packen
 (ugs.)  Verb

πιάνω Verb
(1)
αρπάσσω Verb
(0)
αρπάζω Verb
(0)
συνεπαίρνω Verb
(0)
γραπώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Verstanden, Bremse packen.Ελήφθη. Το πιάνω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πιάνωπιάνουμε, πιάνομεπιάνομαιπιανόμαστε
πιάνειςπιάνετεπιάνεσαιπιάνεστε, πιανόσαστε
πιάνειπιάνουν(ε)πιάνεταιπιάνονται
Imper
fekt
έπιαναπιάναμεπιανόμουν(α)πιανόμαστε, πιανόμασταν
έπιανεςπιάνατεπιανόσουν(α)πιανόσαστε, πιανόσασταν
έπιανεέπιαναν, πιάναν(ε)πιανόταν(ε)πιάνονταν, πιανόντανε, πιανόντουσαν
Aoristέπιασαπιάσαμεπιάστηκαπιαστήκαμε
έπιασεςπιάσατεπιάστηκεςπιαστήκατε
έπιασεέπιασαν, πιάσαν(ε)πιάστηκεπιάστηκαν, πιαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πιάσει
έχω πιασμένο
έχουμε πιάσει
έχουμε πιασμένο
έχω πιαστεί
είμαι πιασμένος, -η
έχουμε πιαστεί
είμαστε πιασμένοι, -ες
έχεις πιάσει
έχεις πιασμένο
έχετε πιάσει
έχετε πιασμένο
έχεις πιαστεί
είσαι πιασμένος, -η
έχετε πιαστεί
είστε πιασμένοι, -ες
έχει πιάσει
έχει πιασμένο
έχουν πιάσει
έχουν πιασμένο
έχει πιαστεί
είναι πιασμένος, -η, -ο
έχουν πιαστεί
είναι πιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πιάσει
είχα πιασμένο
είχαμε πιάσει
είχαμε πιασμένο
είχα πιαστεί
ήμουν πιασμένος, -η
είχαμε πιαστεί
ήμαστε πιασμένοι, -ες
είχες πιάσει
είχες πιασμένο
είχατε πιάσει
είχατε πιασμένο
είχες πιαστεί
ήσουν πιασμένος, -η
είχατε πιαστεί
ήσαστε πιασμένοι, -ες
είχε πιάσει
είχε πιασμένο
είχαν πιάσει
είχαν πιασμένο
είχε πιαστεί
ήταν πιασμένος, -η, -ο
είχαν πιαστεί
ήταν πιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πιάνωθα πιάνουμεθα πιάνομαιθα πιανόμαστε
θα πιάνειςθα πιάνετεθα πιάνεσαιθα πιάνεστε
θα πιανόσαστε
θα πιάνειθα πιάνουνθα πιάνεταιθα πιάνονται
Fut
ur
θα πιάσωθα πιάσουμεθα πιαστώθα πιαστούμε
θα πιάσειςθα πιάσετεθα πιαστείςθα πιαστείτε
θα πιάσειθα πιάσουνθα πιαστείθα πιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πιάσει
θα έχω πιασμένο
θα έχουμε πιάσει
θα έχουμε πιασμένο
θα έχω πιαστεί
θα είμαι πιασμένος, -η
θα έχουμε πιαστεί
θα είμαστε πιασμένοι, -ες
θα έχεις πιάσει
θα έχεις πιασμένο
θα έχετε πιάσει
θα έχετε πιασμένο
θα έχεις πιαστεί
θα είσαι πιασμένος, -η
θα έχετε πιαστεί
θα είστε πιασμένοι, -ες
θα έχει πιάσει
θα έχει πιασμένο
θα έχουν πιάσει
θα έχουν πιασμένο
θα έχει πιαστεί
θα είναι πιασμένος, -η, -ο
θα έχουν πιαστεί
θα είναι πιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πιάνωνα πιάνουμενα πιάνομαινα πιανόμαστε
να πιάνειςνα πιάνετενα πιάνεσαινα πιάνεστε
να πιανόσαστε
να πιάνεινα πιάνουννα πιάνεταινα πιάνονται
Aoristνα πιάσωνα πιάσουμενα πιαστώνα πιαστούμε
να πιάσειςνα πιάσετενα πιαστείςνα πιαστείτε
να πιάσεινα πιάσουννα πιαστείνα πιαστούν(ε)
Perfνα έχω πιάσει
να έχω πιασμένο
να έχουμε πιάσει
να έχουμε πιασμένο
να έχω πιαστεί
να είμαι πιασμένος, -η
να έχουμε πιαστεί
να είμαστε πιασμένοι, -ες
να έχεις πιάσει
να έχεις πιασμένο
να έχετε πιάσει
να έχετε πιασμένο
να έχεις πιαστεί
