nachgehen
 Verb

κάνω Verb
(11)
ακολουθώ Verb
(2)
εξετάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich würde zunächst gerne selbst dem Unfall nachgehen. Warum?Τώρα θέλω να κάνω τη δική μου αξιολόγηση για το ατύχημα.

Übersetzung nicht bestätigt

Noch 'ner Spur nachgehen.Απλώς έπρεπε να πάρω το κινητό μου απο το αμάξι, να κάνω ενα τηλεφώνημα στο γραφείο, ξέρεις, να ελέγξω μια πληροφορία.

Übersetzung nicht bestätigt

Die Tochter kommt zur Großmutter, die Frau ist auch aus dem Haus, und ich kann guter männlicher körperlicher Arbeit nachgehen.Έστειλα την κόρη στη γιαγιά, ξεφορτώθηκα τη γυναίκα, και έτσι είμαι ελεύθερος για να κάνω καμιά εργασία.

Übersetzung nicht bestätigt

Und ich freute mich darauf, diesem Vergnügen nachgehen zu dürfen.και μου χρησίμευε η ηρεμία του για να κάνω κάτι τέτοιο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich kann dem nachgehen, wenn Sie wollen. Nein.Είναι πρόθυμη να πει ότι θέλουμε, μπορώ να το κάνω, αν θέλεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κάνωκάνουμε, κάνομε
κάνειςκάνετε
κάνεικάνουν(ε)
Imper
fekt
έκανακάναμε
έκανεςκάνατε
έκανεέκαναν, κάναν(ε)
Aoristέκανα, έκαμακάναμε, κάμαμε
έκανες, έκαμεςκάνατε, κάματε
έκανε, έκαμεέκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε)
Per
fekt
έχω κάνει
έχω κάμει
έχω καμωμένο
έχουμε κάνει
έχουμε κάμει
έχουμε καμωμένο
έχεις κάνει
έχεις κάμει
έχεις καμωμένο
έχετε κάνει
έχετε κάμει
έχετε καμωμένο
έχει κάνει
έχει κάμει
έχει καμωμένο
έχουν κάνει
έχουν κάμει
έχουν καμωμένο
Plu
per
fekt
είχα κάνει
είχα κάμει
είχα καμωμένο
είχαμε κάνει
είχαμε κάμει
είχαμε καμωμένο
είχες κάνει
είχες κάμει
είχες καμωμένο
είχατε κάνει
είχατε κάμει
είχατε καμωμένο
είχε κάνει
είχε κάμει
είχε καμωμένο
είχαν κάνει
είχαν κάμει
είχαν καμωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κάνωθα κάνουμε, θα κάνομε
θα κάνειςθα κάνετε
θα κάνειθα κάνουν(ε)
Fut
ur
θα κάνω, θα κάμωθα κάνουμε, θα κάμουμε
θα κάνεις, θα κάμειςθα κάνετε, θα κάμετε
θα κάνει, θα κάμειθα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κάνει
θα έχω κάμει
θα έχω καμωμένο
θα έχουμε κάνει
θα έχουμε κάμει
θα έχουμε καμωμένο
θα έχεις κάνει
θα έχεις κάμει
θα έχεις καμωμένο
θα έχετε κάνει
θα έχετε κάμει
θα έχετε καμωμένο
θα έχει κάνει
θα έχει κάμει
θα έχει καμωμένο
θα έχουν κάνει
θα έχουν κάμει
θα έχουν καμωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κάνωνα κάνουμε, να κάνομε
να κάνειςνα κάνετε
να κάνεινα κάνουν(ε)
Aoristνα κάνω, να κάμωνα κάνουμε, να κάμουμε
να κάνεις, να κάμειςνα κάνετε, να κάμετε
να κάνει, να κάμεινα κάνουν(ε), να κάμουν(ε)
Perfνα έχω κάνει
να έχω κάμει
να έχω καμωμένο
να έχουμε κάνει
να έχουμε κάμει
να έχουμε καμωμένο
να έχεις κάνει
να έχεις κάμει
να έχεις καμωμένο
να έχετε κάνει
να έχετε κάμει
να έχετε καμωμένο
να έχει κάνει
να έχει κάμει
να έχει καμωμένο
να έχουν κάνει
να έχουν κάμει
να έχουν καμωμένο
Imper
ativ
Presκάνεκάνετε
Aoristκάνε, κάμεκάντε, κάμετε
Part
izip
Presκάνοντας
Perfέχοντας κάνει
έχοντας κάμει
έχοντας καμωμένο
InfinAoristκάνει, κάμει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ακολουθάωακολουθάμε, ακολουθούμεακολουθιέμαιακολουθιόμαστε
ακολουθάςακολουθάτεακολουθιέσαιακολουθιέστε, ακολουθιόσαστε
ακολουθάει, ακολουθάακολουθάν(ε), ακολουθούν(ε)ακολουθιέταιακολουθιούνται, ακολουθιόνται
Imper
fekt
ακολουθούσα, ακολούθαγαακολουθούσαμε, ακολουθάγαμεακολουθιόμουν(α)ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν
ακολουθούσες, ακολούθαγεςακολουθούσατε, ακολουθάγατεακολουθιόσουν(α)ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν
ακολουθούσε, ακολούθαγεακολουθούσαν(ε), ακολούθαγαν, ακολουθάγανεακολουθιόταν(ε)ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν
Aoristακολούθησαακολουθήσαμεακολουθήθηκαακολουθηθήκαμε
ακολούθησεςακολουθήσατεακολουθήθηκεςακολουθηθήκατε
ακολούθησεακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε)ακολουθήθηκεακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ακολουθήσειέχουμε ακολουθήσειέχω ακολουθηθείέχουμε ακολουθηθεί
έχεις ακολουθήσειέχετε ακολουθήσειέχεις ακολουθηθείέχετε ακολουθηθεί
έχει ακολουθήσειέχουν ακολουθήσειέχει ακολουθηθείέχουν ακολουθηθεί
Plu
perf
ekt
είχα ακολουθήσειείχαμε ακολουθήσειείχα ακολουθηθείείχαμε ακολουθηθεί
είχες ακολουθήσειείχατε ακολουθήσειείχες ακολουθηθείείχατε ακολουθηθεί
είχε ακολουθήσειείχαν ακολουθήσειείχε ακολουθηθείείχαν ακολουθηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ακολουθάω, θα ακολουθώθα ακολουθάμε, θα ακολουθούμεθα ακολουθιέμαιθα ακολουθιόμαστε
θα ακολουθάςθα ακολουθάτεθα ακολουθιέσαιθα ακολουθιέστε, θα ακολουθιόσαστε
θα ακολουθάει, θα ακολουθάθα ακολουθάν(ε), θα ακολουθούν(ε)θα ακολουθιέταιθα ακολουθιούνται, θα ακολουθιόνται
Fut
ur
θα ακολουθήσωθα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομεθα ακολουθηθώθα ακολουθηθούμε
θα ακολουθήσειςθα ακολουθήσετεθα ακολουθηθείςθα ακολουθηθείτε
θα ακολουθήσειθα ακολουθήσουν(ε)θα ακολουθηθείθα ακολουθηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ακολουθήσειθα έχουμε ακολουθήσειθα έχω ακολουθηθείθα έχουμε ακολουθηθεί
θα έχεις ακολουθήσειθα έχετε ακολουθήσειθα έχεις ακολουθηθείθα έχετε ακολουθηθεί
θα έχει ακολουθήσειθα έχουν ακολουθήσειθα έχει ακολουθηθείθα έχουν ακολουθηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ακολουθάω, να ακολουθώνα ακολουθάμε, να ακολουθούμενα ακολουθιέμαινα ακολουθιόμαστε
να ακολουθάςνα ακολουθάτενα ακολουθιέσαινα ακολουθιέστε, να ακολουθιόσαστε
να ακολουθάει, να ακολουθάνα ακολουθάν(ε), να ακολουθούν(ε)να ακολουθιέταινα ακολουθιούνται, να ακολουθιόνται
Aoristνα ακολουθήσωνα ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομενα ακολουθηθώνα ακολουθηθούμε
να ακολουθήσειςνα ακολουθήσετενα ακολουθηθείςνα ακολουθηθείτε
να ακολουθήσεινα ακολουθήσουν(ε)να ακολουθηθείνα ακολουθηθούν(ε)
Perfνα έχω ακολουθήσεινα έχουμε ακολουθήσεινα έχω ακολουθηθείνα έχουμε ακολουθηθεί
να έχεις ακολουθήσεινα έχετε ακολουθήσεινα έχεις ακολουθηθείνα έχετε ακολουθηθεί
να έχει ακολουθήσεινα έχουν ακολουθήσεινα έχει ακολουθηθείνα έχουν ακολουθηθεί
Imper
ativ
Presακόλουθα, ακολούθαγεακολουθάτεακολουθιέστε
Aoristακολούθησε, ακολούθαακολουθήστεακολουθήσουακολουθηθείτε
Part
izip
Presακολουθώντας
Perfέχοντας ακολουθήσει
InfinAoristακολουθήσειακολουθηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εξετάζωεξετάζουμε, εξετάζομεεξετάζομαιεξεταζόμαστε
εξετάζειςεξετάζετεεξετάζεσαιεξετάζεστε, εξεταζόσαστε
εξετάζειεξετάζουν(ε)εξετάζεταιεξετάζονται
Imper
fekt
εξέταζαεξετάζαμεεξεταζόμουν(α)εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν
εξέταζεςεξετάζατεεξεταζόσουν(α)εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν
εξέταζεεξέταζαν, εξετάζαν(ε)εξεταζόταν(ε)εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν
Aoristεξέτασαεξετάσαμεεξετάστηκαεξεταστήκαμε
εξέτασεςεξετάσατεεξετάστηκεςεξεταστήκατε
εξέτασεεξέτασαν, εξετάσαν(ε)εξετάστηκεεξετάστηκαν, εξεταστήκανε
Per
fekt
έχω εξετάσει
έχω εξετασμένο
έχουμε εξετάσει
έχουμε εξετασμένο
έχω εξεταστεί
είμαι εξετασμένος, -η
έχουμε εξεταστεί
είμαστε εξετασμένοι, -ες
έχεις εξετάσει
έχεις εξετασμένο
έχετε εξετάσει
έχετε εξετασμένο
έχεις εξεταστεί
είσαι εξετασμένος, -η
έχετε εξεταστεί
είστε εξετασμένοι, -ες
έχει εξετάσει
έχει εξετασμένο
έχουν εξετάσει
έχουν εξετασμένο
έχει εξεταστεί
είναι εξετασμένος, -η, -ο
έχουν εξεταστεί
είναι εξετασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εξετάσει
είχα εξετασμένο
είχαμε εξετάσει
είχαμε εξετασμένο
είχα εξεταστεί
ήμουν εξετασμένος, -η
είχαμε εξεταστεί
ήμαστε εξετασμένοι, -ες
είχες εξετάσει
είχες εξετασμένο
είχατε εξετάσει
είχατε εξετασμένο
είχες εξεταστεί
ήσουν εξετασμένος, -η
είχατε εξεταστεί
ήσαστε εξετασμένοι, -ες
είχε εξετάσει
είχε εξετασμένο
είχαν εξετάσει
είχαν εξετασμένο
είχε εξεταστεί
ήταν εξετασμένος, -η, -ο
είχαν εξεταστεί
ήταν εξετασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εξετάζωθα εξετάζουμε, θα εξετάζομεθα εξετάζομαιθα εξεταζόμαστε
θα εξετάζειςθα εξετάζετεθα εξετάζεσαιθα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε
θα εξετάζειθα εξετάζουν(ε)θα εξετάζεταιθα εξετάζονται
Fut
ur
θα εξετάσωθα εξετάσουμε, θα εξετάσομεθα εξεταστώθα εξεταστούμε
θα εξετάσειςθα εξετάσετεθα εξεταστείςθα εξεταστείτε
θα εξετάσειθα εξετάσουν(ε)θα εξεταστείθα εξεταστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εξετάσει
θα έχω εξετασμένο
θα έχουμε εξετάσει
θα έχουμε εξετασμένο
θα έχω εξεταστεί
θα είμαι εξετασμένος, -η
θα έχουμε εξεταστεί
θα είμαστε εξετασμένοι, -ες
θα έχεις εξετάσει
θα έχεις εξετασμένο
θα έχετε εξετάσει
θα έχετε εξετασμένο
θα έχεις εξεταστεί
θα είσαι εξετασμένος, -η
θα έχετε εξεταστεί
θα είστε εξετασμένοι, -ες
θα έχει εξετάσει
θα έχει εξετασμένο
θα έχουν εξετάσει
θα έχουν εξετασμένο
θα έχει εξεταστεί
θα είναι εξετασμένος, -η, -ο
θα έχουν εξεταστεί
θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εξετάζωνα εξετάζουμε, να εξετάζομενα εξετάζομαινα εξεταζόμαστε
να εξετάζειςνα εξετάζετενα εξετάζεσαινα εξετάζεστε, να εξεταζόσαστε
να εξετάζεινα εξετάζουν(ε)να εξετάζεταινα εξετάζονται
Aoristνα εξετάσωνα εξετάσουμε, να εξετάσομενα εξεταστώνα εξεταστούμε
να εξετάσειςνα εξετάσετενα εξεταστείςνα εξεταστείτε
να εξετάσεινα εξετάσουννα εξεταστείνα εξεταστούν(ε)
Perfνα έχω εξετάσει
να έχω εξετασμένο
να έχουμε εξετάσει
να έχουμε εξετασμένο
να έχω εξεταστεί
να είμαι εξετασμένος, -η
να έχουμε εξεταστεί
να είμαστε εξετασμένοι, -ες
να έχεις εξετάσει
να έχεις εξετασμένο
να έχετε εξετάσει
να έχετε εξετασμένο
να έχεις εξεταστεί
να είσαι εξετασμένος, -η
να έχετε εξεταστεί
να είστε εξετασμένοι, -ες
να έχει εξετάσει
να έχει εξετασμένο
να έχουν εξετάσει
να έχουν εξετασμένο
να έχει εξεταστεί
να είναι εξετασμένος, -η, -ο
να έχουν εξεταστεί
να είναι εξετασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presεξέταζεεξετάζετεεξετάζεστε
Aoristεξέτασεεξετάστεεξετάσουεξεταστείτε
Part
izip
Presεξετάζονταςεξεταζόμενος
Perfέχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένοεξετασμένος, -η, -οεξετασμένοι, -ες, -α
InfinAoristεξετάσειεξεταστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback