διπλώνω Verb  [diplono, thiplono, diplwnw]

  Verb
(4)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
klappen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu διπλώνω

διπλώνω διπλός + -ώνω altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δι- + -πλόος / -πλοῦς (βλ. altgriechisch διπλόω / διπλῶ διπλόος)


GriechischDeutsch
Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έγραψε έναν κατάλογο ρημάτων τυλίγω, τσαλακώνω, διπλώνω πάνω από εκατό, και όπως λέει, άρχισε να τα δοκιμάζει ένα-ένα με διάφορα υλικά.Er zog nach New York und stellte eine Liste an Verben zusammen, — rollen, zerknittern, falten — über hundert dieser Art und, wie er sagte, er begann, herumzuspielen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διπλώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διπλώνωδιπλώνουμε, διπλώνομεδιπλώνομαιδιπλωνόμαστε
διπλώνειςδιπλώνετεδιπλώνεσαιδιπλώνεστε, διπλωνόσαστε
διπλώνειδιπλώνουν(ε)διπλώνεταιδιπλώνονται
Imper
fekt
δίπλωναδιπλώναμεδιπλωνόμουν(α)διπλωνόμαστε, διπλωνόμασταν
δίπλωνεςδιπλώνατεδιπλωνόσουν(α)διπλωνόσαστε, διπλωνόσασταν
δίπλωνεδίπλωναν, διπλώναν(ε)διπλωνόταν(ε)διπλώνονταν, διπλωνόντανε, διπλωνόντουσαν
Aoristδίπλωσαδιπλώσαμεδιπλώθηκαδιπλωθήκαμε
δίπλωσεςδιπλώσατεδιπλώθηκεςδιπλωθήκατε
δίπλωσεδίπλωσαν, διπλώσαν(ε)διπλώθηκεδιπλώθηκαν, διπλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διπλώσει
έχω διπλωμένο
έχουμε διπλώσει
έχουμε διπλωμένο
έχω διπλωθεί
είμαι διπλωμένος, -η
έχουμε διπλωθεί
είμαστε διπλωμένοι, -ες
έχεις διπλώσει
έχεις διπλωμένο
έχετε διπλώσει
έχετε διπλωμένο
έχεις διπλωθεί
είσαι διπλωμένος, -η
έχετε διπλωθεί
είστε διπλωμένοι, -ες
έχει διπλώσει
έχει διπλωμένο
έχουν διπλώσει
έχουν διπλωμένο
έχει διπλωθεί
είναι διπλωμένος, -η, -ο
έχουν διπλωθεί
είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διπλώσει
είχα διπλωμένο
είχαμε διπλώσει
είχαμε διπλωμένο
είχα διπλωθεί
ήμουν διπλωμένος, -η
είχαμε διπλωθεί
ήμαστε διπλωμένοι, -ες
είχες διπλώσει
είχες διπλωμένο
είχατε διπλώσει
είχατε διπλωμένο
είχες διπλωθεί
ήσουν διπλωμένος, -η
είχατε διπλωθεί
ήσαστε διπλωμένοι, -ες
είχε διπλώσει
είχε διπλωμένο
είχαν διπλώσει
είχαν διπλωμένο
είχε διπλωθεί
ήταν διπλωμένος, -η, -ο
είχαν διπλωθεί
ήταν διπλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διπλώνωθα διπλώνουμε, θα διπλώνομεθα διπλώνομαιθα διπλωνόμαστε
θα διπλώνειςθα διπλώνετεθα διπλώνεσαιθα διπλώνεστε, θα διπλωνόσαστε
θα διπλώνειθα διπλώνουν(ε)θα διπλώνεταιθα διπλώνονται
Fut
ur
θα διπλώσωθα διπλώσουμε, θα διπλώσομεθα διπλωθώθα διπλωθούμε
θα διπλώσειςθα διπλώσετεθα διπλωθείςθα διπλωθείτε
θα διπλώσειθα διπλώσουνθα διπλωθείθα διπλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διπλώσει
θα έχω διπλωμένο
θα έχουμε διπλώσει
θα έχουμε διπλωμένο
θα έχω διπλωθεί
θα είμαι διπλωμένος, -η
θα έχουμε διπλωθεί
θα είμαστε διπλωμένοι, -ες
θα έχεις διπλώσει
θα έχεις διπλωμένο
θα έχετε διπλώσει
θα έχετε διπλωμένο
θα έχεις διπλωθεί
θα είσαι διπλωμένος, -η
θα έχετε διπλωθεί
θα είστε διπλωμένοι, -ες
θα έχει διπλώσει
θα έχει διπλωμένο
θα έχουν διπλώσει
θα έχουν διπλωμένο
θα έχει διπλωθεί
θα είναι διπλωμένος, -η, -ο
θα έχουν διπλωθεί
θα είναι διπλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διπλώνωνα διπλώνουμε, να διπλώνομενα διπλώνομαινα διπλωνόμαστε
να διπλώνειςνα διπλώνετενα διπλώνεσαινα διπλώνεστε, να διπλωνόσαστε
να διπλώνεινα διπλώνουν(ε)να διπλώνεταινα διπλώνονται
Aoristνα διπλώσωνα διπλώσουμε, να διπλώσομενα διπλωθώνα διπλωθούμε
να διπλώσειςνα διπλώσετενα διπλωθείςνα διπλωθείτε
να διπλώσεινα διπλώσουν(ε)να διπλωθείνα διπλωθούν(ε)
Perfνα έχω διπλώσει
να έχω διπλωμένο
να έχουμε διπλώσει
να έχουμε διπλωμένο
να έχω διπλωθεί
να είμαι διπλωμένος, -η
να έχουμε διπλωθεί
να είμαστε διπλωμένοι, -ες
να έχεις διπλώσει
να έχεις διπλωμένο
να έχετε διπλώσει
να έχετε διπλωμένο
να έχεις διπλωθεί
να είσαι διπλωμένος, -η
να έχετε διπλωθεί
να είστε διπλωμένοι, -ες
να έχει διπλώσει
να έχει διπλωμένο
να έχουν διπλώσει
να έχουν διπλωμένο
να έχει διπλωθεί
να είναι διπλωμένος, -η, -ο
να έχουν διπλωθεί
να είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδίπλωνεδιπλώνετεδιπλώνεστε
Aoristδίπλωσεδιπλώστε, διπλώσετεδιπλώσουδιπλωθείτε
Part
izip
Presδιπλώνοντας
Perfέχοντας διπλώσει, έχοντας διπλωμένοδιπλωμένος, -η, -οδιπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιπλώσειδιπλωθεί

















Griechische Definition zu διπλώνω

διπλώνω [δiplóno] -ομαι : 1. παίρνω τις δύο άκρες ενός κομματιού από ύφασμα, από χαρτί ή από άλλο παρόμοιο υλικό και τις ακουμπώ στις αντίστοιχες δύο άλλες άκρες, έτσι ώστε η μισή επιφάνειά του να καλύψει την υπόλοιπη: διπλώνω το γράμμα / το έγγραφο και το βάζω στο φάκελο. Σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα. || (παθ. για πρόσ.) λυγίζω πολύ το σώμα μου προς τα εμπρός: Διπλώθηκε (στα δύο) από τον πόνο / από το κρύο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback