μαγειρεύω Verb  [magirevo, majirevo, mageireyw]

  Verb
(176)

Etymologie zu μαγειρεύω

μαγειρεύω Koine-Griechisch altgriechisch μάγειρος


GriechischDeutsch
Θα συμφωνούσα πλήρως μαζί του: για μένα, μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή είναι ότι την Κυριακή μαγειρεύω για την οικογένειά μου.Ich stimme ihm vollkommen zu: eines der großen Vergnügen in meinem Leben ist, sonntags für meine Familie zu kochen, und es ist mir dabei unter anderem bewußt, daß die zunächst getroffene Auswahl des Fleisches auch dafür bestimmend ist, wie es gekocht wird.

Übersetzung bestätigt

Αφού δεν ξέρω πότε θα έρθεις, ντύνομαι καλά, λούζω τα μαλλιά μου καθημερινά, και δουλεύω σκληρά να μάθω πως να μαγειρεύω.Da ich nie weiß, wann du kommst, zieh ich mich gut an, wasche meine Haare jeden Tag, und arbeite hart, um kochen zu lernen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αυτού του είδους η μαγειρική με οδήγησε στο να μάθω να μαγειρεύω μόνος μου.Dieses Essen brachte mich dazu, selbst kochen zu lernen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και επειδή έχω ένα 15χρονο, όλη την ώρα μαγειρεύω.Und da ich einen 15-Jährigen zu Hause habe, muss ich ständig kochen, kochen, kochen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε ξέρω τίποτα για τον Σαρτρ ή τον Νίτσε. Και δε ξέρω καν να μαγειρεύω.Ich weiß nichts über Sartre oder Nietzsche und ich kann noch nicht einmal kochen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
kochen
sieden
aufbrühen

Grammatik

Grammatik zu μαγειρεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαγειρεύωμαγειρεύουμε, μαγειρεύομεμαγειρεύομαιμαγειρευόμαστε
μαγειρεύειςμαγειρεύετεμαγειρεύεσαιμαγειρεύεστε, μαγειρευόσαστε
μαγειρεύειμαγειρεύουν(ε)μαγειρεύεταιμαγειρεύονται
Imper
fekt
μαγείρευαμαγειρεύαμεμαγειρευόμουν(α)μαγειρευόμαστε, μαγειρευόμασταν
μαγείρευεςμαγειρεύατεμαγειρευόσουν(α)μαγειρευόσαστε, μαγειρευόσασταν
μαγείρευεμαγείρευαν, μαγειρεύαν(ε)μαγειρευόταν(ε)μαγειρεύονταν, μαγειρευόντανε, μαγειρευόντουσαν
Aoristμαγείρεψαμαγειρέψαμεμαγειρεύτηκαμαγειρευτήκαμε
μαγείρεψεςμαγειρέψατεμαγειρεύτηκεςμαγειρευτήκατε
μαγείρεψεμαγείρεψαν, μαγειρέψαν(ε)μαγειρεύτηκεμαγειρεύτηκαν, μαγειρευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαγειρέψει
έχω μαγειρεμένο
έχουμε μαγειρέψει
έχουμε μαγειρεμένο
έχω μαγειρευτεί
είμαι μαγειρεμένος, -η
έχουμε μαγειρευτεί
είμαστε μαγειρεμένοι, -ες
έχεις μαγειρέψει
έχεις μαγειρεμένο
έχετε μαγειρέψει
έχετε μαγειρεμένο
έχεις μαγειρευτεί
είσαι μαγειρεμένος, -η
έχετε μαγειρευτεί
είστε μαγειρεμένοι, -ες
έχει μαγειρέψει
έχει μαγειρεμένο
έχουν μαγειρέψει
έχουν μαγειρεμένο
έχει μαγειρευτεί
είναι μαγειρεμένος, -η, -ο
έχουν μαγειρευτεί
είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαγειρέψει
είχα μαγειρεμένο
είχαμε μαγειρέψει
είχαμε μαγειρεμένο
είχα μαγειρευτεί
ήμουν μαγειρεμένος, -η
είχαμε μαγειρευτεί
ήμαστε μαγειρεμένοι, -ες
είχες μαγειρέψει
είχες μαγειρεμένο
είχατε μαγειρέψει
είχατε μαγειρεμένο
είχες μαγειρευτεί
ήσουν μαγειρεμένος, -η
είχατε μαγειρευτεί
ήσαστε μαγειρεμένοι, -ες
είχε μαγειρέψει
είχε μαγειρεμένο
είχαν μαγειρέψει
είχαν μαγειρεμένο
είχε μαγειρευτεί
ήταν μαγειρεμένος, -η, -ο
είχαν μαγειρευτεί
ήταν μαγειρεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαγειρεύωθα μαγειρεύουμε, θα μαγειρεύομεθα μαγειρεύομαιθα μαγειρευόμαστε
θα μαγειρεύειςθα μαγειρεύετεθα μαγειρεύεσαιθα μαγειρεύεστε, θα μαγειρευόσαστε
θα μαγειρεύειθα μαγειρεύουν(ε)θα μαγειρεύεταιθα μαγειρεύονται
Fut
ur
θα μαγειρέψωθα μαγειρέψουμε, θα μαγειρέψομεθα μαγειρευτώθα μαγειρευτούμε
θα μαγειρέψειςθα μαγειρέψετεθα μαγειρευτείςθα μαγειρευτείτε
θα μαγειρέψειθα μαγειρέψουν(ε)θα μαγειρευτείθα μαγειρευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαγειρέψει
θα έχω μαγειρεμένο
θα έχουμε μαγειρέψει
θα έχουμε μαγειρεμένο
θα έχω μαγειρευτεί
θα είμαι μαγειρεμένος, -η
θα έχουμε μαγειρευτεί
θα είμαστε μαγειρεμένοι, -ες
θα έχεις μαγειρέψει
θα έχεις μαγειρεμένο
θα έχετε μαγειρέψει
θα έχετε μαγειρεμένο
θα έχεις μαγειρευτεί
θα είσαι μαγειρεμένος, -η
θα έχετε μαγειρευτεί
θα είστε μαγειρεμένοι, -ες
θα έχει μαγειρέψει
θα έχει μαγειρεμένο
θα έχουν μαγειρέψει
θα έχουν μαγειρεμένο
θα έχει μαγειρευτεί
θα είναι μαγειρεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαγειρευτεί
θα είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαγειρεύωνα μαγειρεύουμε, να μαγειρεύομενα μαγειρεύομαινα μαγειρευόμαστε
να μαγειρεύειςνα μαγειρεύετενα μαγειρεύεσαινα μαγειρεύεστε, να μαγειρευόσαστε
να μαγειρεύεινα μαγειρεύουν(ε)να μαγειρεύεταινα μαγειρεύονται
Aoristνα μαγειρέψωνα μαγειρέψουμε, να μαγειρέψομενα μαγειρευτώνα μαγειρευτούμε
να μαγειρέψειςνα μαγειρέψετενα μαγειρευτείςνα μαγειρευτείτε
να μαγειρέψεινα μαγειρέψουν(ε)να μαγειρευτείνα μαγειρευτούν(ε)
Perfνα έχω μαγειρέψει
να έχω μαγειρεμένο
να έχουμε μαγειρέψει
να έχουμε μαγειρεμένο
να έχω μαγειρευτεί
να είμαι μαγειρεμένος, -η
να έχουμε μαγειρευτεί
να είμαστε μαγειρεμένοι, -ες
να έχεις μαγειρέψει
να έχεις μαγειρεμένο
να έχετε μαγειρέψει
να έχετε μαγειρεμένο
να έχεις μαγειρευτεί
να είσαι μαγειρεμένος, -η
να έχετε μαγειρευτεί
να είστε μαγειρεμένοι, -ες
να έχει μαγειρέψει
να έχει μαγειρεμένο
να έχουν μαγειρέψει
να έχουν μαγειρεμένο
να έχει μαγειρευτεί
να είναι μαγειρεμένος, -η, -ο
να έχουν μαγειρευτεί
να είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμαγείρευεμαγειρεύετεμαγειρεύεστε
Aoristμαγείρεψεμαγειρέψτε, μαγειρεύτεμαγειρέψουμαγειρευτείτε
Part
izip
Presμαγειρεύοντας
Perfέχοντας μαγειρέψει, έχοντας μαγειρεμένομαγειρεμένος, -η, -ομαγειρεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαγειρέψειμαγειρευτεί





Griechische Definition zu μαγειρεύω

μαγειρεύω [majirévo] -ομαι : 1α. παρασκευάζω φαγητό: Σήμερα θα φάμε κονσέρβες, γιατί δε μαγειρέψαμε. Tις Kυριακές δε μαγειρεύω· τρώμε πάντο τε έξω. (γνωμ.) των φρονίμων* τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. || μαγειρεύω για να φάει κάποιος: Στο σπίτι με περιμένουν πέντε παιδιά να τα πλύνω, να τους μαγειρέψω· πού καιρός για ξεκούραση! β. μαγειρεύω με σχετικά πολύπλοκο τρόπο βράζοντας, ψήνοντας ή τηγανίζοντας διάφορα τρόφιμα: μαγειρεύω κρέας / ψάρι / φασόλια με λάδι / με βούτυρο, χρησιμοποιώντας ένα από τα παραπάνω υλικά. || (μππ.) μαγειρευτός: Mαγειρεμένες πατάτες. γ. ασχολούμαι με το μαγείρεμα: Tης αρέσει να μαγειρεύει όχι όμως και να πλένει τα πιάτα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback