festhalten
 Verb

κρατώ Verb
(3)
καταγράφω Verb
(2)
πιάνω Verb
(1)
βαστώ Verb
(0)
παρεμποδίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Du musst ihn festhalten, ihn annageln.Πρέπει να τον κρατώ για να τον φέρω έξω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich will Sie hier nicht festhalten.Δε σε κρατώ εδώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss ihn festhalten.Πρέπει να το κρατώ στην θέση του.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
festhalten
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κρατάω, κρατώκρατάμε, κρατούμεκρατιέμαικρατιόμαστε
κρατάςκρατάτεκρατιέσαικρατιέστε, κρατιόσαστε
κρατάει, κρατάκρατάν(ε), κρατούν(ε)κρατιέταικρατιούνται, κρατιόνται
Imper
fekt
κρατούσα, κράταγακρατούσαμε, κρατάγαμεκρατιόμουν(α)κρατιόμαστε, κρατιόμασταν
κρατούσες, κράταγεςκρατούσατε, κρατάγατεκρατιόσουν(α)κρατιόσαστε, κρατιόσασταν
κρατούσε, κράταγεκρατούσαν(ε), κράταγαν, κρατάγανεκρατιόταν(ε)κρατιόνταν(ε), κρατιούνταν, κρατιόντουσαν
Aoristκράτησακρατήσαμεκρατήθηκακρατηθήκαμε
κράτησεςκρατήσατεκρατήθηκεςκρατηθήκατε
κράτησεκράτησαν, κρατήσαν(ε)κρατήθηκεκρατήθηκαν, κρατηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κρατήσει
έχω κρατημένο
έχουμε κρατήσει
έχουμε κρατημένο
έχω κρατηθεί
είμαι κρατημένος, -η
έχουμε κρατηθεί
είμαστε κρατημένοι, -ες
έχεις κρατήσει
έχεις κρατημένο
έχετε κρατήσει
έχετε κρατημένο
έχεις κρατηθεί
είσαι κρατημένος, -η
έχετε κρατηθεί
είστε κρατημένοι, -ες
έχει κρατήσει
έχει κρατημένο
έχουν κρατήσει
έχουν κρατημένο
έχει κρατηθεί
είναι κρατημένος, -η, -ο
έχουν κρατηθεί
είναι κρατημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κρατήσει
είχα κρατημένο
είχαμε κρατήσει
είχαμε κρατημένο
είχα κρατηθεί
ήμουν κρατημένος, -η
είχαμε κρατηθεί
ήμαστε κρατημένοι, -ες
είχες κρατήσει
είχες κρατημένο
είχατε κρατήσει
είχατε κρατημένο
είχες κρατηθεί
ήσουν κρατημένος, -η
είχατε κρατηθεί
ήσαστε κρατημένοι, -ες
είχε κρατήσει
είχε κρατημένο
είχαν κρατήσει
είχαν κρατημένο
είχε κρατηθεί
ήταν κρατημένος, -η, -ο
είχαν κρατηθεί
ήταν κρατημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κρατάω, θα κρατώθα κρατάμε, θα κρατούμεθα κρατιέμαιθα κρατιόμαστε
θα κρατάςθα κρατάτεθα κρατιέσαιθα κρατιέστε, θα κρατιόσαστε
θα κρατάει, θα κρατάθα κρατάν(ε), θα κρατούν(ε)θα κρατιέταιθα κρατιούνται, θα κρατιόνται
Fut
ur
θα κρατήσωθα κρατήσουμε, θα κρατήσομεθα κρατηθώθα κρατηθούμε
θα κρατήσειςθα κρατήσετεθα κρατηθείςθα κρατηθείτε
θα κρατήσειθα κρατήσουν(ε)θα κρατηθείθα κρατηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κρατήσει
θα έχω κρατημένο
θα έχουμε κρατήσει
θα έχουμε κρατημένο
θα έχω κρατηθεί
θα είμαι κρατημένος, -η
θα έχουμε κρατηθεί
θα είμαστε κρατημένοι, -ες
θα έχεις κρατήσει
θα έχεις κρατημένο
θα έχετε κρατήσει
θα έχετε κρατημένο
θα έχεις κρατηθεί
θα είσαι κρατημένος, -η
θα έχετε κρατηθεί
θα είστε κρατημένοι, -ες
θα έχει κρατήσει
θα έχει κρατημένο
θα έχουν κρατήσει
θα έχουν κρατημένο
θα έχει κρατηθεί
θα είναι κρατημένος, -η, -ο
θα έχουν κρατηθεί
θα είναι κρατημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κρατάω, να κρατώνα κρατάμε, να κρατούμενα κρατιέμαινα κρατιόμαστε
να κρατάςνα κρατάτενα κρατιέσαινα κρατιέστε, να κρατιόσαστε
να κρατάει, να κρατάνα κρατάν(ε), να κρατούν(ε)να κρατιέταινα κρατιούνται, να κρατιόνται
Aoristνα κρατήσωνα κρατήσουμε, να κρατήσομενα κρατηθώνα κρατηθούμε
να κρατήσειςνα κρατήσετενα κρατηθείςνα κρατηθείτε
να κρατήσεινα κρατήσουν(ε)να κρατηθείνα κρατηθούν(ε)
Perfνα έχω κρατήσει
να έχω κρατημένο
να έχουμε κρατήσει
να έχουμε κρατημένο
να έχω κρατηθεί
να είμαι κρατημένος, -η
να έχουμε κρατηθεί
να είμαστε κρατημένοι, -ες
να έχεις κρατήσει
να έχεις κρατημένο
να έχετε κρατήσει
να έχετε κρατημένο
να έχεις κρατηθεί
να είσαι κρατημένος, -η
να έχετε κρατηθεί
να είστε κρατημένοι, -η
να έχει κρατήσει
να έχει κρατημένο
να έχουν κρατήσει
να έχουν κρατημένο
να έχει κρατηθεί
να είναι κρατημένος, -η, -ο
να έχουν κρατηθεί
να είναι κρατημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκράτα, κράταγεκρατάτεκρατιέστε
Aoristκράτησε, κράτακρατήστεκρατήσουκρατηθείτε
Part
izip
Presκρατώντας
Perfέχοντας κρατήσει, έχοντας κρατημένοκρατημένος, -η, -οκρατημένοι, -ες, -α
InfinAoristκρατήσεικρατηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιάνωπιάνουμε, πιάνομεπιάνομαιπιανόμαστε
πιάνειςπιάνετεπιάνεσαιπιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνειπιάνουν(ε)πιάνεταιπιάνονται
Imper
fekt
έπιαναπιάναμεπιανόμουν(α)πιανόμαστε, πιανόμασταν
έπιανεςπιάνατεπιανόσουν(α)πιανόσαστε, πιανόσασταν
έπιανεέπιαναν, πιάναν(ε)πιανόταν(ε)πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aoristέπιασαπιάσαμεπιάστηκαπιαστήκαμε
έπιασεςπιάσατεπιάστηκεςπιαστήκατε
έπιασεέπιασαν, πιάσαν(ε)πιάστηκεπιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιάσει
έχω πιασμένο
έχουμε πιάσει
έχουμε πιασμένο
έχω πιαστεί
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιάσει
έχεις πιασμένο
έχετε πιάσει
έχετε πιασμένο
έχεις πιαστεί
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιάσει
έχει πιασμένο
έχουν πιάσει
έχουν πιασμένο
έχει πιαστεί
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιάσει
είχα πιασμένο
είχαμε πιάσει
είχαμε πιασμένο
είχα πιαστεί
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιάσει
είχες πιασμένο
είχατε πιάσει
είχατε πιασμένο
είχες πιαστεί
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιάσει
είχε πιασμένο
είχαν πιάσει
είχαν πιασμένο
είχε πιαστεί
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιάνωθα πιάνουμεθα πιάνομαιθα πιανόμαστε
θα πιάνειςθα πιάνετεθα πιάνεσαιθα πιάνεστε
θα πιανόσαστε
θα πιάνειθα πιάνουνθα πιάνεταιθα πιάνονται
Fut
ur
θα πιάσωθα πιάσουμεθα πιαστώθα πιαστούμε
θα πιάσειςθα πιάσετεθα πιαστείςθα πιαστείτε
θα πιάσειθα πιάσουνθα πιαστείθα πιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιάσει
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει
θα έχουμε πιασμένο
θα έχω πιαστεί
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί
θα είμαστε πιασμένοι, -ες
θα έχεις πιάσει
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει
θα έχετε πιασμένο
θα έχεις πιαστεί
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιάσει
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει
θα έχουν πιασμένο
θα έχει πιαστεί
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιάνωνα πιάνουμενα πιάνομαινα πιανόμαστε
να πιάνειςνα πιάνετενα πιάνεσαινα πιάνεστε
να πιανόσαστε
να πιάνεινα πιάνουννα πιάνεταινα πιάνονται
Aoristνα πιάσωνα πιάσουμενα πιαστώνα πιαστούμε
να πιάσειςνα πιάσετενα πιαστείςνα πιαστείτε
να πιάσεινα πιάσουννα πιαστείνα πιαστούν(ε)
Perfνα έχω πιάσει
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει
να έχουμε πιασμένο
να έχω πιαστεί
να είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί
να είμαστε πιασμένοι, -ες
να έχεις πιάσει
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει
να έχετε πιασμένο
να έχεις πιαστεί
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί
να είστε πιασμένοι, -ες
να έχει πιάσει
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει
να έχουν πιασμένο
να έχει πιαστεί
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπιάνεπιάνετεπιάνεστε
Aoristπιάσεπιάσετε, πιάστεπιάσουπιαστείτε
Part
izip
Presπιάνοντας
Perfέχοντας πιάσει
έχοντας πιασμένο
πιασμένος, -η, -οπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιάσειπιαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback