klappen
 (ugs.)  Verb

κατεβάζω Verb
(0)
σηκώνω Verb
(0)
γυρίζω Verb
(0)
διπλώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nun, es es ist ein Kompliment, mir das alles anzubieten, aber es kann nicht klappen.Αυτό είναι... Είναι μια φιλοφρόνηση που μου προσφέρεις όλα αυτά, αλλά δεν μπορεί να γίνει.

Übersetzung nicht bestätigt

Wird es auch wirklich klappen?Θα πετύχει πραγματικά;

Übersetzung nicht bestätigt

Es könnte klappen! Einmal musst du doch recht haben!Μια φορά πρέπει να κάνεις κάτι σωστά.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn es klappen soll, muss ich's selbst machen!Για να γίνει κάτι σωστά πρέπει να το κάνω μόνος.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn es klappen soll, mach's lieber selbst!Ό,τι θέλεις να γίνεται σωστά, κάντο μόνος σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατεβάζωκατεβάζουμε, κατεβάζομε
κατεβάζειςκατεβάζετε
κατεβάζεικατεβάζουν(ε)
Imper
fekt
κατέβαζακατεβάζαμε
κατέβαζεςκατεβάζατε
κατέβαζεκατέβαζαν, κατεβάζαν(ε)
Aoristκατέβασα, katebaino">κατέβηκακατεβάσαμε
κατέβασεςκατεβάσατε
κατέβασεκατέβασαν, κατεβάσαν(ε)
Per
fekt
έχω κατεβάσειέχουμε κατεβάσει
έχεις κατεβάσειέχετε κατεβάσει
έχει κατεβάσειέχουν κατεβάσει
Plu
per
fekt
είχα κατεβάσειείχαμε κατεβάσει
είχες κατεβάσειείχατε κατεβάσει
είχε κατεβάσειείχαν κατεβάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατεβάζωθα κατεβάζουμε, θα κατεβάζομε
θα κατεβάζειςθα κατεβάζετε
θα κατεβάζειθα κατεβάζουν(ε)
Fut
ur
θα κατεβάσωθα κατεβάσουμε, θα κατεβάζομε
θα κατεβάσειςθα κατεβάσετε
θα κατεβάσειθα κατεβάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατεβάσειθα έχουμε κατεβάσει
θα έχεις κατεβάσειθα έχετε κατεβάσει
θα έχει κατεβάσειθα έχουν κατεβάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατεβάζωνα κατεβάζουμε, να κατεβάζομε
να κατεβάζειςνα κατεβάζετε
να κατεβάζεινα κατεβάζουν(ε)
Aoristνα κατεβάσωνα κατεβάσουμε, να κατεβάσομε
να κατεβάσειςνα κατεβάσετε
να κατεβάσεινα κατεβάσουν(ε)
Perfνα έχω κατεβάσεινα έχουμε κατεβάσει
να έχεις κατεβάσεινα έχετε κατεβάσει
να έχει κατεβάσεινα έχουν κατεβάσει
Imper
ativ
Presκατέβαζεκατεβάζετε
Aoristκατέβασεκατεβάστε
Part
izip
Presκατεβάζοντας
Perfέχοντας κατεβάσει
κατεβασμένος
InfinAoristκατεβάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σηκώνωσηκώνουμε, σηκώνομεσηκώνομαισηκωνόμαστε
σηκώνειςσηκώνετεσηκώνεσαισηκώνεστε, σηκωνόσαστε
σηκώνεισηκώνουν(ε)σηκώνεταισηκώνονται
Imper
fekt
σήκωνασηκώναμεσηκωνόμουν(α)σηκωνόμαστε, σηκωνόμασταν
σήκωνεςσηκώνατεσηκωνόσουν(α)σηκωνόσαστε, σηκωνόσασταν
σήκωνεσήκωνανσηκωνόταν(ε)σηκώνονταν, σηκωνόντανε, σηκωνόντουσαν
Aoristσήκωσασηκώσαμεσηκώθηκασηκωθήκαμε
σήκωσεςσηκώσατεσηκώθηκεςσηκωθήκατε
σήκωσεσήκωσαν, σηκώσαν(ε)σηκώθηκεσηκώθηκαν, σηκωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σηκώσει
έχω σηκωμένο
έχουμε σηκώσει
έχουμε σηκωμένο
έχω σηκωθεί
είμαι σηκωμένος, -η
έχουμε σηκωθεί
είμαστε σηκωμένοι, -ες
έχεις σηκώσει
έχεις σηκωμένο
έχετε σηκώσει
έχετε σηκωμένο
έχεις σηκωθεί
είσαι σηκωμένος, -η
έχετε σηκωθεί
είστε σηκωμένοι, -ες
έχει σηκώσει
έχει σηκωμένο
έχουν σηκώσει
έχουν σηκωμένο
έχει σηκωθεί
είναι σηκωμένος, -η, -ο
έχουν σηκωθεί
είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σηκώσει
είχα σηκωμένο
είχαμε σηκώσει
είχαμε σηκωμένο
είχα σηκωθεί
ήμουν σηκωμένος, -η
είχαμε σηκωθεί
ήμαστε σηκωμένοι, -ες
είχες σηκώσει
είχες σηκωμένο
είχατε σηκώσει
είχατε σηκωμένο
είχες σηκωθεί
ήσουν σηκωμένος, -η
είχατε σηκωθεί
ήσαστε σηκωμένοι, -ες
είχε σηκώσει
είχε σηκωμένο
είχαν σηκώσει
είχαν σηκωμένο
είχε σηκωθεί
ήταν σηκωμένος, -η, -ο
είχαν σηκωθεί
ήταν σηκωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σηκώνωθα σηκώνουμε, θα σηκώνομεθα σηκώνομαιθα σηκωνόμαστε
θα σηκώνειςθα σηκώνετεθα σηκώνεσαιθα σηκώνεστε, θα σηκωνόσαστε
θα σηκώνειθα σηκώνουν(ε)θα σηκώνεταιθα σηκώνονται
Fut
ur
θα σηκώσωθα σηκώσουμε, θα σηκώσομεθα σηκωθώθα σηκωθούμε
θα σηκώσειςθα σηκώσετεθα σηκωθείςθα σηκωθείτε
θα σηκώσειθα σηκώσουνθα σηκωθείθα σηκωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σηκώσει
θα έχω σηκωμένο
θα έχουμε σηκώσει
θα έχουμε σηκωμένο
θα έχω σηκωθεί
θα είμαι σηκωμένος, -η
θα έχουμε σηκωθεί
θα είμαστε σηκωμένοι, -ες
θα έχεις σηκώσει
θα έχεις σηκωμένο
θα έχετε σηκώσει
θα έχετε σηκωμένο
θα έχεις σηκωθεί
θα είσαι σηκωμένος, -η
θα έχετε σηκωθεί
θα είστε σηκωμένοι, -ες
θα έχει σηκώσει
θα έχει σηκωμένο
θα έχουν σηκώσει
θα έχουν σηκωμένο
θα έχει σηκωθεί
θα είναι σηκωμένος, -η, -ο
θα έχουν σηκωθεί
θα είναι σηκωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σηκώνωνα σηκώνουμε, να σηκώνομενα σηκώνομαινα σηκωνόμαστε
να σηκώνειςνα σηκώνετενα σηκώνεσαινα σηκώνεστε, να σηκωνόσαστε
να σηκώνεινα σηκώνουν(ε)να σηκώνεταινα σηκώνονται
Aoristνα σηκώσωνα σηκώσουμε, να σηκώσομενα σηκωθώνα σηκωθούμε
να σηκώσειςνα σηκώσετενα σηκωθείςνα σηκωθείτε
να σηκώσεινα σηκώσουν(ε)να σηκωθείνα σηκωθούν(ε)
Perfνα έχω σηκώσει
να έχω σηκωμένο
να έχουμε σηκώσει
να έχουμε σηκωμένο
να έχω σηκωθεί
να είμαι σηκωμένος, -η
να έχουμε σηκωθεί
να είμαστε σηκωμένοι, -ες
να έχεις σηκώσει
να έχεις σηκωμένο
να έχετε σηκώσει
να έχετε σηκωμένο
να έχεις σηκωθεί
να είσαι σηκωμένος, -η
να έχετε σηκωθεί
να είστε σηκωμένοι, -ες
να έχει σηκώσει
να έχει σηκωμένο
να έχουν σηκώσει
να έχουν σηκωμένο
να έχει σηκωθεί
να είναι σηκωμένος, -η, -ο
να έχουν σηκωθεί
να είναι σηκωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσήκωνεσηκώνετεσηκώνεστε
Aoristkathomai#katse">σήκωσεσηκώστε, σηκώσετεσήκω, σηκώσουσηκωθείτε
Part
izip
Presσηκώνοντας
Perfέχοντας σηκώσει, έχοντας σηκωμένοσηκωμένος, -η, -οσηκωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσηκώσεισηκωθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυρίζω, gurnao">γυρνάωγυρίζουμε, γυρίζομεγυρίζομαιγυριζόμαστε
γυρίζειςγυρίζετεγυρίζεσαιγυρίζεστε, γυριζόσαστε
γυρίζειγυρίζουν(ε)γυρίζεταιγυρίζονται
Imper
fekt
γύριζαγυρίζαμεγυριζόμουν(α)γυριζόμαστε, γυριζόμασταν
γύριζεςγυρίζατεγυριζόσουν(α)γυριζόσαστε, γυριζόσασταν
γύριζεγύριζαν, γυρίζαν(ε)γυριζόταν(ε)γυρίζονταν, γυριζόντανε, γυριζόντουσαν
Aoristγύρισαγυρίσαμεγυρίστηκαγυριστήκαμε
γύρισεςγυρίσατεγυρίστηκεςγυριστήκατε
γύρισεγύρισαν, γυρίσαν(ε)γυρίστηκεγυρίστηκαν, γυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυρίσει
έχω γυρισμένο
έχουμε γυρίσει
έχουμε γυρισμένο
έχω γυριστεί
είμαι γυρισμένος, -η
έχουμε γυριστεί
είμαστε γυρισμένοι, -ες
έχεις γυρίσει
έχεις γυρισμένο
έχετε γυρίσει
έχετε γυρισμένο
έχεις γυριστεί
είσαι γυρισμένος, -η
έχετε γυριστεί
είστε γυρισμένοι, -ες
έχει γυρίσει
έχει γυρισμένο
έχουν γυρίσει
έχουν γυρισμένο
έχει γυριστεί
είναι γυρισμένος, -η, -ο
έχουν γυριστεί
είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυρίσει
είχα γυρισμένο
είχαμε γυρίσει
είχαμε γυρισμένο
είχα γυριστεί
ήμουν γυρισμένος, -η
είχαμε γυριστεί
ήμαστε γυρισμένοι, -ες
είχες γυρίσει
είχες γυρισμένο
είχατε γυρίσει
είχατε γυρισμένο
είχες γυριστεί
ήσουν γυρισμένος, -η
είχατε γυριστεί
ήσαστε γυρισμένοι, -ες
είχε γυρίσει
είχε γυρισμένο
είχαν γυρίσει
είχαν γυρισμένο
είχε γυριστεί
ήταν γυρισμένος, -η, -ο
είχαν γυριστεί
ήταν γυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυρίζωθα γυρίζουμε, θα γυρίζομεθα γυρίζομαιθα γυριζόμαστε
θα γυρίζειςθα γυρίζετεθα γυρίζεσαιθα γυρίζεστε, θα γυριζόσαστε
θα γυρίζειθα γυρίζουν(ε)θα γυρίζεταιθα γυρίζονται
Fut
ur
θα γυρίσωθα γυρίσουμε, θα γυρίζομεθα γυριστώθα γυριστούμε
θα γυρίσειςθα γυρίσετεθα γυριστείςθα γυριστείτε
θα γυρίσειθα γυρίσουν(ε)θα γυριστείθα γυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυρίσει
θα έχω γυρισμένο
θα έχουμε γυρίσει
θα έχουμε γυρισμένο
θα έχω γυριστεί
θα είμαι γυρισμένος, -η
θα έχουμε γυριστεί
θα είμαστε γυρισμένοι, -ες
θα έχεις γυρίσει
θα έχεις γυρισμένο
θα έχετε γυρίσει
θα έχετε γυρισμένο
θα έχεις γυριστεί
θα είσαι γυρισμένος, -η
θα έχετε γυριστεί
θα είστε γυρισμένοι, -ες
θα έχει γυρίσει
θα έχει γυρισμένο
θα έχουν γυρίσει
θα έχουν γυρισμένο
θα έχει γυριστεί
θα είναι γυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυριστεί
θα είναι γυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυρίζωνα γυρίζουμε, να γυρίζομενα γυρίζομαινα γυριζόμαστε
να γυρίζειςνα γυρίζετενα γυρίζεσαινα γυρίζεστε, να γυριζόσαστε
να γυρίζεινα γυρίζουν(ε)να γυρίζεταινα γυρίζονται
Aoristνα γυρίσωνα γυρίσουμε, να γυρίσομενα γυριστώνα γυριστούμε
να γυρίσειςνα γυρίσετενα γυριστείςνα γυριστείτε
να γυρίσεινα γυρίσουν(ε)να γυριστείνα γυριστούν(ε)
Perfνα έχω γυρίσει
να έχω γυρισμένο
να έχουμε γυρίσει
να έχουμε γυρισμένο
να έχω γυριστεί
να είμαι γυρισμένος, -η
να έχουμε γυριστεί
να είμαστε γυρισμένοι, -ες
να έχεις γυρίσει
να έχεις γυρισμένο
να έχετε γυρίσει
να έχετε γυρισμένο
να έχεις γυριστεί
να είσαι γυρισμένος, -η
να έχετε γυριστεί
να είστε γυρισμένοι, -ες
να έχει γυρίσει
να έχει γυρισμένο
να έχουν γυρίσει
να έχουν γυρισμένο
να έχει γυριστεί
να είναι γυρισμένος, -η, -ο
να έχουν γυριστεί
να είναι γυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγύριζεγυρίζετεγυρίζεστε
Aoristγύρισεγυρίστεγυρίσουγυριστείτε
Part
izip
Presγυρίζονταςγυριζόμενος
Perfέχοντας γυρίσει, έχοντας γυρισμένογυρισμένος, -η, -ογυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυρίσειγυριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διπλώνωδιπλώνουμε, διπλώνομεδιπλώνομαιδιπλωνόμαστε
διπλώνειςδιπλώνετεδιπλώνεσαιδιπλώνεστε, διπλωνόσαστε
διπλώνειδιπλώνουν(ε)διπλώνεταιδιπλώνονται
Imper
fekt
δίπλωναδιπλώναμεδιπλωνόμουν(α)διπλωνόμαστε, διπλωνόμασταν
δίπλωνεςδιπλώνατεδιπλωνόσουν(α)διπλωνόσαστε, διπλωνόσασταν
δίπλωνεδίπλωναν, διπλώναν(ε)διπλωνόταν(ε)διπλώνονταν, διπλωνόντανε, διπλωνόντουσαν
Aoristδίπλωσαδιπλώσαμεδιπλώθηκαδιπλωθήκαμε
δίπλωσεςδιπλώσατεδιπλώθηκεςδιπλωθήκατε
δίπλωσεδίπλωσαν, διπλώσαν(ε)διπλώθηκεδιπλώθηκαν, διπλωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διπλώσει
έχω διπλωμένο
έχουμε διπλώσει
έχουμε διπλωμένο
έχω διπλωθεί
είμαι διπλωμένος, -η
έχουμε διπλωθεί
είμαστε διπλωμένοι, -ες
έχεις διπλώσει
έχεις διπλωμένο
έχετε διπλώσει
έχετε διπλωμένο
έχεις διπλωθεί
είσαι διπλωμένος, -η
έχετε διπλωθεί
είστε διπλωμένοι, -ες
έχει διπλώσει
έχει διπλωμένο
έχουν διπλώσει
έχουν διπλωμένο
έχει διπλωθεί
είναι διπλωμένος, -η, -ο
έχουν διπλωθεί
είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διπλώσει
είχα διπλωμένο
είχαμε διπλώσει
είχαμε διπλωμένο
είχα διπλωθεί
ήμουν διπλωμένος, -η
είχαμε διπλωθεί
ήμαστε διπλωμένοι, -ες
είχες διπλώσει
είχες διπλωμένο
είχατε διπλώσει
είχατε διπλωμένο
είχες διπλωθεί
ήσουν διπλωμένος, -η
είχατε διπλωθεί
ήσαστε διπλωμένοι, -ες
είχε διπλώσει
είχε διπλωμένο
είχαν διπλώσει
είχαν διπλωμένο
είχε διπλωθεί
ήταν διπλωμένος, -η, -ο
είχαν διπλωθεί
ήταν διπλωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διπλώνωθα διπλώνουμε, θα διπλώνομεθα διπλώνομαιθα διπλωνόμαστε
θα διπλώνειςθα διπλώνετεθα διπλώνεσαιθα διπλώνεστε, θα διπλωνόσαστε
θα διπλώνειθα διπλώνουν(ε)θα διπλώνεταιθα διπλώνονται
Fut
ur
θα διπλώσωθα διπλώσουμε, θα διπλώσομεθα διπλωθώθα διπλωθούμε
θα διπλώσειςθα διπλώσετεθα διπλωθείςθα διπλωθείτε
θα διπλώσειθα διπλώσουνθα διπλωθείθα διπλωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διπλώσει
θα έχω διπλωμένο
θα έχουμε διπλώσει
θα έχουμε διπλωμένο
θα έχω διπλωθεί
θα είμαι διπλωμένος, -η
θα έχουμε διπλωθεί
θα είμαστε διπλωμένοι, -ες
θα έχεις διπλώσει
θα έχεις διπλωμένο
θα έχετε διπλώσει
θα έχετε διπλωμένο
θα έχεις διπλωθεί
θα είσαι διπλωμένος, -η
θα έχετε διπλωθεί
θα είστε διπλωμένοι, -ες
θα έχει διπλώσει
θα έχει διπλωμένο
θα έχουν διπλώσει
θα έχουν διπλωμένο
θα έχει διπλωθεί
θα είναι διπλωμένος, -η, -ο
θα έχουν διπλωθεί
θα είναι διπλωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διπλώνωνα διπλώνουμε, να διπλώνομενα διπλώνομαινα διπλωνόμαστε
να διπλώνειςνα διπλώνετενα διπλώνεσαινα διπλώνεστε, να διπλωνόσαστε
να διπλώνεινα διπλώνουν(ε)να διπλώνεταινα διπλώνονται
Aoristνα διπλώσωνα διπλώσουμε, να διπλώσομενα διπλωθώνα διπλωθούμε
να διπλώσειςνα διπλώσετενα διπλωθείςνα διπλωθείτε
να διπλώσεινα διπλώσουν(ε)να διπλωθείνα διπλωθούν(ε)
Perfνα έχω διπλώσει
να έχω διπλωμένο
να έχουμε διπλώσει
να έχουμε διπλωμένο
να έχω διπλωθεί
να είμαι διπλωμένος, -η
να έχουμε διπλωθεί
να είμαστε διπλωμένοι, -ες
να έχεις διπλώσει
να έχεις διπλωμένο
να έχετε διπλώσει
να έχετε διπλωμένο
να έχεις διπλωθεί
να είσαι διπλωμένος, -η
να έχετε διπλωθεί
να είστε διπλωμένοι, -ες
να έχει διπλώσει
να έχει διπλωμένο
να έχουν διπλώσει
να έχουν διπλωμένο
να έχει διπλωθεί
να είναι διπλωμένος, -η, -ο
να έχουν διπλωθεί
να είναι διπλωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδίπλωνεδιπλώνετεδιπλώνεστε
Aoristδίπλωσεδιπλώστε, διπλώσετεδιπλώσουδιπλωθείτε
Part
izip
Presδιπλώνοντας
Perfέχοντας διπλώσει, έχοντας διπλωμένοδιπλωμένος, -η, -οδιπλωμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιπλώσειδιπλωθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback