kochen
 Verb

μαγειρεύω Verb
(176)
φτιάχνω Verb
(24)
βράζω Verb
(6)
χοχλακίζω Verb
(0)
αναβράζω Verb
(0)
ψήνω Verb
(0)
κοχλάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich stimme ihm vollkommen zu: eines der großen Vergnügen in meinem Leben ist, sonntags für meine Familie zu kochen, und es ist mir dabei unter anderem bewußt, daß die zunächst getroffene Auswahl des Fleisches auch dafür bestimmend ist, wie es gekocht wird.Θα συμφωνούσα πλήρως μαζί του: για μένα, μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή είναι ότι την Κυριακή μαγειρεύω για την οικογένειά μου.

Übersetzung bestätigt

Da ich nie weiß, wann du kommst, zieh ich mich gut an, wasche meine Haare jeden Tag, und arbeite hart, um kochen zu lernen.Αφού δεν ξέρω πότε θα έρθεις, ντύνομαι καλά, λούζω τα μαλλιά μου καθημερινά, και δουλεύω σκληρά να μάθω πως να μαγειρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Dieses Essen brachte mich dazu, selbst kochen zu lernen.Αυτού του είδους η μαγειρική με οδήγησε στο να μάθω να μαγειρεύω μόνος μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Und da ich einen 15-Jährigen zu Hause habe, muss ich ständig kochen, kochen, kochen.Και επειδή έχω ένα 15χρονο, όλη την ώρα μαγειρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich weiß nichts über Sartre oder Nietzsche und ich kann noch nicht einmal kochen.Δε ξέρω τίποτα για τον Σαρτρ ή τον Νίτσε. Και δε ξέρω καν να μαγειρεύω.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
kochen
sieden
aufbrühen
Ähnliche Wörter
kochend heiß

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαγειρεύωμαγειρεύουμε, μαγειρεύομεμαγειρεύομαιμαγειρευόμαστε
μαγειρεύειςμαγειρεύετεμαγειρεύεσαιμαγειρεύεστε, μαγειρευόσαστε
μαγειρεύειμαγειρεύουν(ε)μαγειρεύεταιμαγειρεύονται
Imper
fekt
μαγείρευαμαγειρεύαμεμαγειρευόμουν(α)μαγειρευόμαστε, μαγειρευόμασταν
μαγείρευεςμαγειρεύατεμαγειρευόσουν(α)μαγειρευόσαστε, μαγειρευόσασταν
μαγείρευεμαγείρευαν, μαγειρεύαν(ε)μαγειρευόταν(ε)μαγειρεύονταν, μαγειρευόντανε, μαγειρευόντουσαν
Aoristμαγείρεψαμαγειρέψαμεμαγειρεύτηκαμαγειρευτήκαμε
μαγείρεψεςμαγειρέψατεμαγειρεύτηκεςμαγειρευτήκατε
μαγείρεψεμαγείρεψαν, μαγειρέψαν(ε)μαγειρεύτηκεμαγειρεύτηκαν, μαγειρευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαγειρέψει
έχω μαγειρεμένο
έχουμε μαγειρέψει
έχουμε μαγειρεμένο
έχω μαγειρευτεί
είμαι μαγειρεμένος, -η
έχουμε μαγειρευτεί
είμαστε μαγειρεμένοι, -ες
έχεις μαγειρέψει
έχεις μαγειρεμένο
έχετε μαγειρέψει
έχετε μαγειρεμένο
έχεις μαγειρευτεί
είσαι μαγειρεμένος, -η
έχετε μαγειρευτεί
είστε μαγειρεμένοι, -ες
έχει μαγειρέψει
έχει μαγειρεμένο
έχουν μαγειρέψει
έχουν μαγειρεμένο
έχει μαγειρευτεί
είναι μαγειρεμένος, -η, -ο
έχουν μαγειρευτεί
είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαγειρέψει
είχα μαγειρεμένο
είχαμε μαγειρέψει
είχαμε μαγειρεμένο
είχα μαγειρευτεί
ήμουν μαγειρεμένος, -η
είχαμε μαγειρευτεί
ήμαστε μαγειρεμένοι, -ες
είχες μαγειρέψει
είχες μαγειρεμένο
είχατε μαγειρέψει
είχατε μαγειρεμένο
είχες μαγειρευτεί
ήσουν μαγειρεμένος, -η
είχατε μαγειρευτεί
ήσαστε μαγειρεμένοι, -ες
είχε μαγειρέψει
είχε μαγειρεμένο
είχαν μαγειρέψει
είχαν μαγειρεμένο
είχε μαγειρευτεί
ήταν μαγειρεμένος, -η, -ο
είχαν μαγειρευτεί
ήταν μαγειρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαγειρεύωθα μαγειρεύουμε, θα μαγειρεύομεθα μαγειρεύομαιθα μαγειρευόμαστε
θα μαγειρεύειςθα μαγειρεύετεθα μαγειρεύεσαιθα μαγειρεύεστε, θα μαγειρευόσαστε
θα μαγειρεύειθα μαγειρεύουν(ε)θα μαγειρεύεταιθα μαγειρεύονται
Fut
ur
θα μαγειρέψωθα μαγειρέψουμε, θα μαγειρέψομεθα μαγειρευτώθα μαγειρευτούμε
θα μαγειρέψειςθα μαγειρέψετεθα μαγειρευτείςθα μαγειρευτείτε
θα μαγειρέψειθα μαγειρέψουν(ε)θα μαγειρευτείθα μαγειρευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαγειρέψει
θα έχω μαγειρεμένο
θα έχουμε μαγειρέψει
θα έχουμε μαγειρεμένο
θα έχω μαγειρευτεί
θα είμαι μαγειρεμένος, -η
θα έχουμε μαγειρευτεί
θα είμαστε μαγειρεμένοι, -ες
θα έχεις μαγειρέψει
θα έχεις μαγειρεμένο
θα έχετε μαγειρέψει
θα έχετε μαγειρεμένο
θα έχεις μαγειρευτεί
θα είσαι μαγειρεμένος, -η
θα έχετε μαγειρευτεί
θα είστε μαγειρεμένοι, -ες
θα έχει μαγειρέψει
θα έχει μαγειρεμένο
θα έχουν μαγειρέψει
θα έχουν μαγειρεμένο
θα έχει μαγειρευτεί
θα είναι μαγειρεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαγειρευτεί
θα είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαγειρεύωνα μαγειρεύουμε, να μαγειρεύομενα μαγειρεύομαινα μαγειρευόμαστε
να μαγειρεύειςνα μαγειρεύετενα μαγειρεύεσαινα μαγειρεύεστε, να μαγειρευόσαστε
να μαγειρεύεινα μαγειρεύουν(ε)να μαγειρεύεταινα μαγειρεύονται
Aoristνα μαγειρέψωνα μαγειρέψουμε, να μαγειρέψομενα μαγειρευτώνα μαγειρευτούμε
να μαγειρέψειςνα μαγειρέψετενα μαγειρευτείςνα μαγειρευτείτε
να μαγειρέψεινα μαγειρέψουν(ε)να μαγειρευτείνα μαγειρευτούν(ε)
Perfνα έχω μαγειρέψει
να έχω μαγειρεμένο
να έχουμε μαγειρέψει
να έχουμε μαγειρεμένο
να έχω μαγειρευτεί
να είμαι μαγειρεμένος, -η
να έχουμε μαγειρευτεί
να είμαστε μαγειρεμένοι, -ες
να έχεις μαγειρέψει
να έχεις μαγειρεμένο
να έχετε μαγειρέψει
να έχετε μαγειρεμένο
να έχεις μαγειρευτεί
να είσαι μαγειρεμένος, -η
να έχετε μαγειρευτεί
να είστε μαγειρεμένοι, -ες
να έχει μαγειρέψει
να έχει μαγειρεμένο
να έχουν μαγειρέψει
να έχουν μαγειρεμένο
να έχει μαγειρευτεί
να είναι μαγειρεμένος, -η, -ο
να έχουν μαγειρευτεί
να είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμαγείρευεμαγειρεύετεμαγειρεύεστε
Aoristμαγείρεψεμαγειρέψτε, μαγειρεύτεμαγειρέψουμαγειρευτείτε
Part
izip
Presμαγειρεύοντας
Perfέχοντας μαγειρέψει, έχοντας μαγειρεμένομαγειρεμένος, -η, -ομαγειρεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαγειρέψειμαγειρευτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φτιάχνωφτιάχνουμε, φτιάχνομεφτιάχνομαιφτιαχνόμαστε
φτιάχνειςφτιάχνετεφτιάχνεσαιφτιάχνεστε, φτιαχνόσαστε
φτιάχνειφτιάχνουν(ε)φτιάχνεταιφτιάχνονται
Imper
fekt
έφτιαχναφτιάχναμεφτιαχνόμουν(α)φτιαχνόμαστε, φτιαχνόμασταν
έφτιαχνεςφτιάχνατεφτιαχνόσουν(α)φτιαχνόσαστε, φτιαχνόσασταν
έφτιαχνεέφτιαχναν, φτιάχναν(ε)φτιαχνόταν(ε)φτιάχνονταν, φτιαχνόντανε, φτιαχνόντουσαν
Aoristέφτιαξαφτιάξαμεφτιάχτηκαφτιαχτήκαμε
έφτιαξεςφτιάξατεφτιάχτηκεςφτιαχτήκατε
έφτιαξεέφτιαξαν, φτιάξαν(ε)φτιάχτηκεφτιάχτηκαν, φτιαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φτιάξει
έχω φτιαγμένο
έχουμε φτιάξει
έχουμε φτιαγμένο
έχω φτιαχτεί
είμαι φτιαγμένος, -η
έχουμε φτιαχτεί
είμαστε φτιαγμένοι, -ες
έχεις φτιάξει
έχεις φτιαγμένο
έχετε φτιάξει
έχετε φτιαγμένο
έχεις φτιαχτεί
είσαι φτιαγμένος, -η
έχετε φτιαχτεί
είστε φτιαγμένοι, -ες
έχει φτιάξει
έχει φτιαγμένο
έχουν φτιάξει
έχουν φτιαγμένο
έχει φτιαχτεί
είναι φτιαγμένος, -η, -ο
έχουν φτιαχτεί
είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φτιάξει
είχα φτιαγμένο
είχαμε φτιάξει
είχαμε φτιαγμένο
είχα φτιαχτεί
ήμουν φτιαγμένος, -η
είχαμε φτιαχτεί
ήμαστε φτιαγμένοι, -ες
είχες φτιάξει
είχες φτιαγμένο
είχατε φτιάξει
είχατε φτιαγμένο
είχες φτιαχτεί
ήσουν φτιαγμένος, -η
είχατε φτιαχτεί
ήσαστε φτιαγμένοι, -ες
είχε φτιάξει
είχε φτιαγμένο
είχαν φτιάξει
είχαν φτιαγμένο
είχε φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένος, -η, -ο
είχαν φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φτιάχνωθα φτιάχνουμε, θα φτιάχνομεθα φτιάχνομαιθα φτιαχνόμαστε
θα φτιάχνειςθα φτιάχνετεθα φτιάχνεσαιθα φτιάχνεστε, θα φτιαχνόσαστε
θα φτιάχνειθα φτιάχνουν(ε)θα φτιάχνεταιθα φτιάχνονται
Fut
ur
θα φτιάξωθα φτιάξουμε, θα φτιάξομεθα φτιαχτώθα φτιαχτούμε
θα φτιάξειςθα φτιάξετεθα φτιαχτείςθα φτιαχτείτε
θα φτιάξειθα φτιάξουν(ε)θα φτιαχτείθα φτιαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φτιάξει
θα έχω φτιαγμένο
θα έχουμε φτιάξει
θα έχουμε φτιαγμένο
θα έχω φτιαχτεί
θα είμαι φτιαγμένος, -η
θα έχουμε φτιαχτεί
θα είμαστε φτιαγμένοι, -ες
θα έχεις φτιάξει
θα έχεις φτιαγμένο
θα έχετε φτιάξει
θα έχετε φτιαγμένο
θα έχεις φτιαχτεί
θα είσαι φτιαγμένος, -η
θα έχετε φτιαχτεί
θα είστε φτιαγμένοι, -ες
θα έχει φτιάξει
θα έχει φτιαγμένο
θα έχουν φτιάξει
θα έχουν φτιαγμένο
θα έχει φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φτιάχνωνα φτιάχνουμε, να φτιάχνομενα φτιάχνομαινα φτιαχνόμαστε
να φτιάχνειςνα φτιάχνετενα φτιάχνεσαινα φτιάχνεστε, να φτιαχνόσαστε
να φτιάχνεινα φτιάχνουν(ε)να φτιάχνεταινα φτιάχνονται
Aoristνα φτιάξωνα φτιάξουμε, να φτιάξομενα φτιαχτώνα φτιαχτούμε
να φτιάξειςνα φτιάξετενα φτιαχτείςνα φτιαχτείτε
να φτιάξεινα φτιάξουν(ε)να φτιαχτείνα φτιαχτούν(ε)
Perfνα έχω φτιάξει
να έχω φτιαγμένο
να έχουμε φτιάξει
να έχουμε φτιαγμένο
να έχω φτιαχτεί
να είμαι φτιαγμένος, -η
να έχουμε φτιαχτεί
να είμαστε φτιαγμένοι, -ες
να έχεις φτιάξει
να έχεις φτιαγμένο
να έχετε φτιάξει
να έχετε φτιαγμένο
να έχεις φτιαχτεί
να είσαι φτιαγμένος, -η
να έχετε φτιαχτεί
να είστε φτιαγμένοι, -ες
να έχει φτιάξει
να έχει φτιαγμένο
να έχουν φτιάξει
να έχουν φτιαγμένο
να έχει φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένος, -η, -ο
να έχουν φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφτιάχνεφτιάχνετεφτιάχνεστε
Aoristφτιάξεφτιάξτε, φτιάχτεφτιάξουφτιαχτείτε
Part
izip
Presφτιάχνοντας
Perfέχοντας φτιάξει, έχοντας φτιαγμένοφτιαγμένος, -η, -οφτιαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφτιάξειφτιαχτεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βράζωβράζουμε, βράζομεβράζομαιβραζόμαστε
βράζειςβράζετεβράζεσαιβράζεστε, βραζόσαστε
βράζειβράζουν(ε)βράζεταιβράζονται
Imper
fekt
έβραζαβράζαμεβραζόμουν(α)βραζόμαστε, βραζόμασταν
έβραζεςβράζατεβραζόσουν(α)βραζόσαστε, βραζόσασταν
έβραζεέβραζαν, βράζαν(ε)βραζόταν(ε)βράζονταν, βραζόντανε, βραζόντουσαν
Aoristέβρασαβράσαμεβράστηκαβραστήκαμε
έβρασεςβράσατεβράστηκεςβραστήκατε
έβρασεέβρασαν, βράσαν(ε)βράστηκεβράστηκαν, βραστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βράσει
έχω βρασμένο
έχουμε βράσει
έχουμε βρασμένο
έχω βραστεί
είμαι βρασμένος, -η
έχουμε βραστεί
είμαστε βρασμένοι, -ες
έχεις βράσει
έχεις βρασμένο
έχετε βράσει
έχετε βρασμένο
έχεις βραστεί
είσαι βρασμένος, -η
έχετε βραστεί
είστε βρασμένοι, -ες
έχει βράσει
έχει βρασμένο
έχουν βράσει
έχουν βρασμένο
έχει βραστεί
είναι βρασμένος, -η, -ο
έχουν βραστεί
είναι βρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βράσει
είχα βρασμένο
είχαμε βράσει
είχαμε βρσμένο
είχα βραστεί
ήμουν βρασμένος, -η
είχαμε βραστεί
ήμαστε βρασμένοι, -ες
είχες βράσει
είχες βρασμένο
είχατε βράσει
είχατε βρασμένο
είχες βραστεί
ήσουν βρασμένος, -η
είχατε βραστεί
ήσαστε βρασμένοι, -ες
είχε βράσει
είχε βρασμένο
είχαν βράσει
είχαν βρασμένο
είχε βραστεί
ήταν βρασμένος, -η, -ο
είχαν βραστεί
ήταν βρασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βράζωθα βράζουμε, θα βράζομεθα βράζομαιθα βραζόμαστε
θα βράζειςθα βράζετεθα βράζεσαιθα βράζεστε, θα βραζόσαστε
θα βράζειθα βράζουν(ε)θα βράζεταιθα βράζονται
Fut
ur
θα βράσωθα βράσουμε, θα βράζομεθα βραστώθα βραστούμε
θα βράσειςθα βράσετεθα βραστείςθα βραστείτε
θα βράσειθα βράσουν(ε)θα βραστείθα βραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βράσει
θα έχω βρασμένο
θα έχουμε βράσει
θα έχουμε βρασμένο
θα έχω βραστεί
θα είμαι βρασμένος, -η
θα έχουμε βραστεί
θα είμαστε βρασμένοι, -ες
θα έχεις βράσει
θα έχεις βρασμένο
θα έχετε βράσει
θα έχετε βρασμένο
θα έχεις βραστεί
θα είσαι βρασμένος, -η
θα έχετε βραστεί
θα είστε βρασμένοι, -ες
θα έχει βράσει
θα έχει βρασμένο
θα έχουν βράσει
θα έχουν βρασμένο
θα έχει βραστεί
θα είναι βρασμένος, -η, -ο
θα έχουν βραστεί
θα είναι βρασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βράζωνα βράζουμε, να βράζομενα βράζομαινα βραζόμαστε
να βράζειςνα βράζετενα βράζεσαινα βράζεστε, να βραζόσαστε
να βράζεινα βράζουν(ε)να βράζεταινα βράζονται
Aoristνα βράσωνα βράσουμε, να βράσομενα βραστώνα βραστούμε
να βράσειςνα βράσετενα βραστείςνα βραστείτε
να βράσεινα βράσουν(ε)να βραστείνα βραστούν(ε)
Perfνα έχω βράσει
να έχω βρασμένο
να έχουμε βράσει
να έχουμε βρασμένο
να έχω βραστεί
να είμαι βρασμένος, -η
να έχουμε βραστεί
να είμαστε βρασμένοι, -ες
να έχεις βράσει
να έχεις βρασμένο
να έχετε βράσει
να έχετε βρασμένο
να έχεις βραστεί
να είσαι βρασμένος, -η
να έχετε βραστεί
να είστε βρασμένοι, -ες
να έχει βράσει
να έχει βρασμένο
να έχουν βράσει
να έχουν βρασμένο
να έχει βραστεί
να είναι βρασμένος, -η, -ο
να έχουν βραστεί
να είναι βρασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβράζεβράζετεβράζεστε
Aoristβράσεβράστεβράσουβραστείτε
Part
izip
Presβράζονταςβραζόμενος
Perfέχοντας βράσει, έχοντας βρασμένοβρασμένος, -η, -οβρασμένοι, -ες, -α
InfinAoristβράσειβραστεί




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψήνωψήνουμε, ψήνομεψήνομαιψηνόμαστε
ψήνειςψήνετεψήνεσαιψήνεστε, ψηνόσαστε
ψήνειψήνουν(ε)ψήνεταιψήνονται
Imper
fekt
έψηναψήναμεψηνόμουν(α)ψηνόμαστε, ψηνόμασταν
έψηνεςψήνατεψηνόσουν(α)ψηνόσαστε, ψηνόσασταν
έψηνεέψηναν, ψήναν(ε)ψηνόταν(ε)ψήνονταν, ψηνόντανε, ψηνόντουσαν
Aoristέψησαψήσαμεψήθηκαψηθήκαμε
έψησεςψήσατεψήθηκεςψηθήκατε
έψησεέψησαν, ψήσαν(ε)ψήθηκεψήθηκαν, ψηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ψήσει
έχω ψημένο
έχουμε ψήσει
έχουμε ψημένο
έχω ψηθεί
είμαι ψημένος, -η
έχουμε ψηθεί
είμαστε ψημένοι, -ες
έχεις ψήσει
έχεις ψημένο
έχετε ψήσει
έχετε ψημένο
έχεις ψηθεί
είσαι ψημένος, -η
έχετε ψηθεί
είστε ψημένοι, -ες
έχει ψήσει
έχει ψημένο
έχουν ψήσει
έχουν ψημένο
έχει ψηθεί
είναι ψημένος, -η, -ο
έχουν ψηθεί
είναι ψημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ψήσει
είχα ψημένο
είχαμε ψήσει
είχαμε ψημένο
είχα ψηθεί
ήμουν ψημένος, -η
είχαμε ψηθεί
ήμαστε ψημένοι, -ες
είχες ψήσει
είχες ψημένο
είχατε ψήσει
είχατε ψημένο
είχες ψηθεί
ήσουν ψημένος, -η
είχατε ψηθεί
ήσαστε ψημένοι, -ες
είχε ψήσει
είχε ψημένο
είχαν ψήσει
είχαν ψημένο
είχε ψηθεί
ήταν ψημένος, -η, -ο
είχαν ψηθεί
ήταν ψημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψήνωθα ψήνουμεθα ψήνομαιθα ψηνόμαστε
θα ψήνειςθα ψήνετεθα ψήνεσαιθα ψήνεστε, θα ψηνόσαστε
θα ψήνειθα ψήνουνθα ψήνεταιθα ψήνονται
Fut
ur
θα ψήσωθα ψήσουμεθα ψηθώθα ψηθούμε
θα ψήσειςθα ψήσετεθα ψηθείςθα ψηθείτε
θα ψήσειθα ψήσουνθα ψηθείθα ψηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψήσει
θα έχω ψημένο
θα έχουμε ψήσει
θα έχουμε ψημένο
θα έχω ψηθεί
θα είμαι ψημένος, -η
θα έχουμε ψηθεί
θα είμαστε ψημένοι, -ες
θα έχεις ψήσει
θα έχεις ψημένο
θα έχετε ψήσει
θα έχετε ψημένο
θα έχεις ψηθεί
θα είσαι ψημένος, -η
θα έχετε ψηθεί
θα είστε ψημένοι, -ες
θα έχει ψήσει
θα έχει ψημένο
θα έχουν ψήσει
θα έχουν ψημένο
θα έχει ψηθεί
θα είναι ψημένος, -η, -ο
θα έχουν ψηθεί
θα είναι ψημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψήνωνα ψήνουμενα ψήνομαινα ψηνόμαστε
να ψήνειςνα ψήνετενα ψήνεσαινα ψήνεστε, να ψηνόσαστε
να ψήνεινα ψήνουννα ψήνεταινα ψήνονται
Aoristνα ψήσωνα ψήσουμενα ψηθώνα ψηθούμε
να ψήσειςνα ψήσετενα ψηθείςνα ψηθείτε
να ψήσεινα ψήσουννα ψηθείνα ψηθούν(ε)
Perfνα έχω ψήσει
να έχω ψημένο
να έχουμε ψήσει
να έχουμε ψημένο
να έχω ψηθεί
να είμαι ψημένος, -η
να έχουμε ψηθεί
να είμαστε ψημένοι, -ες
να έχεις ψήσει
να έχεις ψημένο
να έχετε ψήσει
να έχετε ψημένο
να έχεις ψηθεί
να είσαι ψημένος, -η
να έχετε ψηθεί
να είστε ψημένοι, -ες
να έχει ψήσει
να έχει ψημένο
να έχουν ψήσει
να έχουν ψημένο
να έχει ψηθεί
να είναι ψημένος, -η, -ο
να έχουν ψηθεί
να είναι ψημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presψήνεψήνετεψήνεστε
Aoristψήσεψήσετε, ψήστεψήσουψηθείτε
Part
izip
Presψήνοντας
Perfέχοντας ψήσει, έχοντας ψημένοψημένος, -η, -οψημένοι, -ες, -α
InfinAoristψήσειψηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback