zugehen
 Verb

πλησιάζω Verb
(1)
κλείνω Verb
(0)
κατευθύνομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Robin, dank dir kann ich jetzt auf jede Frau zugehen und sagen, was immer Gruseliges, Widerwärtiges ich sagen will, und problemlos damit davonkommen.Ρόμπιν, χάρη σ' εσένα... Μπορώ πια να πλησιάζω τα κορίτσια και να λέω οτιδήποτε αλλόκοτο ή αηδιαστικό θέλω και να τη βγάζω καθαρή.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
entgegenkommen
zugehen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλησιάζωπλησιάζουμε, πλησιάζομε
πλησιάζειςπλησιάζετε
πλησιάζειπλησιάζουν(ε)
Imper
fekt
πλησίαζαπλησιάζαμε
πλησίαζεςπλησιάζατε
πλησίαζεπλησίαζαν, πλησιάζαν(ε)
Aoristπλησίασαπλησιάσαμε
πλησίασεςπλησιάσατε
πλησίασεπλησίασαν, πλησιάσαν(ε)
Per
fekt
έχω πλησιάσειέχουμε πλησιάσει
έχεις πλησιάσειέχετε πλησιάσει
έχει πλησιάσειέχουν πλησιάσει
Plu
per
fekt
είχα πλησιάσειείχαμε πλησιάσει
είχες πλησιάσειείχατε πλησιάσει
είχε πλησιάσειείχαν πλησιάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλησιάζωθα πλησιάζουμε, θα πλησιάζομε
θα πλησιάζειςθα πλησιάζετε
θα πλησιάζειθα πλησιάζουν(ε)
Fut
ur
θα πλησιάσωθα πλησιάσουμε, θα πλησιάζομε
θα πλησιάσειςθα πλησιάσετε
θα πλησιάσειθα πλησιάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλησιάσειθα έχουμε πλησιάσει
θα έχεις πλησιάσειθα έχετε πλησιάσει
θα έχει πλησιάσειθα έχουν πλησιάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλησιάζωνα πλησιάζουμε, να πλησιάζομε
να πλησιάζειςνα πλησιάζετε
να πλησιάζεινα πλησιάζουν(ε)
Aoristνα πλησιάσωνα πλησιάσουμε, να πλησιάσομε
να πλησιάσειςνα πλησιάσετε
να πλησιάσεινα πλησιάσουν(ε)
Perfνα έχω πλησιάσεινα έχουμε πλησιάσει
να έχεις πλησιάσεινα έχετε πλησιάσει
να έχει πλησιάσεινα έχουν πλησιάσει
Imper
ativ
Presπλησίαζεπλησιάζετε
Aoristπλησίασεπλησιάστε
Part
izip
Presπλησιάζοντας
Perfέχοντας πλησιάσει
InfinAoristπλησιάσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κλείνω, κλείωκλείνουμε, κλείνομεκλείνομαικλεινόμαστε
κλείνειςκλείνετεκλείνεσαικλείνεστε, κλεινόσαστε
κλείνεικλείνουν(ε)κλείνεταικλείνονται
Imper
fekt
έκλεινακλείναμεκλεινόμουν(α)κλεινόμαστε, κλεινόμασταν
έκλεινεςκλείνατεκλεινόσουν(α)κλεινόσαστε, κλεινόσασταν
έκλεινεέκλειναν, κλείναν(ε)κλεινόταν(ε)κλείνονταν, κλεινόντανε, κλεινόντουσαν
Aoristέκλεισακλείσαμεκλείστηκακλειστήκαμε
έκλεισεςκλείσατεκλείστηκεςκλειστήκατε
έκλεισεέκλεισαν, κλείσαν(ε)κλείστηκεκλείστηκαν, κλειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κλείσει
έχω κλεισμένο
έχουμε κλείσει
έχουμε κλεισμένο
έχω κλειστεί
είμαι κλεισμένος, -η
έχουμε κλειστεί
είμαστε κλεισμένοι, -ες
έχεις κλείσει
έχεις κλεισμένο
έχετε κλείσει
έχετε κλεισμένο
έχεις κλειστεί
είσαι κλεισμένος, -η
έχετε κλειστεί
είστε κλεισμένοι, -ες
έχει κλείσει
έχει κλεισμένο
έχουν κλείσει
έχουν κλεισμένο
έχει κλειστεί
είναι κλεισμένος, -η, -ο
έχουν κλειστεί
είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα κλείσει
είχα κλεισμένο
είχαμε κλείσει
είχαμε κλεισμένο
είχα κλειστεί
ήμουν κλεισμένος, -η
είχαμε κλειστεί
ήμαστε κλεισμένοι, -ες
είχες κλείσει
είχες κλεισμένο
είχατε κλείσει
είχατε κλεισμένο
είχες κλειστεί
ήσουν κλεισμένος, -η
είχατε κλειστεί
ήσαστε κλεισμένοι, -ες
είχε κλείσει
είχε κλεισμένο
είχαν κλείσει
είχαν κλεισμένο
είχε κλειστεί
ήταν κλεισμένος, -η, -ο
είχαν κλειστεί
ήταν κλεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κλείνωθα κλείνουμε, θα κλείνομεθα κλείνομαιθα κλεινόμαστε
θα κλείνειςθα κλείνετεθα κλείνεσαιθα κλείνεστε, θα κλεινόσαστε
θα κλείνειθα κλείνουν(ε)θα κλείνεταιθα κλείνονται
Fut
ur
θα κλείσωθα κλείσουμε, θα κλείσομεθα κλειστώθα κλειστούμε
θα κλείσειςθα κλείσετεθα κλειστείςθα κλειστείτε
θα κλείσειθα κλείσουνθα κλειστείθα κλειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κλείσει
θα έχω κλεισμένο
θα έχουμε κλείσει
θα έχουμε κλεισμένο
θα έχω κλειστεί
θα είμαι κλεισμένος, -η
θα έχουμε κλειστεί
θα είμαστε κλεισμένοι, -ες
θα έχεις κλείσει
θα έχεις κλεισμένο
θα έχετε κλείσει
θα έχετε κλεισμένο
θα έχεις κλειστεί
θα είσαι κλεισμένος, -η
θα έχετε κλειστεί
θα είστε κλεισμένοι, -ες
θα έχει κλείσει
θα έχει κλεισμένο
θα έχουν κλείσει
θα έχουν κλεισμένο
θα έχει κλειστεί
θα είναι κλεισμένος, -η, -ο
θα έχουν κλειστεί
θα είναι κλεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κλείνωνα κλείνουμενα κλείνομαινα κλεινόμαστε
να κλείνειςνα κλείνετενα κλείνεσαινα κλείνεστε, να κλεινόσαστε
να κλείνεινα κλείνουννα κλείνεταινα κλείνονται
Aoristνα κλείσωνα κλείσουμενα κλειστώνα κλειστούμε
να κλείσειςνα κλείσετενα κλειστείςνα κλειστείτε
να κλείσεινα κλείσουννα κλειστείνα κλειστούν(ε)
Perfνα έχω κλείσει
να έχω κλεισμένο
να έχουμε κλείσει
να έχουμε κλεισμένο
να έχω κλειστεί
να είμαι κλεισμένος, -η
να έχουμε κλειστεί
να είμαστε κλεισμένοι, -ες
να έχεις κλείσει
να έχεις κλεισμένο
να έχετε κλείσει
να έχετε κλεισμένο
να έχεις κλειστεί
να είσαι κλεισμένος, -η
να έχετε κλειστεί
να είστε κλεισμένοι, -ες
να έχει κλείσει
να έχει κλεισμένο
να έχουν κλείσει
να έχουν κλεισμένο
να έχει κλειστεί
να είναι κλεισμένος, -η, -ο
να έχουν κλειστεί
να είναι κλεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκλείνεκλείνετεκλείνεστε
Aoristκλείσεκλείσετε, κλείστεκλείσουκλειστείτε
Part
izip
Presκλείνοντας
Perfέχοντας κλείσει
έχοντας κλεισμένο
κλεισμένος, -η, -οκλεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκλείσεικλειστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback