verewigen
 Verb

απαθανατίζω Verb
(0)
διαιωνίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sie will sich auch hier verewigen.Έντνα, έλα να δεις!

Übersetzung nicht bestätigt

Bevor wir diese Stadt verlassen, verewigen wir deinen Busen als Abdruck auf dem Gehsteig.Πριν την κάνουμε απ' αυτήν την πόλη, θα έχεις τ' αποτυπώματα των βυζιών σου σε τσιμέντο έξω απ' το Grauman.

Übersetzung nicht bestätigt

Wieso denn? Ich wollte dich verewigen. Die Öffentlichkeit wäre unglücklich ohne ein paar Bilder von dir.Το κοινό σου δε θα χαρεί χωρίs μερικά κοντινά πλάνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Eine Erbschaft kann man nicht verewigen.Απαγορεύει σε κληροδότημα να περνά από γενεά σε γενεά.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie werden uns bald mit einem Foto... an Ihrer Wand verewigen.Πάω στοίχημα πως σε μερικά χρόνια, θα μας απαθανατίσεις... κι εμάς στον τοίχο σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαιωνίζωδιαιωνίζουμε, διαιωνίζομεδιαιωνίζομαιδιαιωνιζόμαστε
διαιωνίζειςδιαιωνίζετεδιαιωνίζεσαιδιαιωνίζεστε, διαιωνιζόσαστε
διαιωνίζειδιαιωνίζουν(ε)διαιωνίζεταιδιαιωνίζονται
Imper
fekt
διαιώνιζαδιαιωνίζαμεδιαιωνιζόμουν(α)διαιωνιζόμαστε, διαιωνιζόμασταν
διαιώνιζεςδιαιωνίζατεδιαιωνιζόσουν(α)διαιωνιζόσαστε, διαιωνιζόσασταν
διαιώνιζεδιαιώνιζαν, διαιωνίζαν(ε)διαιωνιζόταν(ε)διαιωνίζονταν, διαιωνιζόντανε, διαιωνιζόντουσαν
Aoristδιαιώνισαδιαιωνίσαμεδιαιωνίστηκαδιαιωνιστήκαμε
διαιώνισεςδιαιωνίσατεδιαιωνίστηκεςδιαιωνιστήκατε
διαιώνισεδιαιώνισαν, διαιωνίσαν(ε)διαιωνίστηκεδιαιωνίστηκαν, διαιωνιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαιωνίσει
έχω διαιωνισμένο
έχουμε διαιωνίσει
έχουμε διαιωνισμένο
έχω διαιωνιστεί
είμαι διαιωνισμένος, -η
έχουμε διαιωνιστεί
είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
έχεις διαιωνίσει
έχεις διαιωνισμένο
έχετε διαιωνίσει
έχετε διαιωνισμένο
έχεις διαιωνιστεί
είσαι διαιωνισμένος, -η
έχετε διαιωνιστεί
είστε διαιωνισμένοι, -ες
έχει διαιωνίσει
έχει διαιωνισμένο
έχουν διαιωνίσει
έχουν διαιωνισμένο
έχει διαιωνιστεί
είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
έχουν διαιωνιστεί
είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαιωνίσει
είχα διαιωνισμένο
είχαμε διαιωνίσει
είχαμε διαιωνισμένο
είχα διαιωνιστεί
ήμουν διαιωνισμένος, -η
είχαμε διαιωνιστεί
ήμαστε διαιωνισμένοι, -ες
είχες διαιωνίσει
είχες διαιωνισμένο
είχατε διαιωνίσει
είχατε διαιωνισμένο
είχες διαιωνιστεί
ήσουν διαιωνισμένος, -η
είχατε διαιωνιστεί
ήσαστε διαιωνισμένοι, -ες
είχε διαιωνίσει
είχε διαιωνισμένο
είχαν διαιωνίσει
είχαν διαιωνισμένο
είχε διαιωνιστεί
ήταν διαιωνισμένος, -η, -ο
είχαν διαιωνιστεί
ήταν διαιωνισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαιωνίζωθα διαιωνίζουμε, θα διαιωνίζομεθα διαιωνίζομαιθα διαιωνιζόμαστε
θα διαιωνίζειςθα διαιωνίζετεθα διαιωνίζεσαιθα διαιωνίζεστε, θα διαιωνιζόσαστε
θα διαιωνίζειθα διαιωνίζουν(ε)θα διαιωνίζεταιθα διαιωνίζονται
Fut
ur
θα διαιωνίσωθα διαιωνίσουμε, θα διαιωνίζομεθα διαιωνιστώθα διαιωνιστούμε
θα διαιωνίσειςθα διαιωνίσετεθα διαιωνιστείςθα διαιωνιστείτε
θα διαιωνίσειθα διαιωνίσουν(ε)θα διαιωνιστείθα διαιωνιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαιωνίσει
θα έχω διαιωνισμένο
θα έχουμε διαιωνίσει
θα έχουμε διαιωνισμένο
θα έχω διαιωνιστεί
θα είμαι διαιωνισμένος, -η
θα έχουμε διαιωνιστεί
θα είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
θα έχεις διαιωνίσει
θα έχεις διαιωνισμένο
θα έχετε διαιωνίσει
θα έχετε διαιωνισμένο
θα έχεις διαιωνιστεί
θα είσαι διαιωνισμένος, -η
θα έχετε διαιωνιστεί
θα είστε διαιωνισμένοι, -ες
θα έχει διαιωνίσει
θα έχει διαιωνισμένο
θα έχουν διαιωνίσει
θα έχουν διαιωνισμένο
θα έχει διαιωνιστεί
θα είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιωνιστεί
θα είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαιωνίζωνα διαιωνίζουμε, να διαιωνίζομενα διαιωνίζομαινα διαιωνιζόμαστε
να διαιωνίζειςνα διαιωνίζετενα διαιωνίζεσαινα διαιωνίζεστε, να διαιωνιζόσαστε
να διαιωνίζεινα διαιωνίζουν(ε)να διαιωνίζεταινα διαιωνίζονται
Aoristνα διαιωνίσωνα διαιωνίσουμε, να διαιωνίσομενα διαιωνιστώνα διαιωνιστούμε
να διαιωνίσειςνα διαιωνίσετενα διαιωνιστείςνα διαιωνιστείτε
να διαιωνίσεινα διαιωνίσουν(ε)να διαιωνιστείνα διαιωνιστούν(ε)
Perfνα έχω διαιωνίσει
να έχω διαιωνισμένο
να έχουμε διαιωνίσει
να έχουμε διαιωνισμένο
να έχω διαιωνιστεί
να είμαι διαιωνισμένος, -η
να έχουμε διαιωνιστεί
να είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
να έχεις διαιωνίσει
να έχεις διαιωνισμένο
να έχετε διαιωνίσει
να έχετε διαιωνισμένο
να έχεις διαιωνιστεί
να είσαι διαιωνισμένος, -η
να έχετε διαιωνιστεί
να είστε διαιωνισμένοι, -ες
να έχει διαιωνίσει
να έχει διαιωνισμένο
να έχουν διαιωνίσει
να έχουν διαιωνισμένο
να έχει διαιωνιστεί
να είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
να έχουν διαιωνιστεί
να είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαιώνιζεδιαιωνίζετεδιαιωνίζεστε
Aoristδιαιώνισεδιαιωνίστεδιαιωνίσουδιαιωνιστείτε
Part
izip
Presδιαιωνίζονταςδιαιωνιζόμενος
Perfέχοντας διαιωνίσει, έχοντας διαιωνισμένοδιαιωνισμένος, -η, -οδιαιωνισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαιωνίσειδιαιωνιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback