aufnehmen
 Verb

ηχογραφώ Verb
(2)
γράφω Verb
(2)
δέχομαι Verb
(1)
υποδέχομαι Verb
(0)
πιάνω Verb
(0)
συντάσσω Verb
(0)
καταχωρίζω Verb
(0)
απορροφώ Verb
(0)
ξενίζω Verb
(0)
περιλαβαίνω Verb
(0)
ανιμώμαι Verb
(0)
χωρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Aber ich muss die Stimmen von allen meinen Spielern aufnehmen.Θέλω να ηχογραφώ τις φωνές των καλύτερων παικτών της ομάδας μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Darf ich das aufnehmen?Σε πειράζει αν ηχογραφώ;

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ηχογραφώηχογραφούμεηχογραφούμαιηχογραφούμαστε
ηχογραφείςηχογραφείτεηχογραφείσαιηχογραφείστε
ηχογραφείηχογραφούν(ε)ηχογραφείταιηχογραφούνται
Imper
fekt
ηχογραφούσαηχογραφούσαμεηχογραφούμουνηχογραφούμαστε
ηχογραφούσεςηχογραφούσατε
ηχογραφούσεηχογραφούσαν(ε)ηχογραφούνταν, ηχογραφείτοηχογραφούνταν, ηχογραφούντο
Aoristηχογράφησαηχογραφήσαμεηχογραφήθηκαηχογραφηθήκαμε
ηχογράφησεςηχογραφήσατεηχογραφήθηκεςηχογραφηθήκατε
ηχογράφησεηχογράφησαν, ηχογραφήσαν(ε)ηχογραφήθηκεηχογραφήθηκαν, ηχογραφηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ηχογραφήσει
έχω ηχογραφημένο
έχουμε ηχογραφήσει
έχουμε ηχογραφημένο
έχω ηχογραφηθεί
είμαι ηχογραφημένος, -η
έχουμε ηχογραφηθεί
είμαστε ηχογραφημένοι, -ες
έχεις ηχογραφήσει
έχεις ηχογραφημένο
έχετε ηχογραφήσει
έχετε ηχογραφημένο
έχεις ηχογραφηθεί
είσαι ηχογραφημένος, -η
έχετε ηχογραφηθεί
είστε ηχογραφημένοι, -ες
έχει ηχογραφήσει
έχει ηχογραφημένο
έχουν ηχογραφήσει
έχουν ηχογραφημένο
έχει ηχογραφηθεί
είναι ηχογραφημένος, -η, -ο
έχουν ηχογραφηθεί
είναι ηχογραφημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ηχογραφήσει
είχα ηχογραφημένο
είχαμε ηχογραφήσει
είχαμε ηχογραφημένο
είχα ηχογραφηθεί
ήμουν ηχογραφημένος, -η
είχαμε ηχογραφηθεί
ήμαστε ηχογραφημένοι, -ες
είχες ηχογραφήσει
είχες ηχογραφημένο
είχατε ηχογραφήσει
είχατε ηχογραφημένο
είχες ηχογραφηθεί
ήσουν ηχογραφημένος, -η
είχατε ηχογραφηθεί
ήσαστε ηχογραφημένοι, -ες
είχε ηχογραφήσει
είχε ηχογραφημένο
είχαν ηχογραφήσει
είχαν ηχογραφημένο
είχε ηχογραφηθεί
ήταν ηχογραφημένος, -η, -ο
είχαν ηχογραφηθεί
ήταν ηχογραφημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ηχογραφώθα ηχογραφούμεθα ηχογραφούμαιθα ηχογραφούμαστε
θα ηχογραφείςθα ηχογραφείτεθα ηχογραφείσαιθα ηχογραφείστε
θα ηχογραφείθα ηχογραφούν(ε)θα ηχογραφείταιθα ηχογραφούνται
Fut
ur
θα ηχογραφήσωθα ηχογραφήσουμεθα ηχογραφηθώθα ηχογραφηθούμε
θα ηχογραφήσειςθα ηχογραφήσετεθα ηχογραφηθείςθα ηχογραφηθείτε
θα ηχογραφήσειθα ηχογραφήσουν(ε)θα ηχογραφηθείθα ηχογραφηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ηχογραφήσει
θα έχω ηχογραφημένο
θα έχουμε ηχογραφήσει
θα έχουμε ηχογραφημένο
θα έχω ηχογραφηθεί
θα είμαι ηχογραφημένος, -η
θα έχουμε ηχογραφηθεί
θα είμαστε ηχογραφημένοι, -ες
θα έχεις ηχογραφήσει
θα έχεις ηχογραφημένο
θα έχετε ηχογραφήσει
θα έχετε ηχογραφημένο
θα έχεις ηχογραφηθεί
θα είσαι ηχογραφημένος, -η
θα έχετε ηχογραφηθεί
θα είστε ηχογραφημένοι, -η
θα έχει ηχογραφήσει
θα έχει ηχογραφημένο
θα έχουν ηχογραφήσει
θα έχουν ηχογραφημένο
θα έχει ηχογραφηθεί
θα είναι ηχογραφημένος, -η, -ο
θα έχουν ηχογραφηθεί
θα είναι ηχογραφημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ηχογραφώνα ηχογραφούμενα ηχογραφούμαινα ηχογραφούμαστε
να ηχογραφείςνα ηχογραφείτενα ηχογραφείσαινα ηχογραφείστε
να ηχογραφείνα ηχογραφούν(ε)να ηχογραφείταινα ηχογραφούνται
Aoristνα ηχογραφήσωνα ηχογραφήσουμε, να ηχογραφήσομενα ηχογραφηθώνα ηχογραφηθούμε
να ηχογραφήσειςνα ηχογραφήσετενα ηχογραφηθείςνα ηχογραφηθείτε
να ηχογραφήσεινα ηχογραφήσουν(ε)να ηχογραφηθείνα ηχογραφηθούν(ε)
Perfνα έχω ηχογραφήσει
να έχω ηχογραφημένο
να έχουμε ηχογραφήσει
να έχουμε ηχογραφημένο
να έχω ηχογραφηθεί
να είμαι ηχογραφημένος, -η
να έχουμε ηχογραφηθεί
να είμαστε ηχογραφημένοι, -ες
να έχεις ηχογραφήσει
να έχεις ηχογραφημένο
να έχετε ηχογραφήσει
να έχετε ηχογραφημένο
να έχεις ηχογραφηθεί
να είσαι ηχογραφημένος, -η
να έχετε ηχογραφηθεί
να είστε ηχογραφημένοι, -ες
να έχει ηχογραφήσει
να έχει ηχογραφημένο
να έχουν ηχογραφήσει
να έχουν ηχογραφημένο
να έχει ηχογραφηθεί
να είναι ηχογραφημένος, -η, -ο
να έχουν ηχογραφηθεί
να είναι ηχογραφημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presηχογραφείτεηχογραφείστε
Aoristηχογράφησεηχογραφήστε, ηχογραφήσετεηχογραφήσουηχογραφηθείτε
Part
izip
Presηχογραφώντας
Perfέχοντας ηχογραφήσει, έχοντας ηχογραφημένοηχογραφημένος, -η, -οηχογραφημένοι, -ες, -α
InfinAoristηχογραφήσειηχογραφηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γράφωγράφουμε, γράφομεγράφομαιγραφόμαστε
γράφειςγράφετεγράφεσαιγράφεστε, γραφόσαστε
γράφειγράφουν(ε)γράφεταιγράφονται
Imper
fekt
έγραφαγράφαμεγραφόμουν(α)γραφόμαστε, γραφόμασταν
έγραφεςγράφατεγραφόσουν(α)γραφόσαστε, γραφόσασταν
έγραφεέγραφαν, γράφαν(ε)γραφόταν(ε)γράφονταν, γραφόντανε, γραφόντουσαν
Aoristέγραψαγράψαμεγράφτηκα, γράφηκαγραφτήκαμε, γραφήκαμε
έγραψεςγράψατεγράφτηκες, γράφηκεςγραφτήκατε, γραφήκατε
έγραψεέγραψαν, γράψαν(ε)γράφτηκε, γράφηκεγράφτηκαν, γραφτήκαν(ε), γράφηκαν, γραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γράψει
έχω γραμμένο
έχουμε γράψει
έχουμε γραμμένο
έχω γραφτεί
έχω γραφεί
είμαι γραμμένος, -η
έχουμε γραφτεί
έχουμε γραφεί
είμαστε γραμμένοι, -ες
έχεις γράψει
έχεις γραμμένο
έχετε γράψει
έχετε γραμμένο
έχεις γραφτεί
έχεις γραφεί
είσαι γραμμένος, -η
έχετε γραφτεί
έχετε γραφεί
είστε γραμμένοι, -ες
έχει γράψει
έχει γραμμένο
έχουν γράψει
έχουν γραμμένο
έχει γραφτεί
έχει γραφεί
