διαιωνίζω Verb  [dieonizo, thieonizo, diaiwnizw]

  Verb
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
απαθανατίζω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διαιωνίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαιωνίζωδιαιωνίζουμε, διαιωνίζομεδιαιωνίζομαιδιαιωνιζόμαστε
διαιωνίζειςδιαιωνίζετεδιαιωνίζεσαιδιαιωνίζεστε, διαιωνιζόσαστε
διαιωνίζειδιαιωνίζουν(ε)διαιωνίζεταιδιαιωνίζονται
Imper
fekt
διαιώνιζαδιαιωνίζαμεδιαιωνιζόμουν(α)διαιωνιζόμαστε, διαιωνιζόμασταν
διαιώνιζεςδιαιωνίζατεδιαιωνιζόσουν(α)διαιωνιζόσαστε, διαιωνιζόσασταν
διαιώνιζεδιαιώνιζαν, διαιωνίζαν(ε)διαιωνιζόταν(ε)διαιωνίζονταν, διαιωνιζόντανε, διαιωνιζόντουσαν
Aoristδιαιώνισαδιαιωνίσαμεδιαιωνίστηκαδιαιωνιστήκαμε
διαιώνισεςδιαιωνίσατεδιαιωνίστηκεςδιαιωνιστήκατε
διαιώνισεδιαιώνισαν, διαιωνίσαν(ε)διαιωνίστηκεδιαιωνίστηκαν, διαιωνιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαιωνίσει
έχω διαιωνισμένο
έχουμε διαιωνίσει
έχουμε διαιωνισμένο
έχω διαιωνιστεί
είμαι διαιωνισμένος, -η
έχουμε διαιωνιστεί
είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
έχεις διαιωνίσει
έχεις διαιωνισμένο
έχετε διαιωνίσει
έχετε διαιωνισμένο
έχεις διαιωνιστεί
είσαι διαιωνισμένος, -η
έχετε διαιωνιστεί
είστε διαιωνισμένοι, -ες
έχει διαιωνίσει
έχει διαιωνισμένο
έχουν διαιωνίσει
έχουν διαιωνισμένο
έχει διαιωνιστεί
είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
έχουν διαιωνιστεί
είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαιωνίσει
είχα διαιωνισμένο
είχαμε διαιωνίσει
είχαμε διαιωνισμένο
είχα διαιωνιστεί
ήμουν διαιωνισμένος, -η
είχαμε διαιωνιστεί
ήμαστε διαιωνισμένοι, -ες
είχες διαιωνίσει
είχες διαιωνισμένο
είχατε διαιωνίσει
είχατε διαιωνισμένο
είχες διαιωνιστεί
ήσουν διαιωνισμένος, -η
είχατε διαιωνιστεί
ήσαστε διαιωνισμένοι, -ες
είχε διαιωνίσει
είχε διαιωνισμένο
είχαν διαιωνίσει
είχαν διαιωνισμένο
είχε διαιωνιστεί
ήταν διαιωνισμένος, -η, -ο
είχαν διαιωνιστεί
ήταν διαιωνισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαιωνίζωθα διαιωνίζουμε, θα διαιωνίζομεθα διαιωνίζομαιθα διαιωνιζόμαστε
θα διαιωνίζειςθα διαιωνίζετεθα διαιωνίζεσαιθα διαιωνίζεστε, θα διαιωνιζόσαστε
θα διαιωνίζειθα διαιωνίζουν(ε)θα διαιωνίζεταιθα διαιωνίζονται
Fut
ur
θα διαιωνίσωθα διαιωνίσουμε, θα διαιωνίζομεθα διαιωνιστώθα διαιωνιστούμε
θα διαιωνίσειςθα διαιωνίσετεθα διαιωνιστείςθα διαιωνιστείτε
θα διαιωνίσειθα διαιωνίσουν(ε)θα διαιωνιστείθα διαιωνιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαιωνίσει
θα έχω διαιωνισμένο
θα έχουμε διαιωνίσει
θα έχουμε διαιωνισμένο
θα έχω διαιωνιστεί
θα είμαι διαιωνισμένος, -η
θα έχουμε διαιωνιστεί
θα είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
θα έχεις διαιωνίσει
θα έχεις διαιωνισμένο
θα έχετε διαιωνίσει
θα έχετε διαιωνισμένο
θα έχεις διαιωνιστεί
θα είσαι διαιωνισμένος, -η
θα έχετε διαιωνιστεί
θα είστε διαιωνισμένοι, -ες
θα έχει διαιωνίσει
θα έχει διαιωνισμένο
θα έχουν διαιωνίσει
θα έχουν διαιωνισμένο
θα έχει διαιωνιστεί
θα είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
θα έχουν διαιωνιστεί
θα είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαιωνίζωνα διαιωνίζουμε, να διαιωνίζομενα διαιωνίζομαινα διαιωνιζόμαστε
να διαιωνίζειςνα διαιωνίζετενα διαιωνίζεσαινα διαιωνίζεστε, να διαιωνιζόσαστε
να διαιωνίζεινα διαιωνίζουν(ε)να διαιωνίζεταινα διαιωνίζονται
Aoristνα διαιωνίσωνα διαιωνίσουμε, να διαιωνίσομενα διαιωνιστώνα διαιωνιστούμε
να διαιωνίσειςνα διαιωνίσετενα διαιωνιστείςνα διαιωνιστείτε
να διαιωνίσεινα διαιωνίσουν(ε)να διαιωνιστείνα διαιωνιστούν(ε)
Perfνα έχω διαιωνίσει
να έχω διαιωνισμένο
να έχουμε διαιωνίσει
να έχουμε διαιωνισμένο
να έχω διαιωνιστεί
να είμαι διαιωνισμένος, -η
να έχουμε διαιωνιστεί
να είμαστε διαιωνισμένοι, -ες
να έχεις διαιωνίσει
να έχεις διαιωνισμένο
να έχετε διαιωνίσει
να έχετε διαιωνισμένο
να έχεις διαιωνιστεί
να είσαι διαιωνισμένος, -η
να έχετε διαιωνιστεί
να είστε διαιωνισμένοι, -ες
να έχει διαιωνίσει
να έχει διαιωνισμένο
να έχουν διαιωνίσει
να έχουν διαιωνισμένο
να έχει διαιωνιστεί
να είναι διαιωνισμένος, -η, -ο
να έχουν διαιωνιστεί
να είναι διαιωνισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιαιώνιζεδιαιωνίζετεδιαιωνίζεστε
Aoristδιαιώνισεδιαιωνίστεδιαιωνίσουδιαιωνιστείτε
Part
izip
Presδιαιωνίζονταςδιαιωνιζόμενος
Perfέχοντας διαιωνίσει, έχοντας διαιωνισμένοδιαιωνισμένος, -η, -οδιαιωνισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαιωνίσειδιαιωνιστεί





Griechische Definition zu διαιωνίζω

διαιωνίζω [δieonízo] -ομαι : 1α. κάνω κτ. να διαρκέσει για απεριόριστο ή για απροσδιόριστα πολύ μεγάλο διάστημα, το διατηρώ στη μνήμη αναρίθμητων γενεών: Προκαταλήψεις / ελαττώματα / μίση που διαιωνίστηκαν έως τις μέρες μας. H δόξα του θα διαιωνίζεται όσο θα υπάρχει το έθνος μας. β. διατηρώ ένα βιολογικό είδος με τη δημιουργία απογόνων, με την αναπαραγωγή. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback