συμβαίνει altgriechisch συμβαίνει
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Όπως συμβαίνει με τις εγκυκλοπαίδειες και τα σχολικά εγχειρίδια θα μπορούσε μακροπρόθεσμα το χαρτί να αντικατασταθεί από την ψηφιακή υποστήριξη. | Ähnlich wie bei den Enzyklopädien, könnte es den Schulbüchern passieren, mittelfristig nur noch in digitaler Aufbereitung zu existieren. Übersetzung bestätigt |
Οι πολίτες που έκαναν χρήση της υπηρεσίας αυτής και έχουν λάβει μια πρώτη απάντηση μπορεί να διαπιστώσουν ότι έχουν και άλλες απορίες ή ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ αυτού που ισχύει στη θεωρία και αυτού που συμβαίνει στην πράξη. | Europäer, die den Dienst in Anspruch genommen und eine erste Antwort erhalten haben, stellen sich vielleicht weitere Fragen oder machen die Erfahrung, dass eine Diskrepanz zwischen dem, was theoretisch passieren sollte und der Praxis besteht. Übersetzung bestätigt |
Βασικά, όμως, δεν επιτρέπεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. | Aber so etwas dürfte doch eigentlich nicht passieren. Übersetzung bestätigt |
Αυτό φυσικά δεν επιτρέπεται να συμβαίνει, και συνεπώς, μπορώ μόνο να ελπίζω ότι η Επιτροπή θα ασκήσει έντονη πίεση στα κράτη μέλη, τα οποία από ανησυχία, να μην εμφανίσουν κρούσματα ΣΕΒ, δεν εφαρμόζουν τους ελέγχους ΣΕΒ. | Das darf natürlich nicht passieren, und von daher kann ich nur hoffen, dass die Kommission vehement auf die Mitgliedstaaten Druck ausübt, die aus Sorge, nicht BSE-frei zu sein, keine Tests anwenden. Übersetzung bestätigt |
Εδώ και πολύ καιρό, γνωρίζουμε στο Σώμα ότι ο,τιδήποτε συμβαίνει στους μεν θα συμβεί και στους δε. | In diesem Haus wissen wir seit langem, was den einen passiert, wird auch den anderen passieren. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Noch keine Grammatik zu συμβαίνει.
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | passiere | ||
du | passierst | |||
er, sie, es | passiert | |||
Präteritum | ich | passierte | ||
Konjunktiv II | ich | passierte | ||
Imperativ | Singular | passiere! passier! | ||
Plural | passiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
passiert | haben, sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:passieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | — | ||
du | — | |||
er, sie, es | geschieht | |||
Präteritum | er, sie, es | geschah | ||
Konjunktiv II | er, sie, es | geschähe | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschehen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:geschehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | komme vor | ||
du | kommst vor | |||
er, sie, es | kommt vor | |||
Präteritum | ich | kam vor | ||
Konjunktiv II | ich | käme vor | ||
Imperativ | Singular | komm vor! | ||
Plural | kommt vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgekommen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorkommen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | — | ||
du | — | |||
es | erfolgt | |||
Präteritum | es | erfolgte | ||
Konjunktiv II | es | erfolgte | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erfolgt | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erfolgen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | — | ||
du | — | |||
er, sie, es | fällt vor | |||
Präteritum | ich | — | ||
Konjunktiv II | ich | — | ||
Imperativ | Singular | — | ||
Plural | — | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgefallen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorfallen |
συμβαίνει [simvéni] Ρ πρτ. συνέβαινε, αόρ. συνέβη, απαρέμφ. συμβεί : για κτ. που παρουσιάζεται, γίνεται σε κάποια χρονική στιγμή και έχει το χαρακτήρα του συμπτωματικού ή του απροσδόκητου. α. (στο γ' πρόσ.): Mου συνέβη ένα πολύ ευχάριστο / δυσάρεστο γεγονός. Tι θα συμβεί αν ενώσουμε δύο ηλεκτροφόρα καλώδια; || για δυσάρεστο γεγονός: Aν συμβεί κάτι, ειδοποίησέ με. Πιστεύουμε ότι σ΄ εμάς δε θα συμβεί ποτέ τίποτε. Θα έρθω ό,τι κι αν συμβεί. Kάνει σαν να μη συνέβη τίποτε. Tι συμβαίνει;, έκφρα ση αγωνίας μήπως έγινε κτ. κακό ή δυσανασχέτησης όταν γίνεται κτ. που δεν το εγκρίνουμε. Aυτά συμβαίνουν, σε αποτυχία, ατυχία κτλ. β. (απρόσ.): Δε λογάριασε τον κίνδυνο, όπως συμβαίνει συχνά στους νέους. Δεν έχει συμβεί ποτέ να αργήσει τόσο πολύ. Συνέβη να λείπω, όταν μου τηλεφώνησε. συμβαίνει να σε ξέρω καλά και έτσι δε με εκπλήσσει αυτό που έκανες. συμβαίνει να ξέρω τον υπουργό και μπορώ να βοηθήσω. (έκφρ.) συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, συνήθ. ειρωνικά για κτ. αναπάντεχο που αντιμετωπίζει κάποιος και κάποιος άλλος τον παρηγορεί μετριάζοντας τα δυσάρεστα συναισθήματα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.