φθάνω κ.α.


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

Grammatik zu πιάνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιάνωπιάνουμε, πιάνομεπιάνομαιπιανόμαστε
πιάνειςπιάνετεπιάνεσαιπιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνειπιάνουν(ε)πιάνεταιπιάνονται
Imper
fekt
έπιαναπιάναμεπιανόμουν(α)πιανόμαστε, πιανόμασταν
έπιανεςπιάνατεπιανόσουν(α)πιανόσαστε, πιανόσασταν
έπιανεέπιαναν, πιάναν(ε)πιανόταν(ε)πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aoristέπιασαπιάσαμεπιάστηκαπιαστήκαμε
έπιασεςπιάσατεπιάστηκεςπιαστήκατε
έπιασεέπιασαν, πιάσαν(ε)πιάστηκεπιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιάσει
έχω πιασμένο
έχουμε πιάσει
έχουμε πιασμένο
έχω πιαστεί
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιάσει
έχεις πιασμένο
έχετε πιάσει
έχετε πιασμένο
έχεις πιαστεί
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιάσει
έχει πιασμένο
έχουν πιάσει
έχουν πιασμένο
έχει πιαστεί
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιάσει
είχα πιασμένο
είχαμε πιάσει
είχαμε πιασμένο
είχα πιαστεί
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιάσει
είχες πιασμένο
είχατε πιάσει
είχατε πιασμένο
είχες πιαστεί
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιάσει
είχε πιασμένο
είχαν πιάσει
είχαν πιασμένο
είχε πιαστεί
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιάνωθα πιάνουμεθα πιάνομαιθα πιανόμαστε
θα πιάνειςθα πιάνετεθα πιάνεσαιθα πιάνεστε
θα πιανόσαστε
θα πιάνειθα πιάνουνθα πιάνεταιθα πιάνονται
Fut
ur
θα πιάσωθα πιάσουμεθα πιαστώθα πιαστούμε
θα πιάσειςθα πιάσετεθα πιαστείςθα πιαστείτε
θα πιάσειθα πιάσουνθα πιαστείθα πιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιάσει
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει
θα έχουμε πιασμένο
θα έχω πιαστεί
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί
θα είμαστε πιασμένοι, -ες
θα έχεις πιάσει
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει
θα έχετε πιασμένο
θα έχεις πιαστεί
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιάσει
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει
θα έχουν πιασμένο
θα έχει πιαστεί
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιάνωνα πιάνουμενα πιάνομαινα πιανόμαστε
να πιάνειςνα πιάνετενα πιάνεσαινα πιάνεστε
να πιανόσαστε
να πιάνεινα πιάνουννα πιάνεταινα πιάνονται
Aoristνα πιάσωνα πιάσουμενα πιαστώνα πιαστούμε
να πιάσειςνα πιάσετενα πιαστείςνα πιαστείτε
να πιάσεινα πιάσουννα πιαστείνα πιαστούν(ε)
Perfνα έχω πιάσει
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει
να έχουμε πιασμένο
να έχω πιαστεί
να είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί
να είμαστε πιασμένοι, -ες
να έχεις πιάσει
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει
να έχετε πιασμένο
να έχεις πιαστεί
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί
να είστε πιασμένοι, -ες
να έχει πιάσει
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει
να έχουν πιασμένο
να έχει πιαστεί
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπιάνεπιάνετεπιάνεστε
Aoristπιάσεπιάσετε, πιάστεπιάσουπιαστείτε
Part
izip
Presπιάνοντας
Perfέχοντας πιάσει
έχοντας πιασμένο
πιασμένος, -η, -οπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιάσειπιαστεί





























Griechische Definition zu πιάνω

πιάνω [páno] -ομαι Ρ αόρ. έπιασα, απαρέμφ. πιάσει, παθ. αόρ. πιάστηκα, απαρέμφ. πιαστεί, μππ. πιασμένος : 1α. απλώνω το χέρι / τα χέρια και παίρνω, κρατώ, ακουμπώ κτ. ή κπ., παίρνω στο χέρι μου κτ. για να το μεταχειριστώ: Έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει. Mην πιάνεις την πρίζα με βρεγμένα χέρια. Δεν πιάνει βιβλίο στο χέρι του, δε διαβάζει καθόλου. Πρέπει να μάθεις πώς να πιάνεις το μαχαίρι / το πιρούνι / το μολύβι. Tης έπιασε τρυφερά το χέρι. Tην έπιασε απαλά από τη μέση. Πιάσε το τραπέζι να το πάμε πιο εκεί. Tο ΄πιασα προσεκτικά για να μη λερωθώ. Mη με πιάνεις με βρόμικα χέρια. Πιάσε γερά τη λαβή. Δεν έχω πιάσει πο τέ χαρτιά στα χέρια μου, δεν έχω παίξει χαρτιά. πιάνω τη μύτη* μου. (προφ.) Πιάσε πιάσε το ΄καναν μαύρο από τη λέρα. (έκφρ.) πιάνω το χέρι κάποιου, κάνω χειραψία. πιάνω ζύμη*. έπιασε τον πάπα* από τα γένια. …να τον πιάνεις με την τσιμπίδα*! || (πηγαίνω και) φέρνω κτ. σε κπ.: Πιάσε μου, σε παρακαλώ, εκείνο το βιβλίο από το ράφι. Γκαρσόν, πιάσε δυο ούζα με μεζέ. ΦΡ πιάνω το σφυγμό* κάποιου. πιάνω το Mάη*. πιάνω μαγιά*. δεν πιάνω μπάζα* / χαρτωσιά* (μπροστά σε κπ.). πιάνουν τα χέρια* μου. πιάνω κπ. στο στόμα* μου. απ΄ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι* / βρομάει*. μου έπιασε τον κώλο*. β. απλώνω το χέρι / τα χέρια και (με μια λίγο πολύ ορμητική κίνηση) αρπάζω, αδράχνω, κρατώ σφιχτά κτ.: Tον έπιασα από το αυτί / το γιακά / το κεφάλι / τα πέτα / τα μαλλιά. Ο τερματοφύλακας έπιασε την μπάλα στον αέρα. πιάνω κπ. από το λαιμό και ως ΦΡ πιέζω, ζορίζω, εκβιάζω κπ. πιάνω τον ταύρο* από τα κέρατα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback