ακολουθώ Verb (88) |
παρακολουθώ Verb (23) |
υπακούω Verb (3) |
διαδέχομαι Verb (0) |
έπομαι Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Führungsfähigkeit heißt, nicht einfach populären oder populistischen Trends zu folgen. | Ηγεσία δεν σημαίνει ακολουθώ δημοφιλείς ή λαϊκίστικες τάσεις. Übersetzung bestätigt |
Wenn Sie der Meinung sind, dass ich dazu verpflichtet gewesen wäre, der Meinung eines Einzelinstituts zu folgen und der Meinung aller anderen nicht, dann dürfen Sie mir das sagen und dann dürfen Sie mich dafür tadeln. | Αν πιστεύετε ότι είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ τη γνώμη ενός και μόνον ινστιτούτου και να αγνοώ τις απόψεις όλων των υπολοίπων, τότε παρακαλώ να μου το πείτε και να με επιπλήξετε γι' αυτό. Übersetzung bestätigt |
Ich lernte Intuitionen zu folgen, auch wenn man sie nicht unbedingt begründen kann oder weiß wohin sie führen werden. | Οπότε, έμαθα να ακολουθώ τις προσταγές του ενστίκτου μου, παρόλο που δεν μπορείς κατ' ανάγκη να τις εξηγήσεις ή να ξέρεις τι έκβαση θα έχουν. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber ich habe gelernt, der Intuition zu folgen aber niemals Vermutungen über das "wohin" anzustellen. | Έμαθα, όμως, να ακολουθώ τις επιταγές του ενστίκτου μου, χωρίς να κάνω υποθέσεις για την έκβαση που θα έχουν. Übersetzung nicht bestätigt |
Und als ich wieder damit anfing, diesen acht Prinzipien zu folgen, verschwand die schwarze Wolke über mir. | Και όταν ξανάρχισα να ακολουθώ αυτές τις οκτώ αρχές, το μαύρο σύννεφο πάνω απο το κεφάλι μου εξαφανίστηκε. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
folgend |
folgende |
folgenschwer |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | folge | ||
du | folgst | |||
er, sie, es | folgt | |||
Präteritum | ich | folgte | ||
Konjunktiv II | ich | folgte | ||
Imperativ | Singular | folge! folg! | ||
Plural | folgt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gefolgt | sein, haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:folgen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ακολουθάω | ακολουθάμε, ακολουθούμε | ακολουθιέμαι | ακολουθιόμαστε |
ακολουθάς | ακολουθάτε | ακολουθιέσαι | ακολουθιέστε, ακολουθιόσαστε | ||
ακολουθάει, ακολουθά | ακολουθάν(ε), ακολουθούν(ε) | ακολουθιέται | ακολουθιούνται, ακολουθιόνται | ||
Imper fekt | ακολουθούσα, ακολούθαγα | ακολουθούσαμε, ακολουθάγαμε | ακολουθιόμουν(α) | ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν | |
ακολουθούσες, ακολούθαγες | ακολουθούσατε, ακολουθάγατε | ακολουθιόσουν(α) | ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν | ||
ακολουθούσε, ακολούθαγε | ακολουθούσαν(ε), ακολούθαγαν, ακολουθάγανε | ακολουθιόταν(ε) | ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν | ||
Aorist | ακολούθησα | ακολουθήσαμε | ακολουθήθηκα | ακολουθηθήκαμε | |
ακολούθησες | ακολουθήσατε | ακολουθήθηκες | ακολουθηθήκατε | ||
ακολούθησε | ακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε) | ακολουθήθηκε | ακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ακολουθήσει | έχουμε ακολουθήσει | έχω ακολουθηθεί | έχουμε ακολουθηθεί | |
έχεις ακολουθήσει | έχετε ακολουθήσει | έχεις ακολουθηθεί | έχετε ακολουθηθεί | ||
έχει ακολουθήσει | έχουν ακολουθήσει | έχει ακολουθηθεί | έχουν ακολουθηθεί | ||
Plu perf ekt | είχα ακολουθήσει | είχαμε ακολουθήσει | είχα ακολουθηθεί | είχαμε ακολουθηθεί | |
είχες ακολουθήσει | είχατε ακολουθήσει | είχες ακολουθηθεί | είχατε ακολουθηθεί | ||
είχε ακολουθήσει | είχαν ακολουθήσει | είχε ακολουθηθεί | είχαν ακολουθηθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ακολουθάω, θα ακολουθώ | θα ακολουθάμε, θα ακολουθούμε | θα ακολουθιέμαι | θα ακολουθιόμαστε | |
θα ακολουθάς | θα ακολουθάτε | θα ακολουθιέσαι | θα ακολουθιέστε, θα ακολουθιόσαστε | ||
θα ακολουθάει, θα ακολουθά | θα ακολουθάν(ε), θα ακολουθούν(ε) | θα ακολουθιέται | θα ακολουθιούνται, θα ακολουθιόνται | ||
Fut ur | θα ακολουθήσω | θα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομε | θα ακολουθηθώ | θα ακολουθηθούμε | |
θα ακολουθήσεις | θα ακολουθήσετε | θα ακολουθηθείς | θα ακολουθηθείτε | ||
θα ακολουθήσει | θα ακολουθήσουν(ε) | θα ακολουθηθεί | θα ακολουθηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ακολουθήσει | θα έχουμε ακολουθήσει | θα έχω ακολουθηθεί | θα έχουμε ακολουθηθεί | |
θα έχεις ακολουθήσει | θα έχετε ακολουθήσει | θα έχεις ακολουθηθεί | θα έχετε ακολουθηθεί | ||
θα έχει ακολουθήσει | θα έχουν ακολουθήσει | θα έχει ακολουθηθεί | θα έχουν ακολουθηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ακολουθάω, να ακολουθώ | να ακολουθάμε, να ακολουθούμε | να ακολουθιέμαι | να ακολουθιόμαστε |
να ακολουθάς | να ακολουθάτε | να ακολουθιέσαι | να ακολουθιέστε, να ακολουθιόσαστε | ||
να ακολουθάει, να ακολουθά | να ακολουθάν(ε), να ακολουθούν(ε) | να ακολουθιέται | να ακολουθιούνται, να ακολουθιόνται | ||
Aorist | να ακολουθήσω | να ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομε | να ακολουθηθώ | να ακολουθηθούμε | |
να ακολουθήσεις | να ακολουθήσετε | να ακολουθηθείς | να ακολουθηθείτε | ||
να ακολουθήσει | να ακολουθήσουν(ε) | να ακολουθηθεί | να ακολουθηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ακολουθήσει | να έχουμε ακολουθήσει | να έχω ακολουθηθεί | να έχουμε ακολουθηθεί | |
να έχεις ακολουθήσει | να έχετε ακολουθήσει | να έχεις ακολουθηθεί | να έχετε ακολουθηθεί | ||
να έχει ακολουθήσει | να έχουν ακολουθήσει | να έχει ακολουθηθεί | να έχουν ακολουθηθεί | ||
Imper ativ | Pres | ακόλουθα, ακολούθαγε | ακολουθάτε | ακολουθιέστε | |
Aorist | ακολούθησε, ακολούθα | ακολουθήστε | ακολουθήσου | ακολουθηθείτε | |
Part izip | Pres | ακολουθώντας | |||
Perf | έχοντας ακολουθήσει | ||||
Infin | Aorist | ακολουθήσει | ακολουθηθεί |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | υπακούω | υπακούουμε |
υπακούς | υπακούτε | ||
υπακούει | υπακούν(ε) | ||
Imper fekt | υπάκουγα | υπακούγαμε | |
υπάκουγες | υπακούγατε | ||
υπάκουγε | υπάκουγαν, υπακούγαν(ε) | ||
Aorist | υπάκουσα | υπακούσαμε | |
υπάκουσες | υπακούσατε | ||
υπάκουσε | υπάκουσαν, υπακούσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω υπακούσει | έχουμε υπακούσει | |
έχεις υπακούσει | έχετε υπακούσει | ||
έχει υπακούσει | έχουν υπακούσει | ||
Plu per fekt | είχα υπακούσει | είχαμε υπακούσει | |
είχες υπακούσει | είχατε υπακούσει | ||
είχε υπακούσει | είχαν υπακούσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα υπακούω | θα υπακούμε | |
θα υπακούς | θα υπακούτε | ||
θα υπακούει | θα υπακούν(ε) | ||
Fut ur | θα υπακούσω | θα υπακούσουμε, θα υπακούσομε | |
θα υπακούσεις | θα υπακούσετε | ||
θα υπακούσει | θα υπακούσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω υπακούσει | θα έχουμε υπακούσει | |
θα έχεις υπακούσει | θα έχετε υπακούσει | ||
θα έχει υπακούσει | θα έχουν υπακούσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να υπακούω | να υπακούομε |
να υπακούς | να υπακούτε | ||
να υπακούει | να υπακούν(ε) | ||
Aorist | να υπακούσω | να υπακούσουμε, να υπακούσομε | |
να υπακούσεις | να υπακούσετε | ||
να υπακούσει | να υπακούσουν(ε) | ||
Perf | να έχω υπακούσει | να έχουμε υπακούσει | |
να έχεις υπακούσει | να έχετε υπακούσει | ||
να έχει υπακούσει | να έχουν υπακούσει | ||
Imper ativ | Pres | υπάκουγε | υπακούτε |
Aorist | υπάκουσε | υπακούστε | |
Part izip | Pres | υπακούγοντας | |
Perf | έχοντας υπακούσει | ||
Infin | Aorist | υπακούσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.