einbauen
 Verb

εντοιχίζω Verb
(0)
προσθέτω Verb
(0)
τοποθετώ Verb
(0)
εγκαθιστώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich lasse Glaswände einbauen.Θα βάλω τζάμια παντού.

Übersetzung nicht bestätigt

Nun würde ich gern eine neue und moderne Arbeit einbauen.Θα ήθελα να συμπεριλάβω ένα νέο και σύγχρονο έργο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir möchten die Maschine schnell nach St. Louis bringen, damit wir die notwendigen Modifikationen und die Tanks einbauen können...Περίφημα. Ανυπομονούμε να πάμε το αεροπλάνο στο Σεν Λούις. Ώστε να αρχίσουμε τις αναγκαίες αλλαγές.

Übersetzung nicht bestätigt

Rechts von der Straße einbauen. Zweites MG...Στη δεξιά μεριά του δρόμου.

Übersetzung nicht bestätigt

Und auch ein Chefingenieur kann keine Ventilfeder einbauen, wenn er keine hat!2): Δεν μπορεις να αλλαξεις κατι, οταν δεν το εχεις!

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προσθέτωπροσθέτουμε, προσθέτομεπροστίθεμαιπροστιθέμεθα
προσθέτειςπροσθέτετεπροστίθεσαιπροστίθεσθε
προσθέτειπροσθέτουν(ε)προστίθεταιπροστίθενται
Imper
fekt
πρόσθεταπροσθέταμε
πρόσθετεςπροσθέτατε
πρόσθετεπρόσθεταν, προσθέταν(ε)προστίθετοπροστίθεντο
Aoristπρόσθεσαπροσθέσαμεπροστέθηκαπροστεθήκαμε
πρόσθεσεςπροσθέσατεπροστέθηκεςπροστεθήκατε
πρόσθεσεπρόσθεσαν, προσθέσαν(ε)προστέθηκεπροστέθηκαν, προστεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προσθέσειέχουμε προσθέσειέχω προστεθείέχουμε προστεθεί
έχεις προσθέσειέχετε προσθέσειέχεις προστεθείέχετε προστεθεί
έχει προσθέσειέχουν προσθέσειέχει προστεθείέχουν προστεθεί
Plu
per
fekt
είχα προσθέσειείχαμε προσθέσειείχα προστεθείείχαμε προστεθεί
είχες προσθέσειείχατε προσθέσειείχες προστεθείείχατε προστεθεί
είχε προσθέσειείχαν προσθέσειείχε προστεθείείχαν προστεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προσθέτωθα προσθέτουμε, θα προσθέτομεθα προστίθεμαιθα προστιθέμεθα
θα προσθέτειςθα προσθέτετεθα προστίθεσαιθα προστίθεσθε
θα προσθέτειθα προσθέτουν(ε)θα προστίθεταιθα προστίθενται
Fut
ur
θα προσθέσωθα προσθέσουμε, θα προσθέσομεθα προστεθώθα προστεθούμε
θα προσθέσειςθα προσθέσετεθα προστεθείςθα προστεθείτε
θα προσθέσειθα προσθέσουν(ε)θα προστεθείθα προστεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προσθέσειθα έχουμε προσθέσειθα έχω προστεθείθα έχουμε προστεθεί
θα έχεις προσθέσειθα έχετε προσθέσειθα έχεις προστεθείθα έχετε προστεθεί
θα έχει προσθέσειθα έχουν προσθέσειθα έχει προστεθείθα έχουν προστεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προσθέτωνα προσθέτουμε, να προσθέτομενα προστίθεμαινα προστιθέμεθα
να προσθέτειςνα προσθέτετενα προστίθεσαινα προστίθεσθε
να προσθέτεινα προσθέτουν(ε)να προστίθεταινα προστίθενται
Aoristνα προσθέσωνα προσθέσουμε, να προσθέσομενα προστεθώνα προστεθούμε
να προσθέσειςνα προσθέσετενα προστεθείςνα προστεθείτε
να προσθέσεινα προσθέσουν(ε)να προστεθείνα προστεθούν(ε)
Perfνα έχω προσθέσεινα έχουμε προσθέσεινα έχω προστεθείνα έχουμε προστεθεί
να έχεις προσθέσεινα έχετε προσθέσεινα έχεις προστεθείνα έχετε προστεθεί
να έχει προσθέσεινα έχουν προσθέσεινα έχει προστεθείνα έχουν προστεθεί
Imper
ativ
Presπρόσθετεπροσθέτετεπροστίθεσθε
Aoristπρόσθεσεπροσθέσετε, προσθέστεπροσθέσουπροστεθείτε
Part
izip
Presπροσθέτοντας
Perfέχοντας προσθέσει
InfinAoristπροσθέσειπροστεθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τοποθετώτοποθετούμετοποθετούμαιτοποθετούμαστε
τοποθετείςτοποθετείτετοποθετείσαιτοποθετείστε
τοποθετείτοποθετούν(ε)τοποθετείταιτοποθετούνται
Imper
fekt
τοποθετούσατοποθετούσαμετοποθετούμουντοποθετούμαστε
τοποθετούσεςτοποθετούσατε
τοποθετούσετοποθετούσαν(ε)τοποθετούνταν, τοποθετείτοτοποθετούνταν, τοποθετούντο
Aoristτοποθέτησατοποθετήσαμετοποθετήθηκατοποθετηθήκαμε
τοποθέτησεςτοποθετήσατετοποθετήθηκεςτοποθετηθήκατε
τοποθέτησετοποθέτησαν, τοποθετήσαν(ε)τοποθετήθηκετοποθετήθηκαν, τοποθετηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω τοποθετήσει
έχω τοποθετημένο
έχουμε τοποθετήσει
έχουμε τοποθετημένο
έχω τοποθετηθεί
είμαι τοποθετημένος, -η
έχουμε τοποθετηθεί
είμαστε τοποθετημένοι, -ες
έχεις τοποθετήσει
έχεις τοποθετημένο
έχετε τοποθετήσει
έχετε τοποθετημένο
έχεις τοποθετηθεί
είσαι τοποθετημένος, -η
έχετε τοποθετηθεί
είστε τοποθετημένοι, -ες
έχει τοποθετήσει
έχει τοποθετημένο
έχουν τοποθετήσει
έχουν τοποθετημένο
έχει τοποθετηθεί
είναι τοποθετημένος, -η, -ο
έχουν τοποθετηθεί
είναι τοποθετημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα τοποθετήσει
είχα τοποθετημένο
είχαμε τοποθετήσει
είχαμε τοποθετημένο
είχα τοποθετηθεί
ήμουν τοποθετημένος, -η
είχαμε τοποθετηθεί
ήμαστε τοποθετημένοι, -ες
είχες τοποθετήσει
είχες τοποθετημένο
είχατε τοποθετήσει
είχατε τοποθετημένο
είχες τοποθετηθεί
ήσουν τοποθετημένος, -η
είχατε τοποθετηθεί
ήσαστε τοποθετημένοι, -ες
είχε τοποθετήσει
είχε τοποθετημένο
είχαν τοποθετήσει
είχαν τοποθετημένο
είχε τοποθετηθεί
ήταν τοποθετημένος, -η, -ο
είχαν τοποθετηθεί
ήταν τοποθετημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τοποθετώθα τοποθετούμεθα τοποθετούμαιθα τοποθετούμαστε
θα τοποθετείςθα τοποθετείτεθα τοποθετείσαιθα τοποθετείστε
θα τοποθετείθα τοποθετούν(ε)θα τοποθετείταιθα τοποθετούνται
Fut
ur
θα τοποθετήσωθα τοποθετήσουμεθα τοποθετηθώθα τοποθετηθούμε
θα τοποθετήσειςθα τοποθετήσετεθα τοποθετηθείςθα τοποθετηθείτε
θα τοποθετήσειθα τοποθετήσουν(ε)θα τοποθετηθείθα τοποθετηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τοποθετήσει
θα έχω τοποθετημένο
θα έχουμε τοποθετήσει
θα έχουμε τοποθετημένο
θα έχω τοποθετηθεί
θα είμαι τοποθετημένος, -η
θα έχουμε τοποθετηθεί
θα είμαστε τοποθετημένοι, -ες
θα έχεις τοποθετήσει
θα έχεις τοποθετημένο
θα έχετε τοποθετήσει
θα έχετε τοποθετημένο
θα έχεις τοποθετηθεί
θα είσαι τοποθετημένος, -η
θα έχετε τοποθετηθεί
θα είστε τοποθετημένοι, -η
θα έχει τοποθετήσει
θα έχει τοποθετημένο
θα έχουν τοποθετήσει
θα έχουν τοποθετημένο
θα έχει τοποθετηθεί
θα είναι τοποθετημένος, -η, -ο
θα έχουν τοποθετηθεί
θα είναι τοποθετημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τοποθετώνα τοποθετούμενα τοποθετούμαινα τοποθετούμαστε
να τοποθετείςνα τοποθετείτενα τοποθετείσαινα τοποθετείστε
να τοποθετείνα τοποθετούν(ε)να τοποθετείταινα τοποθετούνται
Aoristνα τοποθετήσωνα τοποθετήσουμε, να τοποθετήσομενα τοποθετηθώνα τοποθετηθούμε
να τοποθετήσειςνα τοποθετήσετενα τοποθετηθείςνα τοποθετηθείτε
να τοποθετήσεινα τοποθετήσουν(ε)να τοποθετηθείνα τοποθετηθούν(ε)
Perfνα έχω τοποθετήσει
να έχω τοποθετημένο
να έχουμε τοποθετήσει
να έχουμε τοποθετημένο
να έχω τοποθετηθεί
να είμαι τοποθετημένος, -η
να έχουμε τοποθετηθεί
να είμαστε τοποθετημένοι, -ες
να έχεις τοποθετήσει
να έχεις τοποθετημένο
να έχετε τοποθετήσει
να έχετε τοποθετημένο
να έχεις τοποθετηθεί
να είσαι τοποθετημένος, -η
να έχετε τοποθετηθεί
να είστε τοποθετημένοι, -ες
να έχει τοποθετήσει
να έχει τοποθετημένο
να έχουν τοποθετήσει
να έχουν τοποθετημένο
να έχει τοποθετηθεί
να είναι τοποθετημένος, -η, -ο
να έχουν τοποθετηθεί
να είναι τοποθετημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτοποθετείτετοποθετείστε
Aoristτοποθέτησετοποθετήστε, τοποθετήσετετοποθετήσουτοποθετηθείτε
Part
izip
Presτοποθετώντας
Perfέχοντας τοποθετήσει, έχοντας τοποθετημένοτοποθετημένος, -η, -οτοποθετημένοι, -ες, -α
InfinAoristτοποθετήσειτοποθετηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγκαθιστώεγκαθιστούμεεγκαθίσταμαι(εγκαθιστάμεθα)
εγκαθιστάςεγκαθιστάτεεγκαθίστασαι(εγκαθίστασθε)
εγκαθιστάεγκαθιστούν(ε)εγκαθίσταταιεγκαθίστανται
Imper
fekt
εγκαθιστούσαεγκαθιστούσαμε
εγκαθιστούσεςεγκαθιστούσατε
εγκαθιστούσεεγκαθιστούσαν(ε)εγκαθίστατοεγκαθίσταντο
Aoristεγκατέστησαεγκαταστήσαμεεγκαταστάθηκαεγκατασταθήκαμε
εγκατέστησεςεγκαταστήσατεεγκαταστάθηκεςεγκατασταθήκατε
εγκατέστησεεγκατέστησαν, εγκαταστήσαν(ε)εγκαταστάθηκεεγκαταστάθηκαν, εγκατασταθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω εγκαταστήσειέχουμε εγκαταστήσειέχω εγκατασταθεί
είμαι εγκατεστημένος, -η
έχουμε εγκατασταθεί
είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
έχεις εγκαταστήσειέχετε εγκαταστήσειέχεις εγκατασταθεί
είσαι εγκατεστημένος, -η
έχετε εγκατασταθεί
είστε εγκατεστημένοι, -ες
έχει εγκαταστήσειέχουν εγκαταστήσειέχει εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
έχουν εγκατασταθεί
είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα εγκαταστήσειείχαμε εγκαταστήσειείχα εγκατασταθεί
ήμουν εγκατεστημένος, -η
είχαμε εγκατασταθεί
ήμαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχες εγκαταστήσειείχατε εγκαταστήσειείχες εγκατασταθεί
ήσουν εγκατεστημένος, -η
είχατε εγκατασταθεί
ήσαστε εγκατεστημένοι, -ες
είχε εγκαταστήσειείχαν εγκαταστήσειείχε εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένος, -η, -ο
είχαν εγκατασταθεί
ήταν εγκατεστημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγκαθιστώθα εγκαθιστούμεθα εγκαθίσταμαι(θα εγκαθιστάμεθα)
θα εγκαθιστάςθα εγκαθιστάτεθα εγκαθίστασαι(θα εγκαθίστασθε)
θα εγκαθιστάθα εγκαθιστούν(ε)θα εγκαθίσταταιθα εγκαθίστανται
Fut
ur
θα εγκαταστήσωθα εγκαταστήσουμε, θα εγκαταστήσομεθα εγκατασταθώθα εγκατασταθούμε
θα εγκαταστήσειςθα εγκαταστήσετεθα εγκατασταθείςθα εγκατασταθείτε
θα εγκαταστήσειθα εγκαταστήσουν(ε)θα εγκατασταθείθα εγκατασταθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγκαταστήσειθα έχουμε εγκαταστήσει θα έχω εγκατασταθεί
θα είμαι εγκατεστημένος, -η
θα έχουμε εγκατασταθεί
θα είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχεις εγκαταστήσειθα έχετε εγκαταστήσειθα έχεις εγκατασταθεί
θα είσαι εγκατεστημένος, -η
θα έχετε εγκατασταθεί
θα είστε εγκατεστημένοι, -ες
θα έχει εγκαταστήσειθα έχουν εγκαταστήσειθα έχει εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
θα έχουν εγκατασταθεί
θα είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγκαθιστώνα εγκαθιστούμενα εγκαθίσταμαι(να εγκαθιστάμεθα)
να εγκαθιστάςνα εγκαθιστάτενα εγκαθίστασαι(να εγκαθίστασθε)
να εγκαθιστάνα εγκαθιστούν(ε)να εγκαθίσταταινα εγκαθίστανται
Aoristνα εγκαταστήσωνα εγκαταστήσουμε, να εγκαταστήσομενα εγκατασταθώνα εγκατασταθούμε
να εγκαταστήσειςνα εγκαταστήσετενα εγκατασταθείςνα εγκατασταθείτε
να εγκαταστήσεινα εγκαταστήσουν(ε)να εγκατασταθείνα εγκατασταθούν(ε)
Perfνα έχω εγκαταστήσεινα έχουμε εγκαταστήσεινα έχω εγκατασταθεί
να είμαι εγκατεστημένος, -η
να έχουμε εγκατασταθεί
να είμαστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχεις εγκαταστήσεινα έχετε εγκαταστήσεινα έχεις εγκατασταθεί
να είσαι εγκατεστημένος, -η
να έχετε εγκατασταθεί
να είστε εγκατεστημένοι, -ες
να έχει εγκαταστήσεινα έχουν εγκαταστήσεινα έχει εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένος, -η, -ο
να έχουν εγκατασταθεί
να είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεγκαθιστάτε(εγκαθιστάσθε)
Aoristεγκατάστησεεγκαταστήστε, εγκαταστήσετεεγκαταστήσουεγκατασταθείτε
Part
izip
Presεγκαθιστώνταςεγκαθιστάμενος
Perfέχοντας εγκαταστήσειεγκατεστημένος, -η, -οεγκατεστημένοι, -ες, -α
InfinAoristεγκαταστήσειεγκατασταθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback