λαμβάνω altgriechisch λαμβάνω proto-indogermanisch *sleh₂gʷ-
Griechisch | Deutsch |
---|---|
ότι η συμμετοχή αυτή στην ευρωπαϊκή ομάδα δεν αποτελεί τιμητική θέση και ότι θα λαμβάνω αμοιβή για την εργασία αυτή καθώς και έξοδα ταξιδιού και διαμονής από την Επιτροπή, | dass die Mitgliedschaft in der europäischen Jury kein Ehrenamt ist und dass ich von der Kommission ein Entgelt für diese Arbeit sowie eine Erstattung der Reiseund Aufenthaltskosten erhalten werde, Übersetzung bestätigt |
Πρέπει να πω, αντίθετα, ότι ορισμένοι ορεσίβιοι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι μου είπαν: "Θα προτιμούσα να λαμβάνω το ταχυδρομείο μία φορά την εβδομάδα, αλλά να έχω υψηλότερη σύνταξη παρά να λαμβάνω το ταχυδρομείο κάθε μέρα και να έχω χαμηλότερη σύνταξη" . | Allerdings gab es in den Bergregionen wiederum Rentner, die zu mir sagten: "Lieber würde ich die Post nur einmal in der Woche erhalten und eine höhere Rente beziehen, als jeden Tag die Post zugestellt zu bekommen und eine niedrigere Rente zu erhalten. " Übersetzung bestätigt |
Γνωρίζω για το συμβούλιο και μάλιστα λαμβάνω τακτικά επιστολές από το συμβούλιο. Είναι μεγάλη χαρά να λαμβάνω από το συμβούλιο χριστουγεννιάτικες κάρτες στη γλώσσα αυτή. | Mir ist das Gremium zur Förderung dieser Sprache bekannt, und ich bekomme sogar regelmäßig Post von ihm; es ist eine große Freude, von dem Gremium eine Weihnachtskarte in dieser Sprache zu erhalten. Übersetzung bestätigt |
Θα ήθελα επίσης να πω ότι λαμβάνω εκθέσεις από το Πακιστάν από την πρόσφατη συγκέντρωση, τη σύλληψη και την απαγγελία κατηγορίας σε χιλιάδες μαχητές του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν (PPP). | Lassen Sie mich Ihnen ferner mitteilen, dass ich aus Pakistan Berichte erhalten habe, wonach dieser Tage Tausende Aktivisten der Pakistanischen Volkspartei PPP festgenommen, inhaftiert und unter Anklage gestellt worden sind. Übersetzung bestätigt |
Είμαι και εγώ ένθερμη υποστηρίκτρια της ίσης μεταχείρισης καταρχήν και μπορώ ειλικρινά να πω ότι ορισμένες φορές μου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσω γιατί, για την εργασία που προσφέρω στο παρόν Σώμα, λαμβάνω τόσο χαμηλότερη αμοιβή από τους δυτικούς συναδέλφους μου (δέκα φορές χαμηλότερη από τους Ιταλούς). | Auch ich bin eine große Anhängerin des Grundsatzes der Gleichbehandlung und kann ehrlich sagen, dass es für mich zuweilen schwierig zu verstehen ist, warum ich für die Arbeit in diesem Hohen Haus sehr viel geringere Bezüge als meine Kollegen aus dem Westen bekomme (nur ein Zehntel dessen, was die Italiener erhalten). Übersetzung bestätigt |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | λαμβάνω | λαμβάνουμε, λαμβάνομε | λαμβάνομαι | λαμβανόμαστε |
λαμβάνεις | λαμβάνετε | λαμβάνεσαι | λαμβάνεστε, λαμβανόσαστε | ||
λαμβάνει | λαμβάνουν(ε) | λαμβάνεται | λαμβάνονται | ||
Imper fekt | λάμβανα | λαμβάναμε | λαμβανόμουν(α) | λαμβανόμαστε | |
λάμβανες | λαμβάνατε | λαμβανόσουν(α) | λαμβανόσαστε | ||
λάμβανε | λάμβαναν, λαμβάναν(ε) | λαμβανόταν(ε) | λαμβάνονταν | ||
Aorist | έλαβα | λάβαμε | λήφθηκα | ληφθήκαμε | |
έλαβες | λάβατε | λήφθηκες | ληφθήκατε | ||
έλαβε | έλαβαν, λάβαν(ε) | λήφθηκε, ελήφθη | λήφθηκαν, ελήφθησαν | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα λαμβάνω | θα λαμβάνουμε, | θα λαμβάνομαι | θα λαμβανόμαστε | |
θα λαμβάνεις | θα λαμβάνετε | θα λαμβάνεσαι | θα λαμβάνεστε, | ||
θα λαμβάνει | θα λαμβάνουν(ε) | θα λαμβάνεται | θα λαμβάνονται | ||
Fut ur | θα λάβω | θα λάβουμε, | θα ληφθώ | θα ληφθούμε | |
θα λάβεις | θα λάβετε | θα ληφθείς | θα ληφθείτε | ||
θα λάβει | θα λάβουν(ε) | θα ληφθεί | θα ληφθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να λαμβάνω | να λαμβάνουμε, | να λαμβάνομαι | να λαμβανόμαστε |
να λαμβάνεις | να λαμβάνετε | να λαμβάνεσαι | να λαμβάνεστε, | ||
να λαμβάνει | να λαμβάνουν(ε) | να λαμβάνεται | να λαμβάνονται | ||
Aorist | να λάβω | να λάβουμε, | να ληφθώ | να ληφθούμε | |
να λάβεις | να λάβετε | να ληφθείς | να ληφθείτε | ||
να λάβει | να λάβουν(ε) | να ληφθεί | να ληφθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | λάμβανε | λαμβάνετε | λαμβάνεστε | |
Aorist | έλαβε | λάβετε | ληφθείτε | ||
Part izip | Pres | λαμβάνοντας | λαμβανόμενος | ||
Perf | έχοντας λάβει | ειλημμένος, -η, -ο | ειλημμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | λάβει | ληφθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erhalte | ||
du | erhältst | |||
er, sie, es | erhält | |||
Präteritum | ich | erhielt | ||
Konjunktiv II | ich | erhielte | ||
Imperativ | Singular | erhalt! erhalte! | ||
Plural | erhaltet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erhalten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erhalten |
λαμβάνω [lamváno] -ομαι Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει, παθ. αόρ. λήφθηκα, γ' πρόσ. και ελήφθη, ελήφθησαν, απαρέμφ. ληφθεί & (σπάν.) λαβαίνω [lavéno] Ρ αόρ. έλαβα, απαρέμφ. λάβει : 1. δέχομαι, παίρνω κτ. από κπ., είμαι ο παραλήπτης: Έλαβα το δέμα / το γράμμα / την επιταγή. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.