Deutsch | Griechisch |
---|---|
Dies ist in der Regel der Fall bei der Zahlung von Lizenzgebühren, Zinszahlungen oder Aufwendungen der Unternehmensleitung, die zwischen Mitgliedern ein und desselben Konzerns erfolgen, es sei denn, es besteht eine entsprechende externe Transaktion. | Αυτό συμβαίνει συνήθως στην περίπτωση καταβολής δικαιωμάτων, τόκων ή διαχειριστικών τελών μεταξύ μελών του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων εκτός εάν υφίσταται μια συναφής συναλλαγή με εξωτερικό αντισυμβαλλόμενο. Übersetzung bestätigt |
Sollte dies nicht mehr möglich sein, sollte zumindest rechtzeitig im Voraus eine Unterrichtung der Ausführer darüber erfolgen. | Εφόσον αυτό δε συμβαίνει, οι εξαγωγείς πρέπει να ενημερώνονται ικανοποιητικά εκ των προτέρων. Übersetzung bestätigt |
In Übereinstimmung mit der für die Anwendung der innerhalb der Gemeinschaft für die Dienstund Versorgungsbezüge der Beamten und sonstigen Bediensteten der Europäischen Gemeinschaften geltenden Berichtigungskoeffizienten vorgesehenen Regelung ist jedoch vorzusehen, dass eine etwaige Rückforderung sich nur auf einen Zeitraum von höchstens sechs Monaten vor Inkrafttreten dieser Verordnung beziehen und die Wiedereinziehung in einem Zeitraum von höchstens zwölf Monaten nach Inkrafttreten dieser Verordnung erfolgen kann — | Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι η ενδεχόμενη αυτή επιστροφή μπορεί να αφορά μόνο ανώτατη περίοδο έξι μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού και ότι οι επιπτώσεις της μπορούν να κατανεμηθούν χρονικά σε ανώτατη περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία αυτή, όπως συμβαίνει με τους διορθωτικούς συντελεστές που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις αποδοχές και τις συντάξεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Übersetzung bestätigt |
Eine wirksame Überwachung der Lebensmittel, die für eine besondere Ernährung bestimmt sind und für die besondere Vorschriften erlassen wurden, kann zwar aufgrund allgemeiner, für den gesamten Lebensmittelsektor geltender Überwachungsvorschriften erfolgen, jedoch gilt dies nicht immer für Lebensmittel, für die solche spezifischen Bestimmungen nicht vorgesehen sind. | Αν και τα τρόφιμα που προορίζονται για ειδική διατροφή και που διέπονται από ειδικές διατάξεις είναι δυνατόν να ελέγχονται αποτελεσματικά βάσει των γενικών κανόνων για τον έλεγχο όλων των ειδών τροφίμων, τούτο δεν συμβαίνει πάντα για τα τρόφιμα για τα οποία δεν υπάρχουν τέτοιες ειδικές διατάξεις. Übersetzung bestätigt |
Es ist ratsam, für derartige Fälle — wie üblicherweise schon in den meisten Zollgesetzen verankert — vorzusehen, dass die Einfuhr nach einem Zollbefreiungsverfahren erfolgen kann, dem zufolge auf die Waren die normalerweise auf sie anwendbaren Eingangsabgaben nicht erhoben werden. | Είναι επιθυμητό, υπό παρόμοιες συνθήκες, να διευθετούνται καθεστώτα, όπως συμβαίνει παραδοσιακά στα περισσότερα συστήματα τελωνειακών κανόνων, ώστε να μπορούν να πραγματοποιηθούν εισαγωγές με το ευεργέτημα ενός καθεστώτος ατελειών, υπό το οποίο τα εμπορεύματα απαλλάσσονται από την επιβολή εισαγωγικών δασμών στους οποίους κανονικά υπόκεινται. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
erfolgen |
ergehen |
kommen zu (es) |
(sich) abspielen |
(sich) zutragen |
(sich) begeben (es) |
nicht ausbleiben |
(sich) tun |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | — | ||
du | — | |||
es | erfolgt | |||
Präteritum | es | erfolgte | ||
Konjunktiv II | es | erfolgte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfolgt | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfolgen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ακολουθάω | ακολουθάμε, ακολουθούμε | ακολουθιέμαι | ακολουθιόμαστε |
ακολουθάς | ακολουθάτε | ακολουθιέσαι | ακολουθιέστε, ακολουθιόσαστε | ||
ακολουθάει, ακολουθά | ακολουθάν(ε), ακολουθούν(ε) | ακολουθιέται | ακολουθιούνται, ακολουθιόνται | ||
Imper fekt | ακολουθούσα, ακολούθαγα | ακολουθούσαμε, ακολουθάγαμε | ακολουθιόμουν(α) | ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν | |
ακολουθούσες, ακολούθαγες | ακολουθούσατε, ακολουθάγατε | ακολουθιόσουν(α) | ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν | ||
ακολουθούσε, ακολούθαγε | ακολουθούσαν(ε), ακολούθαγαν, ακολουθάγανε | ακολουθιόταν(ε) | ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν | ||
Aorist | ακολούθησα | ακολουθήσαμε | ακολουθήθηκα | ακολουθηθήκαμε | |
ακολούθησες | ακολουθήσατε | ακολουθήθηκες | ακολουθηθήκατε | ||
ακολούθησε | ακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε) | ακολουθήθηκε | ακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ακολουθήσει | έχουμε ακολουθήσει | έχω ακολουθηθεί | έχουμε ακολουθηθεί | |
έχεις ακολουθήσει | έχετε ακολουθήσει | έχεις ακολουθηθεί | έχετε ακολουθηθεί | ||
έχει ακολουθήσει | έχουν ακολουθήσει | έχει ακολουθηθεί | έχουν ακολουθηθεί | ||
Plu perf ekt | είχα ακολουθήσει | είχαμε ακολουθήσει | είχα ακολουθηθεί | είχαμε ακολουθηθεί | |
είχες ακολουθήσει | είχατε ακολουθήσει | είχες ακολουθηθεί | είχατε ακολουθηθεί | ||
είχε ακολουθήσει | είχαν ακολουθήσει | είχε ακολουθηθεί | είχαν ακολουθηθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ακολουθάω, θα ακολουθώ | θα ακολουθάμε, θα ακολουθούμε | θα ακολουθιέμαι | θα ακολουθιόμαστε | |
θα ακολουθάς | θα ακολουθάτε | θα ακολουθιέσαι | θα ακολουθιέστε, θα ακολουθιόσαστε | ||
θα ακολουθάει, θα ακολουθά | θα ακολουθάν(ε), θα ακολουθούν(ε) | θα ακολουθιέται | θα ακολουθιούνται, θα ακολουθιόνται | ||
Fut ur | θα ακολουθήσω | θα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομε | θα ακολουθηθώ | θα ακολουθηθούμε | |
θα ακολουθήσεις | θα ακολουθήσετε | θα ακολουθηθείς | θα ακολουθηθείτε | ||
θα ακολουθήσει | θα ακολουθήσουν(ε) | θα ακολουθηθεί | θα ακολουθηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ακολουθήσει | θα έχουμε ακολουθήσει | θα έχω ακολουθηθεί | θα έχουμε ακολουθηθεί | |
θα έχεις ακολουθήσει | θα έχετε ακολουθήσει | θα έχεις ακολουθηθεί | θα έχετε ακολουθηθεί | ||
θα έχει ακολουθήσει | θα έχουν ακολουθήσει | θα έχει ακολουθηθεί | θα έχουν ακολουθηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ακολουθάω, να ακολουθώ | να ακολουθάμε, να ακολουθούμε | να ακολουθιέμαι | να ακολουθιόμαστε |
να ακολουθάς | να ακολουθάτε | να ακολουθιέσαι | να ακολουθιέστε, να ακολουθιόσαστε | ||
να ακολουθάει, να ακολουθά | να ακολουθάν(ε), να ακολουθούν(ε) | να ακολουθιέται | να ακολουθιούνται, να ακολουθιόνται | ||
Aorist | να ακολουθήσω | να ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομε | να ακολουθηθώ | να ακολουθηθούμε | |
να ακολουθήσεις | να ακολουθήσετε | να ακολουθηθείς | να ακολουθηθείτε | ||
να ακολουθήσει | να ακολουθήσουν(ε) | να ακολουθηθεί | να ακολουθηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ακολουθήσει | να έχουμε ακολουθήσει | να έχω ακολουθηθεί | να έχουμε ακολουθηθεί | |
να έχεις ακολουθήσει | να έχετε ακολουθήσει | να έχεις ακολουθηθεί | να έχετε ακολουθηθεί | ||
να έχει ακολουθήσει | να έχουν ακολουθήσει | να έχει ακολουθηθεί | να έχουν ακολουθηθεί | ||
Imper ativ | Pres | ακόλουθα, ακολούθαγε | ακολουθάτε | ακολουθιέστε | |
Aorist | ακολούθησε, ακολούθα | ακολουθήστε | ακολουθήσου | ακολουθηθείτε | |
Part izip | Pres | ακολουθώντας | |||
Perf | έχοντας ακολουθήσει | ||||
Infin | Aorist | ακολουθήσει | ακολουθηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.