Deutsch | Griechisch |
---|---|
Was soll ich machen, wenn ich die Vorbereitung des neuen Pens viermal durchgeführt habe und immer noch kein Byetta aus der Nadelspitze austritt? | Τι πρέπει να κάνω εάν το διάλυμα Byetta δεν ρέει από τη μύτη της βελόνας μετά από τέσσερις προσπάθειες κατά τη Διαδικασία Ρύθμισης Νέας Πένας; Übersetzung bestätigt |
Ich bin von den EU-Mitgliedstaaten beauftragt worden, die Probleme zu beheben, die es in bestehenden Investitionsvereinbarungen gibt, und ich bin entschlossen, das Investitionsschutzsystem transparenter und unparteiischer zu machen, um diese rechtlichen Lücken ein für alle Mal zu schließen. | Μου έχει ανατεθεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ να διορθώσω τα προβλήματα που υπάρχουν στις τρέχουσες επενδυτικές συμφωνίες και είμαι αποφασισμένος να κάνω το σύστημα προστασίας των επενδύσεων πιο διαφανές και αμερόληπτο και να καλύψω αυτά τα νομικά κενά άπαξ και διά παντός. Übersetzung bestätigt |
Ich werde meinerseits meine Aufgaben und Pflichten erfüllen und weiterhin gemeinsam mit den übrigen Kommissaren alle erforderlichen Schritte einleiten, um dieses Thema noch stärker in das Blickfeld der Gemeinschaft zu rücken und auch außerhalb Europas daraus aufmerksam zu machen. | Προσωπικά αναλαμβάνω πλήρως τις ευθύνες μου και δηλώνω ότι θα συνεχίσω να κάνω όλα τα απαραίτητα βήματα σε συνεργασία με τους συναδέλφους μου επιτρόπους για να φέρουμε το θέμα αυτό στο προσκήνιο της Κοινότητας αλλά και του Κόσμου. Übersetzung bestätigt |
„Das Motto der Wahlkampagne des Europaparlamentes war "Dieses Mal geht‘s um mehr" helfen Sie mir, dieses Wahlversprechen heute wahr zu machen. | «Το σύνθημα της εκστρατείας του Κοινοβουλίου ήταν "Αυτή τη φορά τα πράγματα διαφέρουν" – βοηθήστε με να κάνω πράξη την υπόσχεση αυτή σήμερα. Übersetzung bestätigt |
Ich möchte nur wenige Anmerkungen machen. | Θα ήθελα να κάνω μερικές μόνον παρατηρήσεις. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
praktizieren |
verrichten |
machen |
ausüben |
Ähnliche Wörter |
---|
machen zu |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mache | ||
du | machst | |||
er, sie, es | macht | |||
Präteritum | ich | machte | ||
Konjunktiv II | ich | machte | ||
Imperativ | Singular | mache! mach! | ||
Plural | macht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gemacht | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:machen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάνω | κάνουμε, κάνομε |
κάνεις | κάνετε | ||
κάνει | κάνουν(ε) | ||
Imper fekt | έκανα | κάναμε | |
έκανες | κάνατε | ||
έκανε | έκαναν, κάναν(ε) | ||
Aorist | έκανα, έκαμα | κάναμε, κάμαμε | |
έκανες, έκαμες | κάνατε, κάματε | ||
έκανε, έκαμε | έκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάνει έχω κάμει έχω καμωμένο | έχουμε κάνει έχουμε κάμει έχουμε καμωμένο | |
έχεις κάνει έχεις κάμει έχεις καμωμένο | έχετε κάνει έχετε κάμει έχετε καμωμένο | ||
έχει κάνει έχει κάμει έχει καμωμένο | έχουν κάνει έχουν κάμει έχουν καμωμένο | ||
Plu per fekt | είχα κάνει είχα κάμει είχα καμωμένο | είχαμε κάνει είχαμε κάμει είχαμε καμωμένο | |
είχες κάνει είχες κάμει είχες καμωμένο | είχατε κάνει είχατε κάμει είχατε καμωμένο | ||
είχε κάνει είχε κάμει είχε καμωμένο | είχαν κάνει είχαν κάμει είχαν καμωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάνω | θα κάνουμε, θα κάνομε | |
θα κάνεις | θα κάνετε | ||
θα κάνει | θα κάνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κάνω, θα κάμω | θα κάνουμε, θα κάμουμε | |
θα κάνεις, θα κάμεις | θα κάνετε, θα κάμετε | ||
θα κάνει, θα κάμει | θα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάνει θα έχω κάμει θα έχω καμωμένο | θα έχουμε κάνει θα έχουμε κάμει θα έχουμε καμωμένο | |
θα έχεις κάνει θα έχεις κάμει θα έχεις καμωμένο | θα έχετε κάνει θα έχετε κάμει θα έχετε καμωμένο | ||
θα έχει κάνει θα έχει κάμει θα έχει καμωμένο | θα έχουν κάνει θα έχουν κάμει θα έχουν καμωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάνω | να κάνουμε, να κάνομε |
να κάνεις | να κάνετε | ||
να κάνει | να κάνουν(ε) | ||
Aorist | να κάνω, να κάμω | να κάνουμε, να κάμουμε | |
να κάνεις, να κάμεις | να κάνετε, να κάμετε | ||
να κάνει, να κάμει | να κάνουν(ε), να κάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάνει να έχω κάμει να έχω καμωμένο | να έχουμε κάνει να έχουμε κάμει να έχουμε καμωμένο | |
να έχεις κάνει να έχεις κάμει να έχεις καμωμένο | να έχετε κάνει να έχετε κάμει να έχετε καμωμένο | ||
να έχει κάνει να έχει κάμει να έχει καμωμένο | να έχουν κάνει να έχουν κάμει να έχουν καμωμένο | ||
Imper ativ | Pres | κάνε | κάνετε |
Aorist | κάνε, κάμε | κάντε, κάμετε | |
Part izip | Pres | κάνοντας | |
Perf | έχοντας κάνει έχοντας κάμει έχοντας καμωμένο | ||
Infin | Aorist | κάνει, κάμει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | φτιάχνω | φτιάχνουμε, φτιάχνομε | φτιάχνομαι | φτιαχνόμαστε |
φτιάχνεις | φτιάχνετε | φτιάχνεσαι | φτιάχνεστε, φτιαχνόσαστε | ||
φτιάχνει | φτιάχνουν(ε) | φτιάχνεται | φτιάχνονται | ||
Imper fekt | έφτιαχνα | φτιάχναμε | φτιαχνόμουν(α) | φτιαχνόμαστε, φτιαχνόμασταν | |
έφτιαχνες | φτιάχνατε | φτιαχνόσουν(α) | φτιαχνόσαστε, φτιαχνόσασταν | ||
έφτιαχνε | έφτιαχναν, φτιάχναν(ε) | φτιαχνόταν(ε) | φτιάχνονταν, φτιαχνόντανε, φτιαχνόντουσαν | ||
Aorist | έφτιαξα | φτιάξαμε | φτιάχτηκα | φτιαχτήκαμε | |
έφτιαξες | φτιάξατε | φτιάχτηκες | φτιαχτήκατε | ||
έφτιαξε | έφτιαξαν, φτιάξαν(ε) | φτιάχτηκε | φτιάχτηκαν, φτιαχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα φτιάχνω | θα φτιάχνουμε, | θα φτιάχνομαι | θα φτιαχνόμαστε | |
θα φτιάχνεις | θα φτιάχνετε | θα φτιάχνεσαι | θα φτιάχνεστε, | ||
θα φτιάχνει | θα φτιάχνουν(ε) | θα φτιάχνεται | θα φτιάχνονται | ||
Fut ur | θα φτιάξω | θα φτιάξουμε, | θα φτιαχτώ | θα φτιαχτούμε | |
θα φτιάξεις | θα φτιάξετε | θα φτιαχτείς | θα φτιαχτείτε | ||
θα φτιάξει | θα φτιάξουν(ε) | θα φτιαχτεί | θα φτιαχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να φτιάχνω | να φτιάχνουμε, | να φτιάχνομαι | να φτιαχνόμαστε |
να φτιάχνεις | να φτιάχνετε | να φτιάχνεσαι | να φτιάχνεστε, | ||
να φτιάχνει | να φτιάχνουν(ε) | να φτιάχνεται | να φτιάχνονται | ||
Aorist | να φτιάξω | να φτιάξουμε, | να φτιαχτώ | να φτιαχτούμε | |
να φτιάξεις | να φτιάξετε | να φτιαχτείς | να φτιαχτείτε | ||
να φτιάξει | να φτιάξουν(ε) | να φτιαχτεί | να φτιαχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | φτιάχνε | φτιάχνετε | φτιάχνεστε | |
Aorist | φτιάξε | φτιάξτε, φτιάχτε | φτιάξου | φτιαχτείτε | |
Part izip | Pres | φτιάχνοντας | |||
Perf | έχοντας φτιάξει, έχοντας φτιαγμένο | φτιαγμένος, -η, -ο | φτιαγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | φτιάξει | φτιαχτεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.