να είσαι πιασμένος, -η
να έχετε πιαστεί
να είστε πιασμένοι, -ες
να έχει πιάσει
να έχει πιασμένο
να έχουν πιάσει
να έχουν πιασμένο
να έχει πιαστεί
να είναι πιασμένος, -η, -ο
να έχουν πιαστεί
να είναι πιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπιάνεπιάνετεπιάνεστε
Aoristπιάσεπιάσετε, πιάστεπιάσουπιαστείτε
Part
izip
Presπιάνοντας
Perfέχοντας πιάσει
έχοντας πιασμένο
πιασμένος, -η, -οπιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristπιάσειπιαστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρπάζωαρπάζουμε, αρπάζομεαρπάζομαιαρπαζόμαστε
αρπάζειςαρπάζετεαρπάζεσαιαρπάζεστε, αρπαζόσαστε
αρπάζειαρπάζουν(ε)αρπάζεταιαρπάζονται
Imper
fekt
άρπαζααρπάζαμεαρπαζόμουν(α)αρπαζόμαστε, αρπαζόμασταν
άρπαζεςαρπάζατεαρπαζόσουν(α)αρπαζόσαστε, αρπαζόσασταν
άρπαζεάρπαζαν, αρπάζαν(ε)αρπαζόταν(ε)αρπάζονταν, αρπαζόντανε, αρπαζόντουσαν
Aoristάρπαξααρπάξαμεαρπάχτηκααρπαχτήκαμε
άρπαξεςαρπάξατεαρπάχτηκεςαρπαχτήκατε
άρπαξεάρπαξαν, αρπάξαν(ε)αρπάχτηκεαρπάχτηκαν, αρπαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αρπάξειέχουμε αρπάξειέχω αρπαχτείέχουμε αρπαχτεί
έχεις αρπάξειέχετε αρπάξειέχεις αρπαχτείέχετε αρπαχτεί
έχει αρπάξειέχουν αρπάξειέχει αρπαχτείέχουν αρπαχτεί
Plu
per
fekt
είχα αρπάξειείχαμε αρπάξειείχα αρπαχτείείχαμε αρπαχτεί
είχες αρπάξειείχατε αρπάξειείχες αρπαχτείείχατε αρπαχτεί
είχε αρπάξειείχαν αρπάξειείχε αρπαχτείείχαν αρπαχτεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρπάζωθα αρπάζουμε, θα αρπάζομεθα αρπάζομαιθα αρπαζόμαστε
θα αρπάζειςθα αρπάζετεθα αρπάζεσαιθα αρπάζεστε, θα αρπαζόσαστε
θα αρπάζειθα αρπάζουν(ε)θα αρπάζεταιθα αρπάζονται
Fut
ur
θα αρπάξωθα αρπάξουμε, θα αρπάξομεθα αρπαχτώθα αρπαχτούμε
θα αρπάξειςθα αρπάξετεθα αρπαχτείςθα αρπαχτείτε
θα αρπάξειθα αρπάξουν(ε)θα αρπαχτείθα αρπαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρπάξειθα έχουμε αρπάξειθα έχω αρπαχτείθα έχουμε αρπαχτεί
θα έχεις αρπάξειθα έχετε αρπάξειθα έχεις αρπαχτείθα έχετε αρπαχτεί
θα έχει αρπάξειθα έχουν αρπάξειθα έχει αρπαχτείθα έχουν αρπαχτεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρπάζωνα αρπάζουμε, να αρπάζομενα αρπάζομαινα αρπαζόμαστε
να αρπάζειςνα αρπάζετενα αρπάζεσαινα αρπάζεστε, να αρπαζόσαστε
να αρπάζεινα αρπάζουν(ε)να αρπάζεταινα αρπάζονται
Aoristνα αρπάξωνα αρπάξουμε, να αρπάξομενα αρπαχτώνα αρπαχτούμε
να αρπάξειςνα αρπάξετενα αρπαχτείςνα αρπαχτείτε
να αρπάξεινα αρπάξουν(ε)να αρπαχτείνα αρπαχτούν(ε)
Perfνα έχω αρπάξεινα έχουμε αρπάξεινα έχω αρπαχτείνα έχουμε αρπαχτεί
να έχεις αρπάξεινα έχετε αρπάξεινα έχεις αρπαχτείνα έχετε αρπαχτεί
να έχει αρπάξεινα έχουν αρπάξεινα έχει αρπαχτείνα έχουν αρπαχτεί
Imper
ativ
Presάρπαζεαρπάζετεαρπάζεστε
Aoristάρπαξεαρπάξτε, αρπάχτεαρπάξουαρπαχτείτε
Part
izip
Presαρπάζοντας
Perfέχοντας αρπάξειαρπαγμένος, -η, -οαρπαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristαρπάξειαρπαχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback