μαγειρεύω Koine-Griechisch altgriechisch μάγειρος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Θα συμφωνούσα πλήρως μαζί του: για μένα, μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή είναι ότι την Κυριακή μαγειρεύω για την οικογένειά μου. | Ich stimme ihm vollkommen zu: eines der großen Vergnügen in meinem Leben ist, sonntags für meine Familie zu kochen, und es ist mir dabei unter anderem bewußt, daß die zunächst getroffene Auswahl des Fleisches auch dafür bestimmend ist, wie es gekocht wird. Übersetzung bestätigt |
Αφού δεν ξέρω πότε θα έρθεις, ντύνομαι καλά, λούζω τα μαλλιά μου καθημερινά, και δουλεύω σκληρά να μάθω πως να μαγειρεύω. | Da ich nie weiß, wann du kommst, zieh ich mich gut an, wasche meine Haare jeden Tag, und arbeite hart, um kochen zu lernen. Übersetzung nicht bestätigt |
Αυτού του είδους η μαγειρική με οδήγησε στο να μάθω να μαγειρεύω μόνος μου. | Dieses Essen brachte mich dazu, selbst kochen zu lernen. Übersetzung nicht bestätigt |
Και επειδή έχω ένα 15χρονο, όλη την ώρα μαγειρεύω. | Und da ich einen 15-Jährigen zu Hause habe, muss ich ständig kochen, kochen, kochen. Übersetzung nicht bestätigt |
Δε ξέρω τίποτα για τον Σαρτρ ή τον Νίτσε. Και δε ξέρω καν να μαγειρεύω. | Ich weiß nichts über Sartre oder Nietzsche und ich kann noch nicht einmal kochen. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μαγειρεύω | μαγειρεύουμε, μαγειρεύομε | μαγειρεύομαι | μαγειρευόμαστε |
μαγειρεύεις | μαγειρεύετε | μαγειρεύεσαι | μαγειρεύεστε, μαγειρευόσαστε | ||
μαγειρεύει | μαγειρεύουν(ε) | μαγειρεύεται | μαγειρεύονται | ||
Imper fekt | μαγείρευα | μαγειρεύαμε | μαγειρευόμουν(α) | μαγειρευόμαστε, μαγειρευόμασταν | |
μαγείρευες | μαγειρεύατε | μαγειρευόσουν(α) | μαγειρευόσαστε, μαγειρευόσασταν | ||
μαγείρευε | μαγείρευαν, μαγειρεύαν(ε) | μαγειρευόταν(ε) | μαγειρεύονταν, μαγειρευόντανε, μαγειρευόντουσαν | ||
Aorist | μαγείρεψα | μαγειρέψαμε | μαγειρεύτηκα | μαγειρευτήκαμε | |
μαγείρεψες | μαγειρέψατε | μαγειρεύτηκες | μαγειρευτήκατε | ||
μαγείρεψε | μαγείρεψαν, μαγειρέψαν(ε) | μαγειρεύτηκε | μαγειρεύτηκαν, μαγειρευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω μαγειρέψει έχω μαγειρεμένο | έχουμε μαγειρέψει έχουμε μαγειρεμένο | έχω μαγειρευτεί είμαι μαγειρεμένος, -η | έχουμε μαγειρευτεί είμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
έχεις μαγειρέψει έχεις μαγειρεμένο | έχετε μαγειρέψει έχετε μαγειρεμένο | έχεις μαγειρευτεί είσαι μαγειρεμένος, -η | έχετε μαγειρευτεί είστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
έχει μαγειρέψει έχει μαγειρεμένο | έχουν μαγειρέψει έχουν μαγειρεμένο | έχει μαγειρευτεί είναι μαγειρεμένος, -η, -ο | έχουν μαγειρευτεί είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα μαγειρέψει είχα μαγειρεμένο | είχαμε μαγειρέψει είχαμε μαγειρεμένο | είχα μαγειρευτεί ήμουν μαγειρεμένος, -η | είχαμε μαγειρευτεί ήμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
είχες μαγειρέψει είχες μαγειρεμένο | είχατε μαγειρέψει είχατε μαγειρεμένο | είχες μαγειρευτεί ήσουν μαγειρεμένος, -η | είχατε μαγειρευτεί ήσαστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
είχε μαγειρέψει είχε μαγειρεμένο | είχαν μαγειρέψει είχαν μαγειρεμένο | είχε μαγειρευτεί ήταν μαγειρεμένος, -η, -ο | είχαν μαγειρευτεί ήταν μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μαγειρεύω | θα μαγειρεύουμε, θα μαγειρεύομε | θα μαγειρεύομαι | θα μαγειρευόμαστε | |
θα μαγειρεύεις | θα μαγειρεύετε | θα μαγειρεύεσαι | θα μαγειρεύεστε, θα μαγειρευόσαστε | ||
θα μαγειρεύει | θα μαγειρεύουν(ε) | θα μαγειρεύεται | θα μαγειρεύονται | ||
Fut ur | θα μαγειρέψω | θα μαγειρέψουμε, θα μαγειρέψομε | θα μαγειρευτώ | θα μαγειρευτούμε | |
θα μαγειρέψεις | θα μαγειρέψετε | θα μαγειρευτείς | θα μαγειρευτείτε | ||
θα μαγειρέψει | θα μαγειρέψουν(ε) | θα μαγειρευτεί | θα μαγειρευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω μαγειρέψει θα έχω μαγειρεμένο | θα έχουμε μαγειρέψει θα έχουμε μαγειρεμένο | θα έχω μαγειρευτεί θα είμαι μαγειρεμένος, -η | θα έχουμε μαγειρευτεί θα είμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
θα έχεις μαγειρέψει θα έχεις μαγειρεμένο | θα έχετε μαγειρέψει θα έχετε μαγειρεμένο | θα έχεις μαγειρευτεί θα είσαι μαγειρεμένος, -η | θα έχετε μαγειρευτεί θα είστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
θα έχει μαγειρέψει θα έχει μαγειρεμένο | θα έχουν μαγειρέψει θα έχουν μαγειρεμένο | θα έχει μαγειρευτεί θα είναι μαγειρεμένος, -η, -ο | θα έχουν μαγειρευτεί θα είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μαγειρεύω | να μαγειρεύουμε, να μαγειρεύομε | να μαγειρεύομαι | να μαγειρευόμαστε |
να μαγειρεύεις | να μαγειρεύετε | να μαγειρεύεσαι | να μαγειρεύεστε, να μαγειρευόσαστε | ||
να μαγειρεύει | να μαγειρεύουν(ε) | να μαγειρεύεται | να μαγειρεύονται | ||
Aorist | να μαγειρέψω | να μαγειρέψουμε, να μαγειρέψομε | να μαγειρευτώ | να μαγειρευτούμε | |
να μαγειρέψεις | να μαγειρέψετε | να μαγειρευτείς | να μαγειρευτείτε | ||
να μαγειρέψει | να μαγειρέψουν(ε) | να μαγειρευτεί | να μαγειρευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω μαγειρέψει να έχω μαγειρεμένο | να έχουμε μαγειρέψει να έχουμε μαγειρεμένο | να έχω μαγειρευτεί να είμαι μαγειρεμένος, -η | να έχουμε μαγειρευτεί να είμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
να έχεις μαγειρέψει να έχεις μαγειρεμένο | να έχετε μαγειρέψει να έχετε μαγειρεμένο | να έχεις μαγειρευτεί να είσαι μαγειρεμένος, -η | να έχετε μαγειρευτεί να είστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
να έχει μαγειρέψει να έχει μαγειρεμένο | να έχουν μαγειρέψει να έχουν μαγειρεμένο | να έχει μαγειρευτεί να είναι μαγειρεμένος, -η, -ο | να έχουν μαγειρευτεί να είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | μαγείρευε | μαγειρεύετε | μαγειρεύεστε | |
Aorist | μαγείρεψε | μαγειρέψτε, μαγειρεύτε | μαγειρέψου | μαγειρευτείτε | |
Part izip | Pres | μαγειρεύοντας | |||
Perf | έχοντας μαγειρέψει, έχοντας μαγειρεμένο | μαγειρεμένος, -η, -ο | μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μαγειρέψει | μαγειρευτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | koche | ||
du | kochst | |||
er, sie, es | kocht | |||
Präteritum | ich | kochte | ||
Konjunktiv II | ich | kochte | ||
Imperativ | Singular | koch! koche! | ||
Plural | kocht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gekocht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kochen |
μαγειρεύω [majirévo] -ομαι : 1α. παρασκευάζω φαγητό: Σήμερα θα φάμε κονσέρβες, γιατί δε μαγειρέψαμε. Tις Kυριακές δε μαγειρεύω· τρώμε πάντο τε έξω. (γνωμ.) των φρονίμων* τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. || μαγειρεύω για να φάει κάποιος: Στο σπίτι με περιμένουν πέντε παιδιά να τα πλύνω, να τους μαγειρέψω· πού καιρός για ξεκούραση! β. μαγειρεύω με σχετικά πολύπλοκο τρόπο βράζοντας, ψήνοντας ή τηγανίζοντας διάφορα τρόφιμα: μαγειρεύω κρέας / ψάρι / φασόλια με λάδι / με βούτυρο, χρησιμοποιώντας ένα από τα παραπάνω υλικά. || (μππ.) μαγειρευτός: Mαγειρεμένες πατάτες. γ. ασχολούμαι με το μαγείρεμα: Tης αρέσει να μαγειρεύει όχι όμως και να πλένει τα πιάτα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.