machen
 Verb

κάνω Verb
(12159)
φτιάχνω Verb
(104)
DeutschGriechisch
Was soll ich machen, wenn ich die Vorbereitung des neuen Pens viermal durchgeführt habe und immer noch kein Byetta aus der Nadelspitze austritt?Τι πρέπει να κάνω εάν το διάλυμα Byetta δεν ρέει από τη μύτη της βελόνας μετά από τέσσερις προσπάθειες κατά τη Διαδικασία Ρύθμισης Νέας Πένας;

Übersetzung bestätigt

Ich bin von den EU-Mitgliedstaaten beauftragt worden, die Probleme zu beheben, die es in bestehenden Investitionsvereinbarungen gibt, und ich bin entschlossen, das Investitionsschutzsystem transparenter und unparteiischer zu machen, um diese rechtlichen Lücken ein für alle Mal zu schließen.Μου έχει ανατεθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ να διορθώσω τα προβλήματα που υπάρχουν στις τρέχουσες επενδυτικές συμφωνίες και είμαι αποφασισμένος να κάνω το σύστημα προστασίας των επενδύσεων πιο διαφανές και αμερόληπτο και να καλύψω αυτά τα νομικά κενά άπαξ και διά παντός.

Übersetzung bestätigt

Ich werde meinerseits meine Aufgaben und Pflichten erfüllen und weiterhin gemeinsam mit den übrigen Kommissaren alle erforderlichen Schritte einleiten, um dieses Thema noch stärker in das Blickfeld der Gemeinschaft zu rücken und auch außerhalb Europas daraus aufmerksam zu machen.Προσωπικά αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες μου και δηλώνω ότι θα συνεχίσω να κάνω όλα τα απαραίτητα βήματα σε συνεργασία με τους συναδέλφους μου επιτρόπους για να φέρουμε το θέμα αυτό στο προσκήνιο της Κοινότητας αλλά και του Κόσμου.

Übersetzung bestätigt

„Das Motto der Wahlkampagne des Europaparlamentes war "Dieses Mal geht‘s um mehr" helfen Sie mir, dieses Wahlversprechen heute wahr zu machen.«Το σύνθημα της εκστρατείας του Κοινοβουλίου ήταν "Αυτή τη φορά τα πράγματα διαφέρουν" – βοηθήστε με να κάνω πράξη την υπόσχεση αυτή σήμερα.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte nur wenige Anmerkungen machen.Θα ήθελα να κάνω μερικές μόνον παρατηρήσεις.

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
machen zu

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κάνωκάνουμε, κάνομε
κάνειςκάνετε
κάνεικάνουν(ε)
Imper
fekt
έκανακάναμε
έκανεςκάνατε
έκανεέκαναν, κάναν(ε)
Aoristέκανα, έκαμακάναμε, κάμαμε
έκανες, έκαμεςκάνατε, κάματε
έκανε, έκαμεέκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε)
Per
fekt
έχω κάνει
έχω κάμει
έχω καμωμένο
έχουμε κάνει
έχουμε κάμει
έχουμε καμωμένο
έχεις κάνει
έχεις κάμει
έχεις καμωμένο
έχετε κάνει
έχετε κάμει
έχετε καμωμένο
έχει κάνει
έχει κάμει
έχει καμωμένο
έχουν κάνει
έχουν κάμει
έχουν καμωμένο
Plu
per
fekt
είχα κάνει
είχα κάμει
είχα καμωμένο
είχαμε κάνει
είχαμε κάμει
είχαμε καμωμένο
είχες κάνει
είχες κάμει
είχες καμωμένο
είχατε κάνει
είχατε κάμει
είχατε καμωμένο
είχε κάνει
είχε κάμει
είχε καμωμένο
είχαν κάνει
είχαν κάμει
είχαν καμωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κάνωθα κάνουμε, θα κάνομε
θα κάνειςθα κάνετε
θα κάνειθα κάνουν(ε)
Fut
ur
θα κάνω, θα κάμωθα κάνουμε, θα κάμουμε
θα κάνεις, θα κάμειςθα κάνετε, θα κάμετε
θα κάνει, θα κάμειθα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κάνει
θα έχω κάμει
θα έχω καμωμένο
θα έχουμε κάνει
θα έχουμε κάμει
θα έχουμε καμωμένο
θα έχεις κάνει
θα έχεις κάμει
θα έχεις καμωμένο
θα έχετε κάνει
θα έχετε κάμει
θα έχετε καμωμένο
θα έχει κάνει
θα έχει κάμει
θα έχει καμωμένο
θα έχουν κάνει
θα έχουν κάμει
θα έχουν καμωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κάνωνα κάνουμε, να κάνομε
να κάνειςνα κάνετε
να κάνεινα κάνουν(ε)
Aoristνα κάνω, να κάμωνα κάνουμε, να κάμουμε
να κάνεις, να κάμειςνα κάνετε, να κάμετε
να κάνει, να κάμεινα κάνουν(ε), να κάμουν(ε)
Perfνα έχω κάνει
να έχω κάμει
να έχω καμωμένο
να έχουμε κάνει
να έχουμε κάμει
να έχουμε καμωμένο
να έχεις κάνει
να έχεις κάμει
να έχεις καμωμένο
να έχετε κάνει
να έχετε κάμει
να έχετε καμωμένο
να έχει κάνει
να έχει κάμει
να έχει καμωμένο
να έχουν κάνει
να έχουν κάμει
να έχουν καμωμένο
Imper
ativ
Presκάνεκάνετε
Aoristκάνε, κάμεκάντε, κάμετε
Part
izip
Presκάνοντας
Perfέχοντας κάνει
έχοντας κάμει
έχοντας καμωμένο
InfinAoristκάνει, κάμει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φτιάχνωφτιάχνουμε, φτιάχνομεφτιάχνομαιφτιαχνόμαστε
φτιάχνειςφτιάχνετεφτιάχνεσαιφτιάχνεστε, φτιαχνόσαστε
φτιάχνειφτιάχνουν(ε)φτιάχνεταιφτιάχνονται
Imper
fekt
έφτιαχναφτιάχναμεφτιαχνόμουν(α)φτιαχνόμαστε, φτιαχνόμασταν
έφτιαχνεςφτιάχνατεφτιαχνόσουν(α)φτιαχνόσαστε, φτιαχνόσασταν
έφτιαχνεέφτιαχναν, φτιάχναν(ε)φτιαχνόταν(ε)φτιάχνονταν, φτιαχνόντανε, φτιαχνόντουσαν
Aoristέφτιαξαφτιάξαμεφτιάχτηκαφτιαχτήκαμε
έφτιαξεςφτιάξατεφτιάχτηκεςφτιαχτήκατε
έφτιαξεέφτιαξαν, φτιάξαν(ε)φτιάχτηκεφτιάχτηκαν, φτιαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φτιάξει
έχω φτιαγμένο
έχουμε φτιάξει
έχουμε φτιαγμένο
έχω φτιαχτεί
είμαι φτιαγμένος, -η
έχουμε φτιαχτεί
είμαστε φτιαγμένοι, -ες
έχεις φτιάξει
έχεις φτιαγμένο
έχετε φτιάξει
έχετε φτιαγμένο
έχεις φτιαχτεί
είσαι φτιαγμένος, -η
έχετε φτιαχτεί
είστε φτιαγμένοι, -ες
έχει φτιάξει
έχει φτιαγμένο
έχουν φτιάξει
έχουν φτιαγμένο
έχει φτιαχτεί
είναι φτιαγμένος, -η, -ο
έχουν φτιαχτεί
είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φτιάξει
είχα φτιαγμένο
είχαμε φτιάξει
είχαμε φτιαγμένο
είχα φτιαχτεί
ήμουν φτιαγμένος, -η
είχαμε φτιαχτεί
ήμαστε φτιαγμένοι, -ες
είχες φτιάξει
είχες φτιαγμένο
είχατε φτιάξει
είχατε φτιαγμένο
είχες φτιαχτεί
ήσουν φτιαγμένος, -η
είχατε φτιαχτεί
ήσαστε φτιαγμένοι, -ες
είχε φτιάξει
είχε φτιαγμένο
είχαν φτιάξει
είχαν φτιαγμένο
είχε φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένος, -η, -ο
είχαν φτιαχτεί
ήταν φτιαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φτιάχνωθα φτιάχνουμε, θα φτιάχνομεθα φτιάχνομαιθα φτιαχνόμαστε
θα φτιάχνειςθα φτιάχνετεθα φτιάχνεσαιθα φτιάχνεστε, θα φτιαχνόσαστε
θα φτιάχνειθα φτιάχνουν(ε)θα φτιάχνεταιθα φτιάχνονται
Fut
ur
θα φτιάξωθα φτιάξουμε, θα φτιάξομεθα φτιαχτώθα φτιαχτούμε
θα φτιάξειςθα φτιάξετεθα φτιαχτείςθα φτιαχτείτε
θα φτιάξειθα φτιάξουν(ε)θα φτιαχτείθα φτιαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φτιάξει
θα έχω φτιαγμένο
θα έχουμε φτιάξει
θα έχουμε φτιαγμένο
θα έχω φτιαχτεί
θα είμαι φτιαγμένος, -η
θα έχουμε φτιαχτεί
θα είμαστε φτιαγμένοι, -ες
θα έχεις φτιάξει
θα έχεις φτιαγμένο
θα έχετε φτιάξει
θα έχετε φτιαγμένο
θα έχεις φτιαχτεί
θα είσαι φτιαγμένος, -η
θα έχετε φτιαχτεί
θα είστε φτιαγμένοι, -ες
θα έχει φτιάξει
θα έχει φτιαγμένο
θα έχουν φτιάξει
θα έχουν φτιαγμένο
θα έχει φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένος, -η, -ο
θα έχουν φτιαχτεί
θα είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φτιάχνωνα φτιάχνουμε, να φτιάχνομενα φτιάχνομαινα φτιαχνόμαστε
να φτιάχνειςνα φτιάχνετενα φτιάχνεσαινα φτιάχνεστε, να φτιαχνόσαστε
να φτιάχνεινα φτιάχνουν(ε)να φτιάχνεταινα φτιάχνονται
Aoristνα φτιάξωνα φτιάξουμε, να φτιάξομενα φτιαχτώνα φτιαχτούμε
να φτιάξειςνα φτιάξετενα φτιαχτείςνα φτιαχτείτε
να φτιάξεινα φτιάξουν(ε)να φτιαχτείνα φτιαχτούν(ε)
Perfνα έχω φτιάξει
να έχω φτιαγμένο
να έχουμε φτιάξει
να έχουμε φτιαγμένο
να έχω φτιαχτεί
να είμαι φτιαγμένος, -η
να έχουμε φτιαχτεί
να είμαστε φτιαγμένοι, -ες
να έχεις φτιάξει
να έχεις φτιαγμένο
να έχετε φτιάξει
να έχετε φτιαγμένο
να έχεις φτιαχτεί
να είσαι φτιαγμένος, -η
να έχετε φτιαχτεί
να είστε φτιαγμένοι, -ες
να έχει φτιάξει
να έχει φτιαγμένο
να έχουν φτιάξει
να έχουν φτιαγμένο
να έχει φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένος, -η, -ο
να έχουν φτιαχτεί
να είναι φτιαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφτιάχνεφτιάχνετεφτιάχνεστε
Aoristφτιάξεφτιάξτε, φτιάχτεφτιάξουφτιαχτείτε
Part
izip
Presφτιάχνοντας
Perfέχοντας φτιάξει, έχοντας φτιαγμένοφτιαγμένος, -η, -οφτιαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristφτιάξειφτιαχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback