Verb (12159) |
Verb (26) |
Verb (18) |
Verb (14) |
Verb (11) |
Verb (4) |
tun (ugs.) Verb(0) |
κάνω mittelgriechisch κάμνω και κάμω altgriechisch κάμνω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Τι πρέπει να κάνω εάν το διάλυμα Byetta δεν ρέει από τη μύτη της βελόνας μετά από τέσσερις προσπάθειες κατά τη Διαδικασία Ρύθμισης Νέας Πένας; | Was soll ich machen, wenn ich die Vorbereitung des neuen Pens viermal durchgeführt habe und immer noch kein Byetta aus der Nadelspitze austritt? Übersetzung bestätigt |
Μου έχει ανατεθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ να διορθώσω τα προβλήματα που υπάρχουν στις τρέχουσες επενδυτικές συμφωνίες και είμαι αποφασισμένος να κάνω το σύστημα προστασίας των επενδύσεων πιο διαφανές και αμερόληπτο και να καλύψω αυτά τα νομικά κενά άπαξ και διά παντός. | Ich bin von den EU-Mitgliedstaaten beauftragt worden, die Probleme zu beheben, die es in bestehenden Investitionsvereinbarungen gibt, und ich bin entschlossen, das Investitionsschutzsystem transparenter und unparteiischer zu machen, um diese rechtlichen Lücken ein für alle Mal zu schließen. Übersetzung bestätigt |
Προσωπικά αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες μου και δηλώνω ότι θα συνεχίσω να κάνω όλα τα απαραίτητα βήματα σε συνεργασία με τους συναδέλφους μου επιτρόπους για να φέρουμε το θέμα αυτό στο προσκήνιο της Κοινότητας αλλά και του Κόσμου. | Ich werde meinerseits meine Aufgaben und Pflichten erfüllen und weiterhin gemeinsam mit den übrigen Kommissaren alle erforderlichen Schritte einleiten, um dieses Thema noch stärker in das Blickfeld der Gemeinschaft zu rücken und auch außerhalb Europas daraus aufmerksam zu machen. Übersetzung bestätigt |
«Το σύνθημα της εκστρατείας του Κοινοβουλίου ήταν "Αυτή τη φορά τα πράγματα διαφέρουν" – βοηθήστε με να κάνω πράξη την υπόσχεση αυτή σήμερα. | „Das Motto der Wahlkampagne des Europaparlamentes war "Dieses Mal geht‘s um mehr" helfen Sie mir, dieses Wahlversprechen heute wahr zu machen. Übersetzung bestätigt |
Θα ήθελα να κάνω μερικές μόνον παρατηρήσεις. | Ich möchte nur wenige Anmerkungen machen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
δρω |
ενεργώ |
πράττω |
ολοκληρώνω |
υλοποιώ |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάνω | κάνουμε, κάνομε |
κάνεις | κάνετε | ||
κάνει | κάνουν(ε) | ||
Imper fekt | έκανα | κάναμε | |
έκανες | κάνατε | ||
έκανε | έκαναν, κάναν(ε) | ||
Aorist | έκανα, έκαμα | κάναμε, κάμαμε | |
έκανες, έκαμες | κάνατε, κάματε | ||
έκανε, έκαμε | έκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάνει έχω κάμει έχω καμωμένο | έχουμε κάνει έχουμε κάμει έχουμε καμωμένο | |
έχεις κάνει έχεις κάμει έχεις καμωμένο | έχετε κάνει έχετε κάμει έχετε καμωμένο | ||
έχει κάνει έχει κάμει έχει καμωμένο | έχουν κάνει έχουν κάμει έχουν καμωμένο | ||
Plu per fekt | είχα κάνει είχα κάμει είχα καμωμένο | είχαμε κάνει είχαμε κάμει είχαμε καμωμένο | |
είχες κάνει είχες κάμει είχες καμωμένο | είχατε κάνει είχατε κάμει είχατε καμωμένο | ||
είχε κάνει είχε κάμει είχε καμωμένο | είχαν κάνει είχαν κάμει είχαν καμωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάνω | θα κάνουμε, θα κάνομε | |
θα κάνεις | θα κάνετε | ||
θα κάνει | θα κάνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κάνω, θα κάμω | θα κάνουμε, θα κάμουμε | |
θα κάνεις, θα κάμεις | θα κάνετε, θα κάμετε | ||
θα κάνει, θα κάμει | θα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάνει θα έχω κάμει θα έχω καμωμένο | θα έχουμε κάνει θα έχουμε κάμει θα έχουμε καμωμένο | |
θα έχεις κάνει θα έχεις κάμει θα έχεις καμωμένο | θα έχετε κάνει θα έχετε κάμει θα έχετε καμωμένο | ||
θα έχει κάνει θα έχει κάμει θα έχει καμωμένο | θα έχουν κάνει θα έχουν κάμει θα έχουν καμωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάνω | να κάνουμε, να κάνομε |
να κάνεις | να κάνετε | ||
να κάνει | να κάνουν(ε) | ||
Aorist | να κάνω, να κάμω | να κάνουμε, να κάμουμε | |
να κάνεις, να κάμεις | να κάνετε, να κάμετε | ||
να κάνει, να κάμει | να κάνουν(ε), να κάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάνει να έχω κάμει να έχω καμωμένο | να έχουμε κάνει να έχουμε κάμει να έχουμε καμωμένο | |
να έχεις κάνει να έχεις κάμει να έχεις καμωμένο | να έχετε κάνει να έχετε κάμει να έχετε καμωμένο | ||
να έχει κάνει να έχει κάμει να έχει καμωμένο | να έχουν κάνει να έχουν κάμει να έχουν καμωμένο | ||
Imper ativ | Pres | κάνε | κάνετε |
Aorist | κάνε, κάμε | κάντε, κάμετε | |
Part izip | Pres | κάνοντας | |
Perf | έχοντας κάνει έχοντας κάμει έχοντας καμωμένο | ||
Infin | Aorist | κάνει, κάμει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mache | ||
du | machst | |||
er, sie, es | macht | |||
Präteritum | ich | machte | ||
Konjunktiv II | ich | machte | ||
Imperativ | Singular | mache! mach! | ||
Plural | macht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemacht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:machen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lege ein | ||
du | legst ein | |||
er, sie, es | legt ein | |||
Präteritum | ich | legte ein | ||
Konjunktiv II | ich | legte ein | ||
Imperativ | Singular | leg ein! lege ein! | ||
Plural | legt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingelegt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einlegen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | zeuge | ||
du | zeugst | |||
er, sie, es | zeugt | |||
Präteritum | ich | zeugte | ||
Konjunktiv II | ich | zeugte | ||
Imperativ | Singular | zeuge! zeug! | ||
Plural | zeugt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gezeugt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zeugen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | richte an | ||
du | richtest an | |||
er, sie, es | richtet an | |||
Präteritum | ich | richtete an | ||
Konjunktiv II | ich | richtete an | ||
Imperativ | Singular | richte an! | ||
Plural | richtet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angerichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:anrichten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gehe nach | ||
du | gehst nach | |||
er, sie, es | geht nach | |||
Präteritum | ich | ging nach | ||
Konjunktiv II | ich | ginge nach | ||
Imperativ | Singular | geh nach! gehe nach! | ||
Plural | geht nach! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
nachgegangen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:nachgehen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schmiede | ||
du | schmiedest | |||
er, sie, es | schmiedet | |||
Präteritum | ich | schmiedete | ||
Konjunktiv II | ich | schmiedete | ||
Imperativ | Singular | schmiede! | ||
Plural | schmiedet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschmiedet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schmieden |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | tue tu | ||
du | tust | |||
er, sie, es | tut | |||
Präteritum | ich | tat | ||
Konjunktiv II | ich | täte | ||
Imperativ | Singular | tue! tu! | ||
Plural | tut! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getan | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:tun
|
κάνω [káno] Ρ πρτ. έκανα, αόρ. έκανα και (σπάν.) έκαμα, απαρέμφ. κάνει και (σπάν.) κάμει, μππ. καμωμένος· (πρβ. γίνομαι, ως αντίστοιχο παθ.) : I1. ως γενικό συνώνυμο ρημάτων που δηλώνουν, με μεγαλύτερη ακρίβεια, ότι το υποκείμενο κατασκευάζει, δημιουργεί, παράγει, με τις σωματικές του δυνάμεις ή με τις πνευματικές του ικανότητες, ένα υλικό ή πνευματικό έργο· φτιάχνω. α1. ασχολούμαι, συνήθ. επαγγελματικά, με την κατασκευή ενός έργου ή με την παραγωγή ενός προϊόντος: Kάνει σπίτια, χτίζει. Kάνει γυναικεία ρούχα, ράβει. Kάνει παπούτσια, κατασκευά ζει. H εταιρεία μας κάνει ούζο από το 1900, παράγει. Φέτος κάναμε βαμβάκι, καλλιεργήσαμε. α2. επισκευάζω κτ.: Ήρθε ο υδραυλικός να κάνει τη βρύση. α3. αναθέτω σε κπ. να κατασκευάσει, να ετοιμάσει, να επιδιορθώσει κτ. για λογαριασμό μου: Πρέπει να κάνω ένα παλτό. Kάναμε τα καλοριφέρ. β. (για πνευματική δημιουργία): κάνω ένα ποίημα / τραγούδι, συνθέτω, γράφω. κάνω έναν πίνακα, ζωγραφίζω. κάνω ένα νόμο, συντάσσω. γ. παράγω ή αναπαράγομαι, βιολογικά: H γη κάνει καρπούς. H κερασιά δεν έκανε φέτος κεράσια. H αγελάδα κάνει γάλα. κάνω ένα παιδί, γεννώ ή αποκτώ. Δεν κάνουν παιδιά, για ζευγάρι που δε θέλει ή που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά. Tης έκανε δύο παιδιά, για άντρα από τον οποίο μένει έγκυος μια γυναίκα. Tου έκανε δυο παιδιά, για γυναίκα, του χάρισε. || Ο Θεός έκανε τον κόσμο / τον άνθρωπο, τον δημιούργησε, τον έπλασε. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.