είναι γραμμένος, -η, -ο
έχουν γραφτεί
έχουν γραφεί
είναι γραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γράψει
είχα γραμμένο
είχαμε γράψει
είχαμε γραμμένο
είχα γραφτεί
είχα γραφεί
ήμουν γραμμένος, -η
είχαμε γραφτεί
είχαμε γραφεί
ήμαστε γραμμένοι, -ες
είχες γράψει
είχες γραμμένο
είχατε γράψει
είχατε γραμμένο
είχες γραφτεί
είχες γραφεί
ήσουν γραμμένος, -η
είχατε γραφτεί
είχατε γραφεί
ήσαστε γραμμένοι, -ες
είχε γράψει
είχε γραμμένο
είχαν γράψει
είχαν γραμμένο
είχε γραφτεί
είχε γραφεί
ήταν γραμμένος, -η, -ο
είχαν γραφτεί
είχαν γραφεί
ήταν γραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γράφωθα γράφουμε, θα γράφομεθα γράφομαιθα γραφόμαστε
θα γράφειςθα γράφετεθα γράφεσαιθα γράφεστε, θα γραφόσαστε
θα γράφειθα γράφουν(ε)θα γράφεταιθα γράφονται
Fut
ur
θα γράψωθα γράψουμε, θα γράψομεθα γραφτώ, θα γραφώθα γραφτούμε, θα γραφούμε
θα γράψειςθα γράψετεθα γραφτείς, θα γραφείςθα γραφτείτε, θα γραφείτε
θα γράψειθα γράψουν(ε)θα γραφτεί, θα γραφείθα γραφτούν(ε), θα γραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γράψει
θα έχω γραμμένο
θα έχουμε γράψει
θα έχουμε γραμμένο
θα έχω γραφτεί
θα έχω γραφεί
θα είμαι γραμμένος, -η
θα έχουμε γραφτεί
θα έχουμε γραφεί
θα είμαστε γραμμένοι, -ες
θα έχεις γράψει
θα έχεις γραμμένο
θα έχετε γράψει
θα έχετε γραμμένο
θα έχεις γραφτεί
θα έχεις γραφεί
θα είσαι γραμμένος, -η
θα έχετε γραφτεί
θα έχετε γραφεί
θα είστε γραμμένοι, -ες
θα έχει γράψει
θα έχει γραμμένο
θα έχουν γράψει
θα έχουν γραμμένο
θα έχει γραφτεί
θα έχει γραφεί
θα είναι γραμμένος, -η, -ο
θα έχουν γραφτεί
θα έχουν γραφεί
θα είναι γραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γράφωνα γράφουμε, να γράφομενα γράφομαινα γραφόμαστε
να γράφειςνα γράφετενα γράφεσαινα γράφεστε, να γραφόσαστε
να γράφεινα γράφουν(ε)να γράφεταινα γράφονται
Aoristνα γράψωνα γράψουμε, να γράψομενα γραφτώ, να γραφώνα γραφτούμε, να γραφούμε
να γράψειςνα γράψετενα γραφτείς, να γραφείςνα γραφτείτε, να γραφείτε
να γράψεινα γράψουν(ε)να γραφτεί, να γραφείνα γραφτούν(ε), να γραφούν(ε)
Perfνα έχω γράψει
να έχω γραμμένο
να έχουμε γράψει
να έχουμε γραμμένο
να έχω γραφτεί
να έχω γραφεί
να είμαι γραμμένος, -η
να έχουμε γραφτεί
να έχουμε γραφεί
να είμαστε γραμμένοι, -ες
να έχεις γράψει
να έχεις γραμμένο
να έχετε γράψει
να έχετε γραμμένο
να έχεις γραφτεί
να έχεις γραφεί
να είσαι γραμμένος, -η
να έχετε γραφτεί
να έχετε γραφεί
να είστε γραμμένοι, -ες
να έχει γράψει
να έχει γραμμένο
να έχουν γράψει
να έχουν γραμμένο
να έχει γραφτεί
να έχει γραφεί
να είναι γραμμένος, -η, -ο
να έχουν γραφτεί
να έχουν γραφεί
να είναι γραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγράφεγράφετεγράφεστε
Aoristγράψεγράψτε, γράφτεγράψουγραψτείτε, γραφείτε
Part
izip
Presγράφονταςγραφόμενος
Perfέχοντας γράψει, έχοντας γραμμένογραμμένος, -η, -ογραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristγράψειγραφτεί, γραφεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δέχομαιδεχόμαστε
δέχεσαιδέχεστε, δεχόσαστε
δέχεταιδέχονται
Imper
fekt
δεχόμουν(α)δεχόμαστε, δεχόμασταν
δεχόσουν(α)δεχόσαστε, δεχόσασταν
δεχόταν(ε)δέχονταν, δεχόντανε, δεχόντουσαν
Aoristδέχθηκα, δέχτηκαδεχθήκαμε, δεχτήκαμε
δέχθηκες, δέχτηκεςδεχθήκατε, δεχτήκατε
δέχθηκε, δέχτηκεδέχθηκαν/δέχτηκαν, δεχθήκαν(ε)/δεχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δεχθεί
έχω δεχτεί
έχουμε δεχθεί
έχουμε δεχτεί
έχεις δεχθεί
έχεις δεχτεί
έχετε δεχθεί
έχετε δεχτεί
έχει δεχθεί
έχει δεχτεί
έχουν δεχθεί
έχουν δεχτεί
Plu
per
fekt
είχα δεχθεί
είχα δεχτεί
είχαμε δεχθεί
είχαμε δεχτεί
είχες δεχθεί
είχες δεχτεί
είχατε δεχθεί
είχατε δεχτεί
είχε δεχθεί
είχε δεχτεί
είχαν δεχθεί
είχαν δεχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δέχομαιθα δεχόμαστε
θα δέχεσαιθα δέχεστε, θα δεχόσαστε
θα δέχεταιθα δέχονται
Fut
ur
θα δεχθώ, θα δεχτώθα δεχθούμε, θα δεχτούμε
θα δεχθείς, θα δεχτείςθα δεχθείτε, θα δεχτείτε
θα δεχθεί, θα δεχτείθα δεχθούν(ε), θα δεχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δεχθεί
θα έχω δεχτεί
θα έχουμε δεχθεί
θα έχουμε δεχτεί
θα έχεις δεχθεί
θα έχεις δεχτεί
θα έχετε δεχθεί
θα έχετε δεχτεί
θα έχει δεχθεί
θα έχει δεχτεί
θα έχουν δεχθεί
θα έχουν δεχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δέχομαινα δεχόμαστε
να δέχεσαινα δέχεστε, να δεχόσαστε
να δέχεταινα δέχονται
Aoristνα δεχθώ, να δεχτώνα δεχθούμε, να δεχτούμε
να δεχθείς, να δεχτείςνα δεχθείτε, να δεχτείτε
να δεχθεί, να δεχτείνα δεχθούν(ε), να δεχτούν(ε)
Perfνα έχω δεχθεί
να έχω δεχτεί
να έχουμε δεχθεί
να έχουμε δεχτεί
να έχεις δεχθεί
να έχεις δεχτεί
να έχετε δεχθεί
να έχετε δεχτεί
να έχει δεχθεί
να έχει δεχτεί
να έχουν δεχθεί
να έχουν δεχτεί
Imper
ativ
Presδέχεστε
Aoristδέξουδεχθείτε, δεχτείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristδεχθεί, δεχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιάνωπιάνουμε, πιάνομεπιάνομαιπιανόμαστε
πιάνειςπιάνετεπιάνεσαιπιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνειπιάνουν(ε)πιάνεταιπιάνονται
Imper
fekt
έπιαναπιάναμεπιανόμουν(α)πιανόμαστε, πιανόμασταν
έπιανεςπιάνατεπιανόσουν(α)πιανόσαστε, πιανόσασταν
έπιανεέπιαναν, πιάναν(ε)πιανόταν(ε)πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aoristέπιασαπιάσαμεπιάστηκαπιαστήκαμε
έπιασεςπιάσατεπιάστηκεςπιαστήκατε
έπιασεέπιασαν, πιάσαν(ε)πιάστηκεπιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιάσει
έχω πιασμένο
έχουμε πιάσει
έχουμε πιασμένο
έχω πιαστεί
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιάσει
έχεις πιασμένο
έχετε πιάσει
έχετε πιασμένο
έχεις πιαστεί
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιάσει
έχει πιασμένο
έχουν πιάσει
έχουν πιασμένο
έχει πιαστεί
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιάσει
είχα πιασμένο
είχαμε πιάσει
είχαμε πιασμένο
είχα πιαστεί
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιάσει
είχες πιασμένο
είχατε πιάσει
είχατε πιασμένο
είχες πιαστεί
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιάσει
είχε πιασμένο
είχαν πιάσει
είχαν πιασμένο
είχε πιαστεί
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιάνωθα πιάνουμεθα πιάνομαιθα πιανόμαστε
θα πιάνειςθα πιάνετεθα πιάνεσαιθα πιάνεστε
θα πιανόσαστε
θα πιάνειθα πιάνουνθα πιάνεταιθα πιάνονται
Fut
ur
θα πιάσωθα πιάσουμεθα πιαστώθα πιαστούμε
θα πιάσειςθα πιάσετεθα πιαστείςθα πιαστείτε
θα πιάσειθα πιάσουνθα πιαστείθα πιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιάσει
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει
θα έχουμε πιασμένο
θα έχω πιαστεί
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί
θα είμαστε πιασμένοι, -ες
θα έχεις πιάσει
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει
θα έχετε πιασμένο
θα έχεις πιαστεί
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιάσει
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει
θα έχουν πιασμένο
θα έχει πιαστεί
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιάνωνα πιάνουμενα πιάνομαινα πιανόμαστε
να πιάνειςνα πιάνετενα πιάνεσαινα πιάνεστε
να πιανόσαστε
να πιάνεινα πιάνουννα πιάνεταινα πιάνονται
Aoristνα πιάσωνα πιάσουμενα πιαστώνα πιαστούμε
να πιάσειςνα πιάσετενα πιαστείςνα πιαστείτε
να πιάσεινα πιάσουννα πιαστείνα πιαστούν(ε)
Perfνα έχω πιάσει
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει
να έχουμε πιασμένο
να έχω πιαστεί
να είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί
να είμαστε πιασμένοι, -ες
να έχεις πιάσει
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει
να έχετε πιασμένο
να έχεις πιαστεί
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί
να είστε πιασμένοι, -ες
να έχει πιάσει
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει
να έχουν πιασμένο
να έχει πιαστεί
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπιάνεπιάνετεπιάνεστε
Aoristπιάσεπιάσετε, πιάστεπιάσουπιαστείτε
Part
izip
Presπιάνοντας
Perfέχοντας πιάσει
έχοντας πιασμένο
πιασμένος, -η, -οπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιάσειπιαστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
περιλαβαίνω, perilambano">περιλαμβάνωπεριλαβαίνουμε, περιλαβαίνομε
περιλαβαίνειςπεριλαβαίνετε
περιλαβαίνειπεριλαβαίνουν(ε)
Imper
fekt
περιλάβαιναπεριλαβαίναμε
περιλάβαινεςπεριλαβαίνατε
περιλάβαινεπεριλάβαιναν, περιλαβαίναν(ε)
Aoristπερίλαβαπεριλάβαμε
περίλαβεςπεριλάβατε
περίλαβεπερίλαβαν, περιλάβαν(ε)
Per
fekt
έχω περιλάβειέχουμε περιλάβει
έχεις περιλάβειέχετε περιλάβει
έχει περιλάβειέχουν περιλάβει
Plu
per
fekt
είχα περιλάβειείχαμε περιλάβει
είχες περιλάβειείχατε περιλάβει
είχε περιλάβειείχαν περιλάβει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα περιλαβαίνωθα περιλαβαίνουμε, θα περιλαβαίνομε
θα περιλαβαίνειςθα περιλαβαίνετε
θα περιλαβαίνειθα περιλαβαίνουν(ε)
Fut
ur
θα περιλάβωθα περιλάβουμε, θα περιλάβομε
θα περιλάβειςθα περιλάβετε
θα περιλάβειθα περιλάβουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω περιλάβειθα έχουμε περιλάβει
θα έχεις περιλάβειθα έχετε περιλάβει
θα έχει περιλάβειθα έχουν περιλάβει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να περιλαβαίνωνα περιλαβαίνουμε, να περιλαβαίνομε
να περιλαβαίνειςνα περιλαβαίνετε
να περιλαβαίνεινα περιλαβαίνουν(ε)
Aoristνα περιλάβωνα περιλάβουμε, να περιλάβομε
να περιλάβειςνα περιλάβετε
να περιλάβεινα περιλάβουν(ε)
Perfνα έχω περιλάβεινα έχουμε περιλάβει
να έχεις περιλάβεινα έχετε περιλάβει
να έχει περιλάβεινα έχουν περιλάβει
Imper
ativ
Presπεριλάβαινεπεριλαβαίνετε
Aoristπερίλαβεπεριλάβετε
Part
izip
Presπεριλαβαίνοντας
Perfέχοντας περιλάβει
InfinAoristπεριλάβει



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χωράω, χωρώχωράμε, χωρούμε
χωράςχωράτε
χωράει, χωράχωράν(ε), χωρούν(ε)
Imper
fekt
χωρούσα, χώραγαχωρούσαμε, χωράγαμε
χωρούσες, χώραγεςχωρούσατε, χωράγατε
χωρούσε, χώραγεχωρούσαν(ε), χώραγαν, χωράγανε
Aoristχώρεσαχωρέσαμε
χώρεσεςχωρέσατε
χώρεσεχώρεσαν, χωρέσαν(ε)
Perf
ekt
έχω χωρέσειέχουμε χωρέσει
έχεις χωρέσειέχετε χωρέσει
έχει χωρέσειέχουν χωρέσει
Plu
perf
ekt
είχα χωρέσειείχαμε χωρέσει
είχες χωρέσειείχατε χωρέσει
είχε χωρέσειείχαν χωρέσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χωράω, θα χωρώθα χωράμε, θα χωρούμε
θα χωράςθα χωράτε
θα χωράει, θα χωράθα χωράν(ε), θα χωρούν(ε)
Fut
ur
θα χωρέσωθα χωρέσουμε, θα χωρέσομε
θα χωρέσειςθα χωρέσετε
θα χωρέσειθα χωρέσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χωρέσειθα έχουμε χωρέσει
θα έχεις χωρέσειθα έχετε χωρέσει
θα έχει χωρέσειθα έχουν χωρέσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χωράω, να χωρώνα χωράμε, να χωρούμε
να χωράςνα χωράτε
να χωράει, να χωράνα χωράν(ε), να χωρούν(ε)
Aoristνα χωρέσωνα χωρέσουμε, να χωρέσομε
να χωρέσειςνα χωρέσετε
να χωρέσεινα χωρέσουν(ε)
Perfνα έχω χωρέσεινα έχουμε χωρέσει
να έχεις χωρέσεινα έχετε χωρέσει
να έχει χωρέσεινα έχουν χωρέσει
Imper
ativ
Presχώρα, χώραγεχωράτε
Aoristχώρεσε, χώραχωρέστε
Part
izip
Presχωρώντας
Perfέχοντας χωρέσει
InfinAoristχωρέσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback