συσκευάζω altgriechisch σύν + σκευάζω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συσκευάζω | συσκευάζουμε, συσκευάζομε | συσκευάζομαι | συσκευαζόμαστε |
συσκευάζεις | συσκευάζετε | συσκευάζεσαι | συσκευάζεστε, συσκευαζόσαστε | ||
συσκευάζει | συσκευάζουν(ε) | συσκευάζεται | συσκευάζονται | ||
Imper fekt | συσκεύαζα | συσκευάζαμε | συσκευαζόμουν(α) | συσκευαζόμαστε, συσκευαζόμασταν | |
συσκεύαζες | συσκευάζατε | συσκευαζόσουν(α) | συσκευαζόσαστε, συσκευαζόσασταν | ||
συσκεύαζε | συσκεύαζαν, συσκευάζαν(ε) | συσκευαζόταν(ε) | συσκευάζονταν, συσκευαζόντανε, συσκευαζόντουσαν | ||
Aorist | συσκεύασα | συσκευάσαμε | συσκευάστηκα | συσκευαστήκαμε | |
συσκεύασες | συσκευάσατε | συσκευάστηκες | συσκευαστήκατε | ||
συσκεύασε | συσκεύασαν, συσκευάσαν(ε) | συσκευάστηκε | συσκευάστηκαν, συσκευαστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συσκευάσει | έχουμε συσκευάσει | έχω συσκευαστεί | έχουμε συσκευαστεί | |
έχεις συσκευάσει | έχετε συσκευάσει | έχεις συσκευαστεί | έχετε συσκευαστεί | ||
έχει συσκευάσει | έχουν συσκευάσει | έχει συσκευαστεί | έχουν συσκευαστεί | ||
Plu per fekt | είχα συσκευάσει είχα συσκευασμένο | είχαμε συσκευάσει είχαμε συσκευσμένο | είχα συσκευαστεί ήμουν συσκευασμένος, -η | είχαμε συσκευαστεί ήμαστε συσκευασμένοι, -ες | |
είχες συσκευάσει είχες συσκευασμένο | είχατε συσκευάσει είχατε συσκευασμένο | είχες συσκευαστεί ήσουν συσκευασμένος, -η | είχατε συσκευαστεί ήσαστε συσκευασμένοι, -ες | ||
είχε συσκευάσει είχε συσκευασμένο | είχαν συσκευάσει είχαν συσκευασμένο | είχε συσκευαστεί ήταν συσκευασμένος, -η, -ο | είχαν συσκευαστεί ήταν συσκευασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συσκευάζω | θα συσκευάζουμε, | θα συσκευάζομαι | θα συσκευαζόμαστε | |
θα συσκευάζεις | θα συσκευάζετε | θα συσκευάζεσαι | θα συσκευάζεστε, | ||
θα συσκευάζει | θα συσκευάζουν(ε) | θα συσκευάζεται | θα συσκευάζονται | ||
Fut ur | θα συσκευάσω | θα συσκευάσουμε, | θα συσκευαστώ | θα συσκευαστούμε | |
θα συσκευάσεις | θα συσκευάσετε | θα συσκευαστείς | θα συσκευαστείτε | ||
θα συσκευάσει | θα συσκευάσουν(ε) | θα συσκευαστεί | θα συσκευαστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συσκευάσει θα έχω συσκευασμένο | θα έχουμε συσκευάσει θα έχουμε συσκευασμένο | θα έχω συσκευαστεί θα είμαι συσκευασμένος, -η | θα έχουμε συσκευαστεί | |
θα έχεις συσκευάσει θα έχεις συσκευασμένο | θα έχετε συσκευάσει θα έχετε συσκευασμένο | θα έχεις συσκευαστεί θα είσαι συσκευασμένος, -η | θα έχετε συσκευάστει θα είστε συσκευασμένοι, -ες | ||
θα έχει συσκευάσει θα έχει συσκευασμένο | θα έχουν συσκευάσει θα έχουν συσκευασμένο | θα έχει συσκευαστεί θα είναι συσκευασμένος, -η, -ο | θα έχουν συσκευαστεί θα είναι συσκευασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συσκευάζω | να συσκευάζουμε, | να συσκευάζομαι | να συσκευαζόμαστε |
να συσκευάζεις | να συσκευάζετε | να συσκευάζεσαι | να συσκευάζεστε, | ||
να συσκευάζει | να συσκευάζουν(ε) | να συσκευάζεται | να συσκευάζονται | ||
Aorist | να συσκευάσω | να συσκευάσουμε, | να συσκευαστώ | να συσκευαστούμε | |
να συσκευάσεις | να συσκευάσετε | να συσκευαστείς | να συσκευαστείτε | ||
να συσκευάσει | να συσκευάσουν(ε) | να συσκευαστεί | να συσκευαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συσκευάσει να έχω συσκευασμένο | να έχουμε συσκευάσει | να έχω συσκευαστεί | να έχουμε συσκευαστεί | |
να έχεις συσκευάσει | να έχετε συσκευάσει να έχετε συσκευασμένο | να έχεις συσκευαστεί να είσαι συσκευασμένος, -η | να έχετε συσκευαστεί να είστε συσκευασμένοι, -ες | ||
να έχει συσκευάσει να έχει συσκευασμένο | να έχουν συσκευάσει να έχουν συσκευασμένο | να έχει συσκευαστεί | να έχουν συσκευαστεί | ||
Imper ativ | Pres | συσκεύαζε | συσκευάζετε | συσκευάζεστε | |
Aorist | συσκεύασε | συσκευάστε | συσκευάσου | συσκευαστείτε | |
Part izip | Pres | συσκευάζοντας | συσκευαζόμενος | ||
Perf | έχοντας συσκευάσει, | συσκευασμένος, -η, -ο | συσκευασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συσκευάσει | συσκευαστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verpacke | ||
du | verpackst | |||
er, sie, es | verpackt | |||
Präteritum | ich | verpackte | ||
Konjunktiv II | ich | verpackte | ||
Imperativ | Singular | verpacke! verpack! | ||
Plural | verpackt! verpacket! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verpackt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verpacken |
συσκευάζω [siskevázo] -ομαι : τοποθετώ κτ. μέσα σε κιβώτιο ή σε κου τί, ή το τυλίγω με χαρτί ή με άλλο σχετικό υλικό, ώστε να μπορεί να μετα φερθεί με ασφάλεια· αμπαλάρω: συσκευάζω τα γυαλικά σε ξύλινα κιβώτια. Bιβλία συσκευασμένα σε χαρτοκιβώτια. || τοποθετώ σε κατάλληλο περίβλημα ένα προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά, για την ασφαλέστερη διακίνησή του και για την καλύτερη διατήρησή του: Φάρμακα / γαλακτοκομικά προϊόντα που παρασκευάζονται στο εξωτερικό, συσκευάζονται όμως στην Ελλάδα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.