Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich würde zunächst gerne selbst dem Unfall nachgehen. Warum? | Τώρα θέλω να κάνω τη δική μου αξιολόγηση για το ατύχημα. Übersetzung nicht bestätigt |
Noch 'ner Spur nachgehen. | Απλώς έπρεπε να πάρω το κινητό μου απο το αμάξι, να κάνω ενα τηλεφώνημα στο γραφείο, ξέρεις, να ελέγξω μια πληροφορία. Übersetzung nicht bestätigt |
Die Tochter kommt zur Großmutter, die Frau ist auch aus dem Haus, und ich kann guter männlicher körperlicher Arbeit nachgehen. | Έστειλα την κόρη στη γιαγιά, ξεφορτώθηκα τη γυναίκα, και έτσι είμαι ελεύθερος για να κάνω καμιά εργασία. Übersetzung nicht bestätigt |
Und ich freute mich darauf, diesem Vergnügen nachgehen zu dürfen. | και μου χρησίμευε η ηρεμία του για να κάνω κάτι τέτοιο. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich kann dem nachgehen, wenn Sie wollen. Nein. | Είναι πρόθυμη να πει ότι θέλουμε, μπορώ να το κάνω, αν θέλεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
betreiben |
nachgehen |
ausüben (Gewerbe) |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe nach | ||
du | gehst nach | |||
er, sie, es | geht nach | |||
Präteritum | ich | ging nach | ||
Konjunktiv II | ich | ginge nach | ||
Imperativ | Singular | geh nach! gehe nach! | ||
Plural | geht nach! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
nachgegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nachgehen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάνω | κάνουμε, κάνομε |
κάνεις | κάνετε | ||
κάνει | κάνουν(ε) | ||
Imper fekt | έκανα | κάναμε | |
έκανες | κάνατε | ||
έκανε | έκαναν, κάναν(ε) | ||
Aorist | έκανα, έκαμα | κάναμε, κάμαμε | |
έκανες, έκαμες | κάνατε, κάματε | ||
έκανε, έκαμε | έκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάνει έχω κάμει έχω καμωμένο | έχουμε κάνει έχουμε κάμει έχουμε καμωμένο | |
έχεις κάνει έχεις κάμει έχεις καμωμένο | έχετε κάνει έχετε κάμει έχετε καμωμένο | ||
έχει κάνει έχει κάμει έχει καμωμένο | έχουν κάνει έχουν κάμει έχουν καμωμένο | ||
Plu per fekt | είχα κάνει είχα κάμει είχα καμωμένο | είχαμε κάνει είχαμε κάμει είχαμε καμωμένο | |
είχες κάνει είχες κάμει είχες καμωμένο | είχατε κάνει είχατε κάμει είχατε καμωμένο | ||
είχε κάνει είχε κάμει είχε καμωμένο | είχαν κάνει είχαν κάμει είχαν καμωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάνω | θα κάνουμε, θα κάνομε | |
θα κάνεις | θα κάνετε | ||
θα κάνει | θα κάνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κάνω, θα κάμω | θα κάνουμε, θα κάμουμε | |
θα κάνεις, θα κάμεις | θα κάνετε, θα κάμετε | ||
θα κάνει, θα κάμει | θα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάνει θα έχω κάμει θα έχω καμωμένο | θα έχουμε κάνει θα έχουμε κάμει θα έχουμε καμωμένο | |
θα έχεις κάνει θα έχεις κάμει θα έχεις καμωμένο | θα έχετε κάνει θα έχετε κάμει θα έχετε καμωμένο | ||
θα έχει κάνει θα έχει κάμει θα έχει καμωμένο | θα έχουν κάνει θα έχουν κάμει θα έχουν καμωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάνω | να κάνουμε, να κάνομε |
να κάνεις | να κάνετε | ||
να κάνει | να κάνουν(ε) | ||
Aorist | να κάνω, να κάμω | να κάνουμε, να κάμουμε | |
να κάνεις, να κάμεις | να κάνετε, να κάμετε | ||
να κάνει, να κάμει | να κάνουν(ε), να κάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάνει να έχω κάμει να έχω καμωμένο | να έχουμε κάνει να έχουμε κάμει να έχουμε καμωμένο | |
να έχεις κάνει να έχεις κάμει να έχεις καμωμένο | να έχετε κάνει να έχετε κάμει να έχετε καμωμένο | ||
να έχει κάνει να έχει κάμει να έχει καμωμένο | να έχουν κάνει να έχουν κάμει να έχουν καμωμένο | ||
Imper ativ | Pres | κάνε | κάνετε |
Aorist | κάνε, κάμε | κάντε, κάμετε | |
Part izip | Pres | κάνοντας | |
Perf | έχοντας κάνει έχοντας κάμει έχοντας καμωμένο | ||
Infin | Aorist | κάνει, κάμει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ακολουθάω | ακολουθάμε, ακολουθούμε | ακολουθιέμαι | ακολουθιόμαστε |
ακολουθάς | ακολουθάτε | ακολουθιέσαι | ακολουθιέστε, ακολουθιόσαστε | ||
ακολουθάει, ακολουθά | ακολουθάν(ε), ακολουθούν(ε) | ακολουθιέται | ακολουθιούνται, ακολουθιόνται | ||
Imper fekt | ακολουθούσα, ακολούθαγα | ακολουθούσαμε, ακολουθάγαμε | ακολουθιόμουν(α) | ακολουθιόμαστε, ακολουθιόμασταν | |
ακολουθούσες, ακολούθαγες | ακολουθούσατε, ακολουθάγατε | ακολουθιόσουν(α) | ακολουθιόσαστε, ακολουθιόσασταν | ||
ακολουθούσε, ακολούθαγε | ακολουθούσαν(ε), ακολούθαγαν, ακολουθάγανε | ακολουθιόταν(ε) | ακολουθιόνταν(ε), ακολουθιούνταν, ακολουθιόντουσαν | ||
Aorist | ακολούθησα | ακολουθήσαμε | ακολουθήθηκα | ακολουθηθήκαμε | |
ακολούθησες | ακολουθήσατε | ακολουθήθηκες | ακολουθηθήκατε | ||
ακολούθησε | ακολούθησαν, ακολουθήσαν(ε) | ακολουθήθηκε | ακολουθήθηκαν, ακολουθηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ακολουθήσει | έχουμε ακολουθήσει | έχω ακολουθηθεί | έχουμε ακολουθηθεί | |
έχεις ακολουθήσει | έχετε ακολουθήσει | έχεις ακολουθηθεί | έχετε ακολουθηθεί | ||
έχει ακολουθήσει | έχουν ακολουθήσει | έχει ακολουθηθεί | έχουν ακολουθηθεί | ||
Plu perf ekt | είχα ακολουθήσει | είχαμε ακολουθήσει | είχα ακολουθηθεί | είχαμε ακολουθηθεί | |
είχες ακολουθήσει | είχατε ακολουθήσει | είχες ακολουθηθεί | είχατε ακολουθηθεί | ||
είχε ακολουθήσει | είχαν ακολουθήσει | είχε ακολουθηθεί | είχαν ακολουθηθεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ακολουθάω, θα ακολουθώ | θα ακολουθάμε, θα ακολουθούμε | θα ακολουθιέμαι | θα ακολουθιόμαστε | |
θα ακολουθάς | θα ακολουθάτε | θα ακολουθιέσαι | θα ακολουθιέστε, θα ακολουθιόσαστε | ||
θα ακολουθάει, θα ακολουθά | θα ακολουθάν(ε), θα ακολουθούν(ε) | θα ακολουθιέται | θα ακολουθιούνται, θα ακολουθιόνται | ||
Fut ur | θα ακολουθήσω | θα ακολουθήσουμε, θα ακολουθήσομε | θα ακολουθηθώ | θα ακολουθηθούμε | |
θα ακολουθήσεις | θα ακολουθήσετε | θα ακολουθηθείς | θα ακολουθηθείτε | ||
θα ακολουθήσει | θα ακολουθήσουν(ε) | θα ακολουθηθεί | θα ακολουθηθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ακολουθήσει | θα έχουμε ακολουθήσει | θα έχω ακολουθηθεί | θα έχουμε ακολουθηθεί | |
θα έχεις ακολουθήσει | θα έχετε ακολουθήσει | θα έχεις ακολουθηθεί | θα έχετε ακολουθηθεί | ||
θα έχει ακολουθήσει | θα έχουν ακολουθήσει | θα έχει ακολουθηθεί | θα έχουν ακολουθηθεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ακολουθάω, να ακολουθώ | να ακολουθάμε, να ακολουθούμε | να ακολουθιέμαι | να ακολουθιόμαστε |
να ακολουθάς | να ακολουθάτε | να ακολουθιέσαι | να ακολουθιέστε, να ακολουθιόσαστε | ||
να ακολουθάει, να ακολουθά | να ακολουθάν(ε), να ακολουθούν(ε) | να ακολουθιέται | να ακολουθιούνται, να ακολουθιόνται | ||
Aorist | να ακολουθήσω | να ακολουθήσουμε, να ακολουθήσομε | να ακολουθηθώ | να ακολουθηθούμε | |
να ακολουθήσεις | να ακολουθήσετε | να ακολουθηθείς | να ακολουθηθείτε | ||
να ακολουθήσει | να ακολουθήσουν(ε) | να ακολουθηθεί | να ακολουθηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ακολουθήσει | να έχουμε ακολουθήσει | να έχω ακολουθηθεί | να έχουμε ακολουθηθεί | |
να έχεις ακολουθήσει | να έχετε ακολουθήσει | να έχεις ακολουθηθεί | να έχετε ακολουθηθεί | ||
να έχει ακολουθήσει | να έχουν ακολουθήσει | να έχει ακολουθηθεί | να έχουν ακολουθηθεί | ||
Imper ativ | Pres | ακόλουθα, ακολούθαγε | ακολουθάτε | ακολουθιέστε | |
Aorist | ακολούθησε, ακολούθα | ακολουθήστε | ακολουθήσου | ακολουθηθείτε | |
Part izip | Pres | ακολουθώντας | |||
Perf | έχοντας ακολουθήσει | ||||
Infin | Aorist | ακολουθήσει | ακολουθηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | εξετάζω | εξετάζουμε, εξετάζομε | εξετάζομαι | εξεταζόμαστε |
εξετάζεις | εξετάζετε | εξετάζεσαι | εξετάζεστε, εξεταζόσαστε | ||
εξετάζει | εξετάζουν(ε) | εξετάζεται | εξετάζονται | ||
Imper fekt | εξέταζα | εξετάζαμε | εξεταζόμουν(α) | εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν | |
εξέταζες | εξετάζατε | εξεταζόσουν(α) | εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν | ||
εξέταζε | εξέταζαν, εξετάζαν(ε) | εξεταζόταν(ε) | εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν | ||
Aorist | εξέτασα | εξετάσαμε | εξετάστηκα | εξεταστήκαμε | |
εξέτασες | εξετάσατε | εξετάστηκες | εξεταστήκατε | ||
εξέτασε | εξέτασαν, εξετάσαν(ε) | εξετάστηκε | εξετάστηκαν, εξεταστήκανε | ||
Per fekt | έχω εξετάσει έχω εξετασμένο | έχουμε εξετάσει έχουμε εξετασμένο | έχω εξεταστεί είμαι εξετασμένος, -η | έχουμε εξεταστεί είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
έχεις εξετάσει έχεις εξετασμένο | έχετε εξετάσει έχετε εξετασμένο | έχεις εξεταστεί είσαι εξετασμένος, -η | έχετε εξεταστεί είστε εξετασμένοι, -ες | ||
έχει εξετάσει έχει εξετασμένο | έχουν εξετάσει έχουν εξετασμένο | έχει εξεταστεί είναι εξετασμένος, -η, -ο | έχουν εξεταστεί είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα εξετάσει είχα εξετασμένο | είχαμε εξετάσει είχαμε εξετασμένο | είχα εξεταστεί ήμουν εξετασμένος, -η | είχαμε εξεταστεί ήμαστε εξετασμένοι, -ες | |
είχες εξετάσει είχες εξετασμένο | είχατε εξετάσει είχατε εξετασμένο | είχες εξεταστεί ήσουν εξετασμένος, -η | είχατε εξεταστεί ήσαστε εξετασμένοι, -ες | ||
είχε εξετάσει είχε εξετασμένο | είχαν εξετάσει είχαν εξετασμένο | είχε εξεταστεί ήταν εξετασμένος, -η, -ο | είχαν εξεταστεί ήταν εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα εξετάζω | θα εξετάζουμε, θα εξετάζομε | θα εξετάζομαι | θα εξεταζόμαστε | |
θα εξετάζεις | θα εξετάζετε | θα εξετάζεσαι | θα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε | ||
θα εξετάζει | θα εξετάζουν(ε) | θα εξετάζεται | θα εξετάζονται | ||
Fut ur | θα εξετάσω | θα εξετάσουμε, θα εξετάσομε | θα εξεταστώ | θα εξεταστούμε | |
θα εξετάσεις | θα εξετάσετε | θα εξεταστείς | θα εξεταστείτε | ||
θα εξετάσει | θα εξετάσουν(ε) | θα εξεταστεί | θα εξεταστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω εξετάσει θα έχω εξετασμένο | θα έχουμε εξετάσει θα έχουμε εξετασμένο | θα έχω εξεταστεί θα είμαι εξετασμένος, -η | θα έχουμε εξεταστεί θα είμαστε εξετασμένοι, -ες | |
θα έχεις εξετάσει θα έχεις εξετασμένο | θα έχετε εξετάσει θα έχετε εξετασμένο | θα έχεις εξεταστεί θα είσαι εξετασμένος, -η | θα έχετε εξεταστεί θα είστε εξετασμένοι, -ες | ||
θα έχει εξετάσει θα έχει εξετασμένο | θα έχουν εξετάσει θα έχουν εξετασμένο | θα έχει εξεταστεί θα είναι εξετασμένος, -η, -ο | θα έχουν εξεταστεί θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να εξετάζω | να εξετάζουμε, να εξετάζομε | να εξετάζομαι | να εξεταζόμαστε |
να εξετάζεις | να εξετάζετε | να εξετάζεσαι | να εξετάζεστε, | ||
να εξετάζει | να εξετάζουν(ε) | να εξετάζεται | να εξετάζονται | ||
Aorist | να εξετάσω | να εξετάσουμε, να εξετάσομε | να εξεταστώ | να εξεταστούμε | |
να εξετάσεις | να εξετάσετε | να εξεταστείς | να εξεταστείτε | ||
να εξετάσει | να εξετάσουν | να εξεταστεί | να εξεταστούν(ε) | ||
Perf | να έχω εξετάσει να έχω εξετασμένο | να έχουμε εξετασμένο | να έχω εξεταστεί | να έχουμε εξεταστεί | |
να έχεις εξετασμένο | να έχετε εξετάσει να έχετε εξετασμένο | να έχεις εξεταστεί να είσαι εξετασμένος, -η | να έχετε εξεταστεί να είστε εξετασμένοι, -ες | ||
να έχει εξετάσει να έχει εξετασμένο | να έχουν εξετάσει να έχουν εξετασμένο | να έχει εξεταστεί | να έχουν εξεταστεί | ||
Imper ativ | Pres | εξέταζε | εξετάζετε | εξετάζεστε | |
Aorist | εξέτασε | εξετάστε | εξετάσου | εξεταστείτε | |
Part izip | Pres | εξετάζοντας | εξεταζόμενος | ||
Perf | έχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένο | εξετασμένος, -η, -ο | εξετασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | εξετάσει | εξεταστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.