verpacken
 Verb

αμπαλάρω Verb
(0)
συσκευάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich hätte die Pralinen orange verpacken sollen.'Επρεπε να τα φέρω σε πορτοκαλί κουτί.

Übersetzung nicht bestätigt

Vorher nehmen Sie die Vorhänge ab und verpacken sie.Πριν ξεσκονίσετε, βάλτε τις κουρτίνες εδώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Bitte lassen Sie es gut verpacken.Μα... Θα το πακετάρετε προσεκτικά, παρακαλώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Willst du sie getrennt verpacken?Θέλεις να συσκευαστούν χωριστά;

Übersetzung nicht bestätigt

Dann dachte ich an eine Villa in Südfrankreich. Aber die lassen sich so schlecht verpacken.Μετά σκέφτηκα βίλα στη Γαλλία αλλά είναι δύσκολο να τυλίξουν.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αμπαλάρωαμπαλάρουμε, αμπαλάρομεαμπαλάρομαιαμπαλαριζόμαστε
αμπαλάρειςαμπαλάρετεαμπαλάρεσαιαμπαλάρεστε, αμπαλαριζόσαστε
αμπαλάρειαμπαλάρουν(ε)αμπαλάρεταιαμπαλάρονται
Imper
fekt
αμπαλάριζααμπαλάραμεαμπαλαριζόμουν(α)αμπαλαριζόμαστε, αμπαλαριζόμασταν
αμπαλάριζεςαμπαλάρατεαμπαλαριζόσουν(α)αμπαλαριζόσαστε, αμπαλαριζόσασταν
αμπαλάριζεαμπαλάριζαν, αμπαλάραν(ε)αμπαλαριζόταν(ε)αμπαλάρονταν, αμπαλαριζόντανε, αμπαλαριζόντουσαν
Aoristαμπαλάρισααμπαλάραμεαμπαλαρίστηκααμπαλαριστήκαμε
αμπαλάρισεςαμπαλάρατεαμπαλαρίστηκεςαμπαλαριστήκατε
αμπαλάρισεαμπαλάρισαν, αμπαλάραν(ε)αμπαλαρίστηκεαμπαλαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αμπαλάρει
έχω αμπαλαρισμένο
έχουμε αμπαλάρει
έχουμε αμπαλαρισμένο
έχω αμπαλαριστεί
είμαι αμπαλαρισμένος, -η
έχουμε αμπαλαριστεί
είμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
έχεις αμπαλάρει
έχεις αμπαλαρισμένο
έχετε αμπαλάρει
έχετε αμπαλαρισμένο
έχεις αμπαλαριστεί
είσαι αμπαλαρισμένος, -η
έχετε αμπαλαριστεί
είστε αμπαλαρισμένοι, -ες
έχει αμπαλάρει
έχει αμπαλαρισμένο
έχουν αμπαλάρει
έχουν αμπαλαρισμένο
έχει αμπαλαριστεί
είναι αμπαλαρισμένος, -η, -ο
έχουν αμπαλαριστεί
είναι αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αμπαλάρει
είχα αμπαλαρισμένο
είχαμε αμπαλάρει
είχαμε αμπαλαρισμένο
είχα αμπαλαριστεί
ήμουν αμπαλαρισμένος, -η
είχαμε αμπαλαριστεί
ήμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
είχες αμπαλάρει
είχες αμπαλαρισμένο
είχατε αμπαλάρει
είχατε αμπαλαρισμένο
είχες αμπαλαριστεί
ήσουν αμπαλαρισμένος, -η
είχατε αμπαλαριστεί
ήσαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
είχε αμπαλάρει
είχε αμπαλαρισμένο
είχαν αμπαλάρει
είχαν αμπαλαρισμένο
είχε αμπαλαριστεί
ήταν αμπαλαρισμένος, -η, -ο
είχαν αμπαλαριστεί
ήταν αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αμπαλάρωθα αμπαλάρουμε, θα αμπαλάρομεθα αμπαλάρομαιθα αμπαλαριζόμαστε
θα αμπαλάρειςθα αμπαλάρετεθα αμπαλάρεσαιθα αμπαλάρεστε, θα αμπαλαριζόσαστε
θα αμπαλάρειθα αμπαλάρουν(ε)θα αμπαλάρεταιθα αμπαλάρονται
Fut
ur
θα αμπαλάρωθα αμπαλάρουμε, θα αμπαλάρομεθα αμπαλαριστώθα αμπαλαριστούμε
θα αμπαλάρειςθα αμπαλάρετεθα αμπαλαριστείςθα αμπαλαριστείτε
θα αμπαλάρειθα αμπαλάρουν(ε)θα αμπαλαριστείθα αμπαλαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αμπαλάρει
θα έχω αμπαλαρισμένο
θα έχουμε αμπαλάρει
θα έχουμε αμπαλαρισμένο
θα έχω αμπαλαριστεί
θα είμαι αμπαλαρισμένος, -η
θα έχουμε αμπαλαριστεί
θα είμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
θα έχεις αμπαλάρει
θα έχεις αμπαλαρισμένο
θα έχετε αμπαλάρει
θα έχετε αμπαλαρισμένο
θα έχεις αμπαλαριστεί
θα είσαι αμπαλαρισμένος, -η
θα έχετε αμπαλαριστεί
θα είστε αμπαλαρισμένοι, -ες
θα έχει αμπαλάρει
θα έχει αμπαλαρισμένο
θα έχουν αμπαλάρει
θα έχουν αμπαλαρισμένο
θα έχει αμπαλαριστεί
θα είναι αμπαλαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν αμπαλαριστεί
θα είναι αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αμπαλάρωνα αμπαλάρουμε, να αμπαλάρομενα αμπαλάρομαινα αμπαλαριζόμαστε
να αμπαλάρειςνα αμπαλάρετενα αμπαλάρεσαινα αμπαλάρεστε, να αμπαλαριζόσαστε
να αμπαλάρεινα αμπαλάρουν(ε)να αμπαλάρεταινα αμπαλάρονται
Aoristνα αμπαλάρωνα αμπαλάρουμε, να αμπαλάρομενα αμπαλαριστώνα αμπαλαριστούμε
να αμπαλάρειςνα αμπαλάρετενα αμπαλαριστείςνα αμπαλαριστείτε
να αμπαλάρεινα αμπαλάρουν(ε)να αμπαλαριστείνα αμπαλαριστούν(ε)
Perfνα έχω αμπαλάρει
να έχω αμπαλαρισμένο
να έχουμε αμπαλάρει
να έχουμε αμπαλαρισμένο
να έχω αμπαλαριστεί
να είμαι αμπαλαρισμένος, -η
να έχουμε αμπαλαριστεί
να είμαστε αμπαλαρισμένοι, -ες
να έχεις αμπαλάρει
να έχεις αμπαλαρισμένο
να έχετε αμπαλάρει
να έχετε αμπαλαρισμένο
να έχεις αμπαλαριστεί
να είσαι αμπαλαρισμένος, -η
να έχετε αμπαλαριστεί
να είστε αμπαλαρισμένοι, -ες
να έχει αμπαλάρει
να έχει αμπαλαρισμένο
να έχουν αμπαλάρει
να έχουν αμπαλαρισμένο
να έχει αμπαλαριστεί
να είναι αμπαλαρισμένος, -η, -ο
να έχουν αμπαλαριστεί
να είναι αμπαλαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presαμπαλάριζεαμπαλάρετεαμπαλάρεστε
Aoristαμπαλάρισεαμπαλάρετεαμπαλαρίσουαμπαλαριστείτε
Part
izip
Presαμπαλάροντας
Perfέχοντας αμπαλάρει, έχοντας αμπαλαρισμένοαμπαλαρισμένος, -η, -οαμπαλαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristαμπαλάρειαμπαλαριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συσκευάζωσυσκευάζουμε, συσκευάζομεσυσκευάζομαισυσκευαζόμαστε
συσκευάζειςσυσκευάζετεσυσκευάζεσαισυσκευάζεστε, συσκευαζόσαστε
συσκευάζεισυσκευάζουν(ε)συσκευάζεταισυσκευάζονται
Imper
fekt
συσκεύαζασυσκευάζαμεσυσκευαζόμουν(α)συσκευαζόμαστε, συσκευαζόμασταν
συσκεύαζεςσυσκευάζατεσυσκευαζόσουν(α)συσκευαζόσαστε, συσκευαζόσασταν
συσκεύαζεσυσκεύαζαν, συσκευάζαν(ε)συσκευαζόταν(ε)συσκευάζονταν, συσκευαζόντανε, συσκευαζόντουσαν
Aoristσυσκεύασασυσκευάσαμεσυσκευάστηκασυσκευαστήκαμε
συσκεύασεςσυσκευάσατεσυσκευάστηκεςσυσκευαστήκατε
συσκεύασεσυσκεύασαν, συσκευάσαν(ε)συσκευάστηκεσυσκευάστηκαν, συσκευαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συσκευάσει
έχω συσκευασμένο
έχουμε συσκευάσει
έχουμε συσκευασμένο
έχω συσκευαστεί
είμαι συσκευασμένος, -η
έχουμε συσκευαστεί
είμαστε συσκευασμένοι, -ες
έχεις συσκευάσει
έχεις συσκευασμένο
έχετε συσκευάσει
έχετε συσκευασμένο
έχεις συσκευαστεί
είσαι συσκευασμένος, -η
έχετε συσκευαστεί
είστε συσκευασμένοι, -ες
έχει συσκευάσει
έχει συσκευασμένο
έχουν συσκευάσει
έχουν συσκευασμένο
έχει συσκευαστεί
είναι συσκευασμένος, -η, -ο
έχουν συσκευαστεί
είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συσκευάσει
είχα συσκευασμένο
είχαμε συσκευάσει
είχαμε συσκευσμένο
είχα συσκευαστεί
ήμουν συσκευασμένος, -η
είχαμε συσκευαστεί
ήμαστε συσκευασμένοι, -ες
είχες συσκευάσει
είχες συσκευασμένο
είχατε συσκευάσει
είχατε συσκευασμένο
είχες συσκευαστεί
ήσουν συσκευασμένος, -η
είχατε συσκευαστεί
ήσαστε συσκευασμένοι, -ες
είχε συσκευάσει
είχε συσκευασμένο
είχαν συσκευάσει
είχαν συσκευασμένο
είχε συσκευαστεί
ήταν συσκευασμένος, -η, -ο
είχαν συσκευαστεί
ήταν συσκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συσκευάζωθα συσκευάζουμε, θα συσκευάζομεθα συσκευάζομαιθα συσκευαζόμαστε
θα συσκευάζειςθα συσκευάζετεθα συσκευάζεσαιθα συσκευάζεστε, θα συσκευαζόσαστε
θα συσκευάζειθα συσκευάζουν(ε)θα συσκευάζεταιθα συσκευάζονται
Fut
ur
θα συσκευάσωθα συσκευάσουμε, θα συσκευάζομεθα συσκευαστώθα συσκευαστούμε
θα συσκευάσειςθα συσκευάσετεθα συσκευαστείςθα συσκευαστείτε
θα συσκευάσειθα συσκευάσουν(ε)θα συσκευαστείθα συσκευαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συσκευάσει
θα έχω συσκευασμένο
θα έχουμε συσκευάσει
θα έχουμε συσκευασμένο
θα έχω συσκευαστεί
θα είμαι συσκευασμένος, -η
θα έχουμε συσκευαστεί
θα είμαστε συσκευασμένοι, -ες
θα έχεις συσκευάσει
θα έχεις συσκευασμένο
θα έχετε συσκευάσει
θα έχετε συσκευασμένο
θα έχεις συσκευαστεί
θα είσαι συσκευασμένος, -η
θα έχετε συσκευάστει
θα είστε συσκευασμένοι, -ες
θα έχει συσκευάσει
θα έχει συσκευασμένο
θα έχουν συσκευάσει
θα έχουν συσκευασμένο
θα έχει συσκευαστεί
θα είναι συσκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν συσκευαστεί
θα είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συσκευάζωνα συσκευάζουμε, να συσκευάζομενα συσκευάζομαινα συσκευαζόμαστε
να συσκευάζειςνα συσκευάζετενα συσκευάζεσαινα συσκευάζεστε, να συσκευαζόσαστε
να συσκευάζεινα συσκευάζουν(ε)να συσκευάζεταινα συσκευάζονται
Aoristνα συσκευάσωνα συσκευάσουμε, να συσκευάσομενα συσκευαστώνα συσκευαστούμε
να συσκευάσειςνα συσκευάσετενα συσκευαστείςνα συσκευαστείτε
να συσκευάσεινα συσκευάσουν(ε)να συσκευαστείνα συσκευαστούν(ε)
Perfνα έχω συσκευάσει
να έχω συσκευασμένο
να έχουμε συσκευάσει
να έχουμε συσκευασμένο
να έχω συσκευαστεί
να είμαι συσκευασμένος, -η
να έχουμε συσκευαστεί
να είμαστε συσκευασμένοι, -ες
να έχεις συσκευάσει
να έχεις συσκευασμένο
να έχετε συσκευάσει
να έχετε συσκευασμένο
να έχεις συσκευαστεί
να είσαι συσκευασμένος, -η
να έχετε συσκευαστεί
να είστε συσκευασμένοι, -ες
να έχει συσκευάσει
να έχει συσκευασμένο
να έχουν συσκευάσει
να έχουν συσκευασμένο
να έχει συσκευαστεί
να είναι συσκευασμένος, -η, -ο
να έχουν συσκευαστεί
να είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυσκεύαζεσυσκευάζετεσυσκευάζεστε
Aoristσυσκεύασεσυσκευάστεσυσκευάσουσυσκευαστείτε
Part
izip
Presσυσκευάζονταςσυσκευαζόμενος
Perfέχοντας συσκευάσει, έχοντας συσκευασμένοσυσκευασμένος, -η, -οσυσκευασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυσκευάσεισυσκευαστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback