knicken
 Verb

διπλώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wer ein Omelette machen will, muss ein paar Eier knicken.Δεν μπορείς να κάνεις ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αυγά.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Arbeiter sind bereit für die Macht, die Akkordarbeit kannst du knicken.Οι εργάτες είναι έτοιμοι για εξουσία ξέχνα τη δουλειά με το κομμάτι. Οι εργάτες;

Übersetzung nicht bestätigt

Den Farn nicht knicken! Aufplustern!Μην το γέρνεις, το θέλω αφράτο!

Übersetzung nicht bestätigt

Banausen... sie versuchen mich zu knicken, mich so weit zu bringen, dass ich meinen Pinsel zerbreche, aus dem Fenster springe.Οι ηλίθιοι! Προσπαθούν να με συνθλίψουν, να με κάνουν να σπάσω τα πινέλα να πηδήξω απ'το παράθυρο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie ihn knicken, werden Sie gefeuert.Αν τον διπλώσεις, σε απολύουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διπλώνωδιπλώνουμε, διπλώνομεδιπλώνομαιδιπλωνόμαστε
διπλώνειςδιπλώνετεδιπλώνεσαιδιπλώνεστε, διπλωνόσαστε
διπλώνειδιπλώνουν(ε)διπλώνεταιδιπλώνονται
Imper
fekt
δίπλωναδιπλώναμεδιπλωνόμουν(α)διπλωνόμαστε, διπλωνόμασταν
δίπλωνεςδιπλώνατεδιπλωνόσουν(α)διπλωνόσαστε, διπλωνόσασταν
δίπλωνεδίπλωναν, διπλώναν(ε)διπλωνόταν(ε)διπλώνονταν, διπλωνόντανε, διπλωνόντουσαν
Aoristδίπλωσαδιπλώσαμεδιπλώθηκαδιπλωθήκαμε
δίπλωσεςδιπλώσατεδιπλώθηκεςδιπλωθήκατε
δίπλωσεδίπλωσαν, διπλώσαν(ε)διπλώθηκεδιπλώθηκαν, διπλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διπλώσει
έχω διπλωμένο
έχουμε διπλώσει
έχουμε διπλωμένο
έχω διπλωθεί
είμαι διπλωμένος, -η
έχουμε διπλωθεί
είμαστε διπλωμένοι, -ες
έχεις διπλώσει
έχεις διπλωμένο
έχετε διπλώσει
έχετε διπλωμένο
έχεις διπλωθεί
είσαι διπλωμένος, -η
έχετε διπλωθεί
είστε διπλωμένοι, -ες
έχει διπλώσει
έχει διπλωμένο
έχουν διπλώσει
έχουν διπλωμένο
έχει διπλωθεί
είναι διπλωμένος, -η, -ο
έχουν διπλωθεί
είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διπλώσει
είχα διπλωμένο
είχαμε διπλώσει
είχαμε διπλωμένο
είχα διπλωθεί
ήμουν διπλωμένος, -η
είχαμε διπλωθεί
ήμαστε διπλωμένοι, -ες
είχες διπλώσει
είχες διπλωμένο
είχατε διπλώσει
είχατε διπλωμένο
είχες διπλωθεί
ήσουν διπλωμένος, -η
είχατε διπλωθεί
ήσαστε διπλωμένοι, -ες
είχε διπλώσει
είχε διπλωμένο
είχαν διπλώσει
είχαν διπλωμένο
είχε διπλωθεί
ήταν διπλωμένος, -η, -ο
είχαν διπλωθεί
ήταν διπλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διπλώνωθα διπλώνουμε, θα διπλώνομεθα διπλώνομαιθα διπλωνόμαστε
θα διπλώνειςθα διπλώνετεθα διπλώνεσαιθα διπλώνεστε, θα διπλωνόσαστε
θα διπλώνειθα διπλώνουν(ε)θα διπλώνεταιθα διπλώνονται
Fut
ur
θα διπλώσωθα διπλώσουμε, θα διπλώσομεθα διπλωθώθα διπλωθούμε
θα διπλώσειςθα διπλώσετεθα διπλωθείςθα διπλωθείτε
θα διπλώσειθα διπλώσουνθα διπλωθείθα διπλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διπλώσει
θα έχω διπλωμένο
θα έχουμε διπλώσει
θα έχουμε διπλωμένο
θα έχω διπλωθεί
θα είμαι διπλωμένος, -η
θα έχουμε διπλωθεί
θα είμαστε διπλωμένοι, -ες
θα έχεις διπλώσει
θα έχεις διπλωμένο
θα έχετε διπλώσει
θα έχετε διπλωμένο
θα έχεις διπλωθεί
θα είσαι διπλωμένος, -η
θα έχετε διπλωθεί
θα είστε διπλωμένοι, -ες
θα έχει διπλώσει
θα έχει διπλωμένο
θα έχουν διπλώσει
θα έχουν διπλωμένο
θα έχει διπλωθεί
θα είναι διπλωμένος, -η, -ο
θα έχουν διπλωθεί
θα είναι διπλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διπλώνωνα διπλώνουμε, να διπλώνομενα διπλώνομαινα διπλωνόμαστε
να διπλώνειςνα διπλώνετενα διπλώνεσαινα διπλώνεστε, να διπλωνόσαστε
να διπλώνεινα διπλώνουν(ε)να διπλώνεταινα διπλώνονται
Aoristνα διπλώσωνα διπλώσουμε, να διπλώσομενα διπλωθώνα διπλωθούμε
να διπλώσειςνα διπλώσετενα διπλωθείςνα διπλωθείτε
να διπλώσεινα διπλώσουν(ε)να διπλωθείνα διπλωθούν(ε)
Perfνα έχω διπλώσει
να έχω διπλωμένο
να έχουμε διπλώσει
να έχουμε διπλωμένο
να έχω διπλωθεί
να είμαι διπλωμένος, -η
να έχουμε διπλωθεί
να είμαστε διπλωμένοι, -ες
να έχεις διπλώσει
να έχεις διπλωμένο
να έχετε διπλώσει
να έχετε διπλωμένο
να έχεις διπλωθεί
να είσαι διπλωμένος, -η
να έχετε διπλωθεί
να είστε διπλωμένοι, -ες
να έχει διπλώσει
να έχει διπλωμένο
να έχουν διπλώσει
να έχουν διπλωμένο
να έχει διπλωθεί
να είναι διπλωμένος, -η, -ο
να έχουν διπλωθεί
να είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδίπλωνεδιπλώνετεδιπλώνεστε
Aoristδίπλωσεδιπλώστε, διπλώσετεδιπλώσουδιπλωθείτε
Part
izip
Presδιπλώνοντας
Perfέχοντας διπλώσει, έχοντας διπλωμένοδιπλωμένος, -η, -οδιπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιπλώσειδιπλωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback