ψήνω Verb  [psino, pshnw]

  Verb
(17)
  Verb
(1)
  Verb
(0)
fertigmachen (ugs.)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu ψήνω

ψήνω mittelgriechisch ψήνω και ψένω από τύπους ἧψον ή ἡψήθην ή ἡψημένος des altgriechischen ἕψω (μαγειρεύω)


GriechischDeutsch
Ξέρω μόνο να ψήνω και να δουλεύω το μαγαζί μου.Ich kann nur backen und meinen kleinen Laden führen.

Übersetzung nicht bestätigt

Δε μπορώ να ψήνω και να πουλάω ταυτόχρονα.Ich kann nicht backen und gleichzeitig verkaufen.

Übersetzung nicht bestätigt

Πέρασα υπέροχα. 'Εμαθα να ψήνω, έφαγα ωραία φαγητά.Ich hatte eine tolle Zeit. Ich habe gelernt, zu backen, aßen gutes Essen.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορεί να ψήνω.Ich muss noch backen.

Übersetzung nicht bestätigt

Θα ψήνω κουλουράκια.Plätzchen backen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ψήνω


AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ψήνωψήνουμε, ψήνομεψήνομαιψηνόμαστε
ψήνειςψήνετεψήνεσαιψήνεστε, ψηνόσαστε
ψήνειψήνουν(ε)ψήνεταιψήνονται
Imper
fekt
έψηναψήναμεψηνόμουν(α)ψηνόμαστε, ψηνόμασταν
έψηνεςψήνατεψηνόσουν(α)ψηνόσαστε, ψηνόσασταν
έψηνεέψηναν, ψήναν(ε)ψηνόταν(ε)ψήνονταν, ψηνόντανε, ψηνόντουσαν
Aoristέψησαψήσαμεψήθηκαψηθήκαμε
έψησεςψήσατεψήθηκεςψηθήκατε
έψησεέψησαν, ψήσαν(ε)ψήθηκεψήθηκαν, ψηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ψήσει
έχω ψημένο
έχουμε ψήσει
έχουμε ψημένο
έχω ψηθεί
είμαι ψημένος, -η
έχουμε ψηθεί
είμαστε ψημένοι, -ες
έχεις ψήσει
έχεις ψημένο
έχετε ψήσει
έχετε ψημένο
έχεις ψηθεί
είσαι ψημένος, -η
έχετε ψηθεί
είστε ψημένοι, -ες
έχει ψήσει
έχει ψημένο
έχουν ψήσει
έχουν ψημένο
έχει ψηθεί
είναι ψημένος, -η, -ο
έχουν ψηθεί
είναι ψημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ψήσει
είχα ψημένο
είχαμε ψήσει
είχαμε ψημένο
είχα ψηθεί
ήμουν ψημένος, -η
είχαμε ψηθεί
ήμαστε ψημένοι, -ες
είχες ψήσει
είχες ψημένο
είχατε ψήσει
είχατε ψημένο
είχες ψηθεί
ήσουν ψημένος, -η
είχατε ψηθεί
ήσαστε ψημένοι, -ες
είχε ψήσει
είχε ψημένο
είχαν ψήσει
είχαν ψημένο
είχε ψηθεί
ήταν ψημένος, -η, -ο
είχαν ψηθεί
ήταν ψημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ψήνωθα ψήνουμεθα ψήνομαιθα ψηνόμαστε
θα ψήνειςθα ψήνετεθα ψήνεσαιθα ψήνεστε, θα ψηνόσαστε
θα ψήνειθα ψήνουνθα ψήνεταιθα ψήνονται
Fut
ur
θα ψήσωθα ψήσουμεθα ψηθώθα ψηθούμε
θα ψήσειςθα ψήσετεθα ψηθείςθα ψηθείτε
θα ψήσειθα ψήσουνθα ψηθείθα ψηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ψήσει
θα έχω ψημένο
θα έχουμε ψήσει
θα έχουμε ψημένο
θα έχω ψηθεί
θα είμαι ψημένος, -η
θα έχουμε ψηθεί
θα είμαστε ψημένοι, -ες
θα έχεις ψήσει
θα έχεις ψημένο
θα έχετε ψήσει
θα έχετε ψημένο
θα έχεις ψηθεί
θα είσαι ψημένος, -η
θα έχετε ψηθεί
θα είστε ψημένοι, -ες
θα έχει ψήσει
θα έχει ψημένο
θα έχουν ψήσει
θα έχουν ψημένο
θα έχει ψηθεί
θα είναι ψημένος, -η, -ο
θα έχουν ψηθεί
θα είναι ψημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ψήνωνα ψήνουμενα ψήνομαινα ψηνόμαστε
να ψήνειςνα ψήνετενα ψήνεσαινα ψήνεστε, να ψηνόσαστε
να ψήνεινα ψήνουννα ψήνεταινα ψήνονται
Aoristνα ψήσωνα ψήσουμενα ψηθώνα ψηθούμε
να ψήσειςνα ψήσετενα ψηθείςνα ψηθείτε
να ψήσεινα ψήσουννα ψηθείνα ψηθούν(ε)
Perfνα έχω ψήσει
να έχω ψημένο
να έχουμε ψήσει
να έχουμε ψημένο
να έχω ψηθεί
να είμαι ψημένος, -η
να έχουμε ψηθεί
να είμαστε ψημένοι, -ες
να έχεις ψήσει
να έχεις ψημένο
να έχετε ψήσει
να έχετε ψημένο
να έχεις ψηθεί
να είσαι ψημένος, -η
να έχετε ψηθεί
να είστε ψημένοι, -ες
να έχει ψήσει
να έχει ψημένο
να έχουν ψήσει
να έχουν ψημένο
να έχει ψηθεί
να είναι ψημένος, -η, -ο
να έχουν ψηθεί
να είναι ψημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presψήνεψήνετεψήνεστε
Aoristψήσεψήσετε, ψήστεψήσουψηθείτε
Part
izip
Presψήνοντας
Perfέχοντας ψήσει, έχοντας ψημένοψημένος, -η, -οψημένοι, -ες, -α
InfinAoristψήσειψηθεί













Griechische Definition zu ψήνω

ψήνω [psíno] -ομαι Ρ αόρ. έψησα, απαρέμφ. ψήσει, παθ. αόρ. ψήθηκα, απαρέμφ. ψηθεί, μππ. ψημένος : 1.κάνω κτ. κατάλληλο για φάγωμα, υποβάλλοντάς το στην επίδραση υψηλής θερμοκρασίας και με ελάχιστο ή καθόλου νερό ή λάδι· (πρβ. βράζω, τηγανίζω, μαγειρεύω): ψήνω το κρέας στο φούρνο / στα κάρβουνα / στη σούβλα. ψήνω σε δυνατή / σε χαμηλή φωτιά. ψήνω ψάρια / κοτόπουλο / πατάτες / πίτα / ψωμί. Ψήνετε τη σπανακόπιτα σε μέτριο φούρνο. Aλείφετε το κρέας με βούτυρο και το αφήνετε να ψηθεί για δύο περίπου ώρες. || (ειδικότ.): ψήνω καφέ, παρασκευάζω, βράζω, κάνω καφέ. || (σπάν., λαϊκότρ.) μαγειρεύω. ΦΡ ψήνω σε κπ. το ψάρι στα χείλια, τον ταλαιπωρώ, τον παιδεύω: Tου ΄χει ψήσει το ψάρι στα χείλια. Tης έψησε το ψάρι στα χείλια μέχρι να την παντρευτεί. (δεν τρώγεται) ούτε* ωμός ούτε ψημένος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback