zusammenklappen
 Verb

μαζεύω Verb
(0)
κλείνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Eine falsche Bewegung und alles konnte zusammenklappen.Με κάθε κίνηση, μπορούσε να πέσει κάτι άλλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Und dann die Sache mit der modularen Bauweise der Kisten, wie das bedeutet, dass man eine zusammenklappen und in die andere mit rein nehmen könnte.Και μετά το κομάτι για την modular σχεδίαση των φερέτρων... καιπως αυτό σήμαινε ότι μπορείς να το διπλώσεις και να το πάρεις πίσω μέσα στο άλλο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann jetzt nicht zusammenklappen.Δεν με παίρνει να καταρρεύσω τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, sie werden von der Hitze angezogen, wenn ihnen kalt ist und da können sie ihre Rückenwirbel zusammenklappen, deshalb können sie sich durch einen Ritz drücken, wenn sie dazu entschlossen sind.Ναι, τους έλκει η θερμότητα... όταν κρυώνουν, συν το ότι, έχουν αναδιπλούμενους σπόνδυλους ή κάτι τέτοιο... κι έτσι μπορούν να περάσουν από μια μικρή χαραμάδα αν είναι αποφασισμένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ja, sie werden von der Hitze angezogen, wenn ihnen kalt ist und da können sie ihre Rückenwirbel zusammenklappen, deshalb können sie sich durch einen Ritz drücken, wenn sie dazu entschlossen sind.Τους προσελκύει η ζέστη. Μπορούν να περάσουν μέσα από μια ρωγμή τόση δα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαζεύωμαζεύουμε, μαζεύομεμαζεύομαιμαζευόμαστε
μαζεύειςμαζεύετεμαζεύεσαιμαζεύεστε, μαζευόσαστε
μαζεύειμαζεύουν(ε)μαζεύεταιμαζεύονται
Imper
fekt
μάζευαμαζεύαμεμαζευόμουν(α)μαζευόμαστε, μαζευόμασταν
μάζευεςμαζεύατεμαζευόσουν(α)μαζευόσαστε, μαζευόσασταν
μάζευεμάζευαν, μαζεύαν(ε)μαζευόταν(ε)μαζεύονταν, μαζευόντανε, μαζευόντουσαν
Aoristμάζεψαμαζέψαμεμαζεύτηκαμαζευτήκαμε
μάζεψεςμαζέψατεμαζεύτηκεςμαζευτήκατε
μάζεψεμάζεψαν, μαζέψαν(ε)μαζεύτηκεμαζεύτηκαν, μαζευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαζέψει
έχω μαζεμένο
έχουμε μαζέψει
έχουμε μαζεμένο
έχω μαζευτεί
είμαι μαζεμένος, -η
έχουμε μαζευτεί
είμαστε μαζεμένοι, -ες
έχεις μαζέψει
έχεις μαζεμένο
έχετε μαζέψει
έχετε μαζεμένο
έχεις μαζευτεί
είσαι μαζεμένος, -η
έχετε μαζευτεί
είστε μαζεμένοι, -ες
έχει μαζέψει
έχει μαζεμένο
έχουν μαζέψει
έχουν μαζεμένο
έχει μαζευτεί
είναι μαζεμένος, -η, -ο
έχουν μαζευτεί
είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαζέψει
είχα μαζεμένο
είχαμε μαζέψει
είχαμε μαζεμένο
είχα μαζευτεί
ήμουν μαζεμένος, -η
είχαμε μαζευτεί
ήμαστε μαζεμένοι, -ες
είχες μαζέψει
είχες μαζεμένο
είχατε μαζέψει
είχατε μαζεμένο
είχες μαζευτεί
ήσουν μαζεμένος, -η
είχατε μαζευτεί
ήσαστε μαζεμένοι, -ες
είχε μαζέψει
είχε μαζεμένο
είχαν μαζέψει
είχαν μαζεμένο
είχε μαζευτεί
ήταν μαζεμένος, -η, -ο
είχαν μαζευτεί
ήταν μαζεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαζεύωθα μαζεύουμε, θα μαζεύομεθα μαζεύομαιθα μαζευόμαστε
θα μαζεύειςθα μαζεύετεθα μαζεύεσαιθα μαζεύεστε, θα μαζευόσαστε
θα μαζεύειθα μαζεύουν(ε)θα μαζεύεταιθα μαζεύονται
Fut
ur
θα μαζέψωθα μαζέψουμε, θα μαζέψομεθα μαζευτώθα μαζευτούμε
θα μαζέψειςθα μαζέψετεθα μαζευτείςθα μαζευτείτε
θα μαζέψειθα μαζέψουν(ε)θα μαζευτείθα μαζευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαζέψει
θα έχω μαζεμένο
θα έχουμε μαζέψει
θα έχουμε μαζεμένο
θα έχω μαζευτεί
θα είμαι μαζεμένος, -η
θα έχουμε μαζευτεί
θα είμαστε μαζεμένοι, -ες
θα έχεις μαζέψει
θα έχεις μαζεμένο
θα έχετε μαζέψει
θα έχετε μαζεμένο
θα έχεις μαζευτεί
θα είσαι μαζεμένος, -η
θα έχετε μαζευτεί
θα είστε μαζεμένοι, -ες
θα έχει μαζέψει
θα έχει μαζεμένο
θα έχουν μαζέψει
θα έχουν μαζεμένο
θα έχει μαζευτεί
θα είναι μαζεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαζευτεί
θα είναι μαζεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαζεύωνα μαζεύουμε, να μαζεύομενα μαζεύομαινα μαζευόμαστε
να μαζεύειςνα μαζεύετενα μαζεύεσαινα μαζεύεστε, να μαζευόσαστε
να μαζεύεινα μαζεύουν(ε)να μαζεύεταινα μαζεύονται
Aoristνα μαζέψωνα μαζέψουμε, να μαζέψομενα μαζευτώνα μαζευτούμε
να μαζέψειςνα μαζέψετενα μαζευτείςνα μαζευτείτε
να μαζέψεινα μαζέψουν(ε)να μαζευτείνα μαζευτούν(ε)
Perfνα έχω μαζέψει
να έχω μαζεμένο
να έχουμε μαζέψει
να έχουμε μαζεμένο
να έχω μαζευτεί
να είμαι μαζεμένος, -η
να έχουμε μαζευτεί
να είμαστε μαζεμένοι, -ες
να έχεις μαζέψει
να έχεις μαζεμένο
να έχετε μαζέψει
να έχετε μαζεμένο
να έχεις μαζευτεί
να είσαι μαζεμένος, -η
να έχετε μαζευτεί
να είστε μαζεμένοι, -ες
να έχει μαζέψει
να έχει μαζεμένο
να έχουν μαζέψει
να έχουν μαζεμένο
να έχει μαζευτεί
να είναι μαζεμένος, -η, -ο
να έχουν μαζευτεί
να είναι μαζεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμάζευεμαζεύετεμαζεύεστε
Aoristμάζεψεμαζέψτε, μαζεύτεμαζέψουμαζευτείτε
Part
izip
Presμαζεύοντας
Perfέχοντας μαζέψει, έχοντας μαζεμένομαζεμένος, -η, -ομαζεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαζέψειμαζευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback