συσκευάζω Verb  [siskevazo, syskeyazw]

  Verb
(0)

Etymologie zu συσκευάζω

συσκευάζω altgriechisch σύν + σκευάζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu συσκευάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συσκευάζωσυσκευάζουμε, συσκευάζομεσυσκευάζομαισυσκευαζόμαστε
συσκευάζειςσυσκευάζετεσυσκευάζεσαισυσκευάζεστε, συσκευαζόσαστε
συσκευάζεισυσκευάζουν(ε)συσκευάζεταισυσκευάζονται
Imper
fekt
συσκεύαζασυσκευάζαμεσυσκευαζόμουν(α)συσκευαζόμαστε, συσκευαζόμασταν
συσκεύαζεςσυσκευάζατεσυσκευαζόσουν(α)συσκευαζόσαστε, συσκευαζόσασταν
συσκεύαζεσυσκεύαζαν, συσκευάζαν(ε)συσκευαζόταν(ε)συσκευάζονταν, συσκευαζόντανε, συσκευαζόντουσαν
Aoristσυσκεύασασυσκευάσαμεσυσκευάστηκασυσκευαστήκαμε
συσκεύασεςσυσκευάσατεσυσκευάστηκεςσυσκευαστήκατε
συσκεύασεσυσκεύασαν, συσκευάσαν(ε)συσκευάστηκεσυσκευάστηκαν, συσκευαστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω συσκευάσει
έχω συσκευασμένο
έχουμε συσκευάσει
έχουμε συσκευασμένο
έχω συσκευαστεί
είμαι συσκευασμένος, -η
έχουμε συσκευαστεί
είμαστε συσκευασμένοι, -ες
έχεις συσκευάσει
έχεις συσκευασμένο
έχετε συσκευάσει
έχετε συσκευασμένο
έχεις συσκευαστεί
είσαι συσκευασμένος, -η
έχετε συσκευαστεί
είστε συσκευασμένοι, -ες
έχει συσκευάσει
έχει συσκευασμένο
έχουν συσκευάσει
έχουν συσκευασμένο
έχει συσκευαστεί
είναι συσκευασμένος, -η, -ο
έχουν συσκευαστεί
είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα συσκευάσει
είχα συσκευασμένο
είχαμε συσκευάσει
είχαμε συσκευσμένο
είχα συσκευαστεί
ήμουν συσκευασμένος, -η
είχαμε συσκευαστεί
ήμαστε συσκευασμένοι, -ες
είχες συσκευάσει
είχες συσκευασμένο
είχατε συσκευάσει
είχατε συσκευασμένο
είχες συσκευαστεί
ήσουν συσκευασμένος, -η
είχατε συσκευαστεί
ήσαστε συσκευασμένοι, -ες
είχε συσκευάσει
είχε συσκευασμένο
είχαν συσκευάσει
είχαν συσκευασμένο
είχε συσκευαστεί
ήταν συσκευασμένος, -η, -ο
είχαν συσκευαστεί
ήταν συσκευασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συσκευάζωθα συσκευάζουμε, θα συσκευάζομεθα συσκευάζομαιθα συσκευαζόμαστε
θα συσκευάζειςθα συσκευάζετεθα συσκευάζεσαιθα συσκευάζεστε, θα συσκευαζόσαστε
θα συσκευάζειθα συσκευάζουν(ε)θα συσκευάζεταιθα συσκευάζονται
Fut
ur
θα συσκευάσωθα συσκευάσουμε, θα συσκευάζομεθα συσκευαστώθα συσκευαστούμε
θα συσκευάσειςθα συσκευάσετεθα συσκευαστείςθα συσκευαστείτε
θα συσκευάσειθα συσκευάσουν(ε)θα συσκευαστείθα συσκευαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συσκευάσει
θα έχω συσκευασμένο
θα έχουμε συσκευάσει
θα έχουμε συσκευασμένο
θα έχω συσκευαστεί
θα είμαι συσκευασμένος, -η
θα έχουμε συσκευαστεί
θα είμαστε συσκευασμένοι, -ες
θα έχεις συσκευάσει
θα έχεις συσκευασμένο
θα έχετε συσκευάσει
θα έχετε συσκευασμένο
θα έχεις συσκευαστεί
θα είσαι συσκευασμένος, -η
θα έχετε συσκευάστει
θα είστε συσκευασμένοι, -ες
θα έχει συσκευάσει
θα έχει συσκευασμένο
θα έχουν συσκευάσει
θα έχουν συσκευασμένο
θα έχει συσκευαστεί
θα είναι συσκευασμένος, -η, -ο
θα έχουν συσκευαστεί
θα είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συσκευάζωνα συσκευάζουμε, να συσκευάζομενα συσκευάζομαινα συσκευαζόμαστε
να συσκευάζειςνα συσκευάζετενα συσκευάζεσαινα συσκευάζεστε, να συσκευαζόσαστε
να συσκευάζεινα συσκευάζουν(ε)να συσκευάζεταινα συσκευάζονται
Aoristνα συσκευάσωνα συσκευάσουμε, να συσκευάσομενα συσκευαστώνα συσκευαστούμε
να συσκευάσειςνα συσκευάσετενα συσκευαστείςνα συσκευαστείτε
να συσκευάσεινα συσκευάσουν(ε)να συσκευαστείνα συσκευαστούν(ε)
Perfνα έχω συσκευάσει
να έχω συσκευασμένο
να έχουμε συσκευάσει
να έχουμε συσκευασμένο
να έχω συσκευαστεί
να είμαι συσκευασμένος, -η
να έχουμε συσκευαστεί
να είμαστε συσκευασμένοι, -ες
να έχεις συσκευάσει
να έχεις συσκευασμένο
να έχετε συσκευάσει
να έχετε συσκευασμένο
να έχεις συσκευαστεί
να είσαι συσκευασμένος, -η
να έχετε συσκευαστεί
να είστε συσκευασμένοι, -ες
να έχει συσκευάσει
να έχει συσκευασμένο
να έχουν συσκευάσει
να έχουν συσκευασμένο
να έχει συσκευαστεί
να είναι συσκευασμένος, -η, -ο
να έχουν συσκευαστεί
να είναι συσκευασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυσκεύαζεσυσκευάζετεσυσκευάζεστε
Aoristσυσκεύασεσυσκευάστεσυσκευάσουσυσκευαστείτε
Part
izip
Presσυσκευάζονταςσυσκευαζόμενος
Perfέχοντας συσκευάσει, έχοντας συσκευασμένοσυσκευασμένος, -η, -οσυσκευασμένοι, -ες, -α
InfinAoristσυσκευάσεισυσκευαστεί





Griechische Definition zu συσκευάζω

συσκευάζω [siskevázo] -ομαι : τοποθετώ κτ. μέσα σε κιβώτιο ή σε κου τί, ή το τυλίγω με χαρτί ή με άλλο σχετικό υλικό, ώστε να μπορεί να μετα φερθεί με ασφάλεια· αμπαλάρω: συσκευάζω τα γυαλικά σε ξύλινα κιβώτια. Bιβλία συσκευασμένα σε χαρτοκιβώτια. || τοποθετώ σε κατάλληλο περίβλημα ένα προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά, για την ασφαλέστερη διακίνησή του και για την καλύτερη διατήρησή του: Φάρμακα / γαλακτοκομικά προϊόντα που παρασκευάζονται στο εξωτερικό, συσκευάζονται όμως στην Ελλάδα.

[λόγ. < αρχ. συσκευάζω `ετοιμάζω τις αποσκευές΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback