μαγειρεύω Verb (176) |
φτιάχνω Verb (24) |
βράζω Verb (6) |
χοχλακίζω Verb (0) |
αναβράζω Verb (0) |
ψήνω Verb (0) |
κοχλάζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich stimme ihm vollkommen zu: eines der großen Vergnügen in meinem Leben ist, sonntags für meine Familie zu kochen, und es ist mir dabei unter anderem bewußt, daß die zunächst getroffene Auswahl des Fleisches auch dafür bestimmend ist, wie es gekocht wird. | Θα συμφωνούσα πλήρως μαζί του: για μένα, μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή είναι ότι την Κυριακή μαγειρεύω για την οικογένειά μου. Übersetzung bestätigt |
Da ich nie weiß, wann du kommst, zieh ich mich gut an, wasche meine Haare jeden Tag, und arbeite hart, um kochen zu lernen. | Αφού δεν ξέρω πότε θα έρθεις, ντύνομαι καλά, λούζω τα μαλλιά μου καθημερινά, και δουλεύω σκληρά να μάθω πως να μαγειρεύω. Übersetzung nicht bestätigt |
Dieses Essen brachte mich dazu, selbst kochen zu lernen. | Αυτού του είδους η μαγειρική με οδήγησε στο να μάθω να μαγειρεύω μόνος μου. Übersetzung nicht bestätigt |
Und da ich einen 15-Jährigen zu Hause habe, muss ich ständig kochen, kochen, kochen. | Και επειδή έχω ένα 15χρονο, όλη την ώρα μαγειρεύω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich weiß nichts über Sartre oder Nietzsche und ich kann noch nicht einmal kochen. | Δε ξέρω τίποτα για τον Σαρτρ ή τον Νίτσε. Και δε ξέρω καν να μαγειρεύω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
kochend heiß |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | koche | ||
du | kochst | |||
er, sie, es | kocht | |||
Präteritum | ich | kochte | ||
Konjunktiv II | ich | kochte | ||
Imperativ | Singular | koch! koche! | ||
Plural | kocht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gekocht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:kochen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μαγειρεύω | μαγειρεύουμε, μαγειρεύομε | μαγειρεύομαι | μαγειρευόμαστε |
μαγειρεύεις | μαγειρεύετε | μαγειρεύεσαι | μαγειρεύεστε, μαγειρευόσαστε | ||
μαγειρεύει | μαγειρεύουν(ε) | μαγειρεύεται | μαγειρεύονται | ||
Imper fekt | μαγείρευα | μαγειρεύαμε | μαγειρευόμουν(α) | μαγειρευόμαστε, μαγειρευόμασταν | |
μαγείρευες | μαγειρεύατε | μαγειρευόσουν(α) | μαγειρευόσαστε, μαγειρευόσασταν | ||
μαγείρευε | μαγείρευαν, μαγειρεύαν(ε) | μαγειρευόταν(ε) | μαγειρεύονταν, μαγειρευόντανε, μαγειρευόντουσαν | ||
Aorist | μαγείρεψα | μαγειρέψαμε | μαγειρεύτηκα | μαγειρευτήκαμε | |
μαγείρεψες | μαγειρέψατε | μαγειρεύτηκες | μαγειρευτήκατε | ||
μαγείρεψε | μαγείρεψαν, μαγειρέψαν(ε) | μαγειρεύτηκε | μαγειρεύτηκαν, μαγειρευτήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω μαγειρέψει έχω μαγειρεμένο | έχουμε μαγειρέψει έχουμε μαγειρεμένο | έχω μαγειρευτεί είμαι μαγειρεμένος, -η | έχουμε μαγειρευτεί είμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
έχεις μαγειρέψει έχεις μαγειρεμένο | έχετε μαγειρέψει έχετε μαγειρεμένο | έχεις μαγειρευτεί είσαι μαγειρεμένος, -η | έχετε μαγειρευτεί είστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
έχει μαγειρέψει έχει μαγειρεμένο | έχουν μαγειρέψει έχουν μαγειρεμένο | έχει μαγειρευτεί είναι μαγειρεμένος, -η, -ο | έχουν μαγειρευτεί είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα μαγειρέψει είχα μαγειρεμένο | είχαμε μαγειρέψει είχαμε μαγειρεμένο | είχα μαγειρευτεί ήμουν μαγειρεμένος, -η | είχαμε μαγειρευτεί ήμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
είχες μαγειρέψει είχες μαγειρεμένο | είχατε μαγειρέψει είχατε μαγειρεμένο | είχες μαγειρευτεί ήσουν μαγειρεμένος, -η | είχατε μαγειρευτεί ήσαστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
είχε μαγειρέψει είχε μαγειρεμένο | είχαν μαγειρέψει είχαν μαγειρεμένο | είχε μαγειρευτεί ήταν μαγειρεμένος, -η, -ο | είχαν μαγειρευτεί ήταν μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα μαγειρεύω | θα μαγειρεύουμε, θα μαγειρεύομε | θα μαγειρεύομαι | θα μαγειρευόμαστε | |
θα μαγειρεύεις | θα μαγειρεύετε | θα μαγειρεύεσαι | θα μαγειρεύεστε, θα μαγειρευόσαστε | ||
θα μαγειρεύει | θα μαγειρεύουν(ε) | θα μαγειρεύεται | θα μαγειρεύονται | ||
Fut ur | θα μαγειρέψω | θα μαγειρέψουμε, θα μαγειρέψομε | θα μαγειρευτώ | θα μαγειρευτούμε | |
θα μαγειρέψεις | θα μαγειρέψετε | θα μαγειρευτείς | θα μαγειρευτείτε | ||
θα μαγειρέψει | θα μαγειρέψουν(ε) | θα μαγειρευτεί | θα μαγειρευτούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω μαγειρέψει θα έχω μαγειρεμένο | θα έχουμε μαγειρέψει θα έχουμε μαγειρεμένο | θα έχω μαγειρευτεί θα είμαι μαγειρεμένος, -η | θα έχουμε μαγειρευτεί θα είμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
θα έχεις μαγειρέψει θα έχεις μαγειρεμένο | θα έχετε μαγειρέψει θα έχετε μαγειρεμένο | θα έχεις μαγειρευτεί θα είσαι μαγειρεμένος, -η | θα έχετε μαγειρευτεί θα είστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
θα έχει μαγειρέψει θα έχει μαγειρεμένο | θα έχουν μαγειρέψει θα έχουν μαγειρεμένο | θα έχει μαγειρευτεί θα είναι μαγειρεμένος, -η, -ο | θα έχουν μαγειρευτεί θα είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μαγειρεύω | να μαγειρεύουμε, να μαγειρεύομε | να μαγειρεύομαι | να μαγειρευόμαστε |
να μαγειρεύεις | να μαγειρεύετε | να μαγειρεύεσαι | να μαγειρεύεστε, να μαγειρευόσαστε | ||
να μαγειρεύει | να μαγειρεύουν(ε) | να μαγειρεύεται | να μαγειρεύονται | ||
Aorist | να μαγειρέψω | να μαγειρέψουμε, να μαγειρέψομε | να μαγειρευτώ | να μαγειρευτούμε | |
να μαγειρέψεις | να μαγειρέψετε | να μαγειρευτείς | να μαγειρευτείτε | ||
να μαγειρέψει | να μαγειρέψουν(ε) | να μαγειρευτεί | να μαγειρευτούν(ε) | ||
Perf | να έχω μαγειρέψει να έχω μαγειρεμένο | να έχουμε μαγειρέψει να έχουμε μαγειρεμένο | να έχω μαγειρευτεί να είμαι μαγειρεμένος, -η | να έχουμε μαγειρευτεί να είμαστε μαγειρεμένοι, -ες | |
να έχεις μαγειρέψει να έχεις μαγειρεμένο | να έχετε μαγειρέψει να έχετε μαγειρεμένο | να έχεις μαγειρευτεί να είσαι μαγειρεμένος, -η | να έχετε μαγειρευτεί να είστε μαγειρεμένοι, -ες | ||
να έχει μαγειρέψει να έχει μαγειρεμένο | να έχουν μαγειρέψει να έχουν μαγειρεμένο | να έχει μαγειρευτεί να είναι μαγειρεμένος, -η, -ο | να έχουν μαγειρευτεί να είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | μαγείρευε | μαγειρεύετε | μαγειρεύεστε | |
Aorist | μαγείρεψε | μαγειρέψτε, μαγειρεύτε | μαγειρέψου | μαγειρευτείτε | |
Part izip | Pres | μαγειρεύοντας | |||
Perf | έχοντας μαγειρέψει, έχοντας μαγειρεμένο | μαγειρεμένος, -η, -ο | μαγειρεμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μαγειρέψει | μαγειρευτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φτιάχνω | φτιάχνουμε, φτιάχνομε | φτιάχνομαι | φτιαχνόμαστε |
φτιάχνεις | φτιάχνετε | φτιάχνεσαι | φτιάχνεστε, φτιαχνόσαστε | ||
φτιάχνει | φτιάχνουν(ε) | φτιάχνεται | φτιάχνονται | ||
Imper fekt | έφτιαχνα | φτιάχναμε | φτιαχνόμουν(α) | φτιαχνόμαστε, φτιαχνόμασταν | |
έφτιαχνες | φτιάχνατε | φτιαχνόσουν(α) | φτιαχνόσαστε, φτιαχνόσασταν | ||
έφτιαχνε | έφτιαχναν, φτιάχναν(ε) | φτιαχνόταν(ε) | φτιάχνονταν, φτιαχνόντανε, φτιαχνόντουσαν | ||
Aorist | έφτιαξα | φτιάξαμε | φτιάχτηκα | φτιαχτήκαμε | |
έφτιαξες | φτιάξατε | φτιάχτηκες | φτιαχτήκατε | ||
έφτιαξε | έφτιαξαν, φτιάξαν(ε) | φτιάχτηκε | φτιάχτηκαν, φτιαχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα φτιάχνω | θα φτιάχνουμε, | θα φτιάχνομαι | θα φτιαχνόμαστε | |
θα φτιάχνεις | θα φτιάχνετε | θα φτιάχνεσαι | θα φτιάχνεστε, | ||
θα φτιάχνει | θα φτιάχνουν(ε) | θα φτιάχνεται | θα φτιάχνονται | ||
Fut ur | θα φτιάξω | θα φτιάξουμε, | θα φτιαχτώ | θα φτιαχτούμε | |
θα φτιάξεις | θα φτιάξετε | θα φτιαχτείς | θα φτιαχτείτε | ||
θα φτιάξει | θα φτιάξουν(ε) | θα φτιαχτεί | θα φτιαχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φτιάχνω | να φτιάχνουμε, | να φτιάχνομαι | να φτιαχνόμαστε |
να φτιάχνεις | να φτιάχνετε | να φτιάχνεσαι | να φτιάχνεστε, | ||
να φτιάχνει | να φτιάχνουν(ε) | να φτιάχνεται | να φτιάχνονται | ||
Aorist | να φτιάξω | να φτιάξουμε, | να φτιαχτώ | να φτιαχτούμε | |
να φτιάξεις | να φτιάξετε | να φτιαχτείς | να φτιαχτείτε | ||
να φτιάξει | να φτιάξουν(ε) | να φτιαχτεί | να φτιαχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | φτιάχνε | φτιάχνετε | φτιάχνεστε | |
Aorist | φτιάξε | φτιάξτε, φτιάχτε | φτιάξου | φτιαχτείτε | |
Part izip | Pres | φτιάχνοντας | |||
Perf | έχοντας φτιάξει, έχοντας φτιαγμένο | φτιαγμένος, -η, -ο | φτιαγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φτιάξει | φτιαχτεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βράζω | βράζουμε, βράζομε | βράζομαι | βραζόμαστε |
βράζεις | βράζετε | βράζεσαι | βράζεστε, βραζόσαστε | ||
βράζει | βράζουν(ε) | βράζεται | βράζονται | ||
Imper fekt | έβραζα | βράζαμε | βραζόμουν(α) | βραζόμαστε, βραζόμασταν | |
έβραζες | βράζατε | βραζόσουν(α) | βραζόσαστε, βραζόσασταν | ||
έβραζε | έβραζαν, βράζαν(ε) | βραζόταν(ε) | βράζονταν, βραζόντανε, βραζόντουσαν | ||
Aorist | έβρασα | βράσαμε | βράστηκα | βραστήκαμε | |
έβρασες | βράσατε | βράστηκες | βραστήκατε | ||
έβρασε | έβρασαν, βράσαν(ε) | βράστηκε | βράστηκαν, βραστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βράσει | έχουμε βράσει | έχω βραστεί | έχουμε βραστεί | |
έχεις βράσει | έχετε βράσει | έχεις βραστεί | έχετε βραστεί | ||
έχει βράσει | έχουν βράσει | έχει βραστεί | έχουν βραστεί | ||
Plu per fekt | είχα βράσει είχα βρασμένο | είχαμε βράσει είχαμε βρσμένο | είχα βραστεί ήμουν βρασμένος, -η | είχαμε βραστεί ήμαστε βρασμένοι, -ες | |
είχες βράσει είχες βρασμένο | είχατε βράσει είχατε βρασμένο | είχες βραστεί ήσουν βρασμένος, -η | είχατε βραστεί ήσαστε βρασμένοι, -ες | ||
είχε βράσει είχε βρασμένο | είχαν βράσει είχαν βρασμένο | είχε βραστεί ήταν βρασμένος, -η, -ο | είχαν βραστεί ήταν βρασμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βράζω | θα βράζουμε, | θα βράζομαι | θα βραζόμαστε | |
θα βράζεις | θα βράζετε | θα βράζεσαι | θα βράζεστε, | ||
θα βράζει | θα βράζουν(ε) | θα βράζεται | θα βράζονται | ||
Fut ur | θα βράσω | θα βράσουμε, | θα βραστώ | θα βραστούμε | |
θα βράσεις | θα βράσετε | θα βραστείς | θα βραστείτε | ||
θα βράσει | θα βράσουν(ε) | θα βραστεί | θα βραστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω βράσει θα έχω βρασμένο | θα έχουμε βράσει θα έχουμε βρασμένο | θα έχω βραστεί θα είμαι βρασμένος, -η | θα έχουμε βραστεί | |
θα έχεις βράσει θα έχεις βρασμένο | θα έχετε βράσει θα έχετε βρασμένο | θα έχεις βραστεί θα είσαι βρασμένος, -η | θα έχετε βραστεί θα είστε βρασμένοι, -ες | ||
θα έχει βράσει θα έχει βρασμένο | θα έχουν βράσει θα έχουν βρασμένο | θα έχει βραστεί θα είναι βρασμένος, -η, -ο | θα έχουν βραστεί θα είναι βρασμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βράζω | να βράζουμε, | να βράζομαι | να βραζόμαστε |
να βράζεις | να βράζετε | να βράζεσαι | να βράζεστε, | ||
να βράζει | να βράζουν(ε) | να βράζεται | να βράζονται | ||
Aorist | να βράσω | να βράσουμε, | να βραστώ | να βραστούμε | |
να βράσεις | να βράσετε | να βραστείς | να βραστείτε | ||
να βράσει | να βράσουν(ε) | να βραστεί | να βραστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βράσει να έχω βρασμένο | να έχουμε βράσει | να έχω βραστεί | να έχουμε βραστεί | |
να έχεις βράσει | να έχετε βράσει να έχετε βρασμένο | να έχεις βραστεί να είσαι βρασμένος, -η | να έχετε βραστεί να είστε βρασμένοι, -ες | ||
να έχει βράσει να έχει βρασμένο | να έχουν βράσει να έχουν βρασμένο | να έχει βραστεί | να έχουν βραστεί | ||
Imper ativ | Pres | βράζε | βράζετε | βράζεστε | |
Aorist | βράσε | βράστε | βράσου | βραστείτε | |
Part izip | Pres | βράζοντας | βραζόμενος | ||
Perf | έχοντας βράσει, | βρασμένος, -η, -ο | βρασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βράσει | βραστεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ψήνω | ψήνουμε, ψήνομε | ψήνομαι | ψηνόμαστε |
ψήνεις | ψήνετε | ψήνεσαι | ψήνεστε, ψηνόσαστε | ||
ψήνει | ψήνουν(ε) | ψήνεται | ψήνονται | ||
Imper fekt | έψηνα | ψήναμε | ψηνόμουν(α) | ψηνόμαστε, ψηνόμασταν | |
έψηνες | ψήνατε | ψηνόσουν(α) | ψηνόσαστε, ψηνόσασταν | ||
έψηνε | έψηναν, ψήναν(ε) | ψηνόταν(ε) | ψήνονταν, ψηνόντανε, ψηνόντουσαν | ||
Aorist | έψησα | ψήσαμε | ψήθηκα | ψηθήκαμε | |
έψησες | ψήσατε | ψήθηκες | ψηθήκατε | ||
έψησε | έψησαν, ψήσαν(ε) | ψήθηκε | ψήθηκαν, ψηθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ψήνω | θα ψήνουμε | θα ψήνομαι | θα ψηνόμαστε | |
θα ψήνεις | θα ψήνετε | θα ψήνεσαι | θα ψήνεστε, | ||
θα ψήνει | θα ψήνουν | θα ψήνεται | θα ψήνονται | ||
Fut ur | θα ψήσω | θα ψήσουμε | θα ψηθώ | θα ψηθούμε | |
θα ψήσεις | θα ψήσετε | θα ψηθείς | θα ψηθείτε | ||
θα ψήσει | θα ψήσουν | θα ψηθεί | θα ψηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ψήνω | να ψήνουμε | να ψήνομαι | να ψηνόμαστε |
να ψήνεις | να ψήνετε | να ψήνεσαι | να ψήνεστε, | ||
να ψήνει | να ψήνουν | να ψήνεται | να ψήνονται | ||
Aorist | να ψήσω | να ψήσουμε | να ψηθώ | να ψηθούμε | |
να ψήσεις | να ψήσετε | να ψηθείς | να ψηθείτε | ||
να ψήσει | να ψήσουν | να ψηθεί | να ψηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις ψήσει να έχεις ψημένο | να έχετε ψήσει να έχετε ψημένο | να έχεις ψηθεί να είσαι ψημένος, -η | να έχετε ψηθεί να είστε ψημένοι, -ες | ||
να έχει ψήσει να έχει ψημένο | να έχουν ψήσει να έχουν ψημένο | να έχει ψηθεί να είναι ψημένος, -η, -ο | να έχουν ψηθεί να είναι ψημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | ψήνε | ψήνετε | ψήνεστε | |
Aorist | ψήσε | ψήσετε, ψήστε | ψήσου | ψηθείτε | |
Part izip | Pres | ψήνοντας | |||
Perf | έχοντας ψήσει, έχοντας ψημένο | ψημένος, -η, -ο | ψημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ψήσει | ψηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.