einlegen
 Verb

κάνω Verb
(26)
βάζω Verb
(1)
ασκώ Verb
(0)
προβάλλω Verb
(0)
καταθέτω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich werde eine Unterbrechung einlegen und Ihnen von etwas erzählen, was ich letzten November auf der Wall Street im Zuccotti-Park sah.Θα κάνω μία παύση και θα σας δείξω κάτι που είδα πέρυσι το Νοέμβριο στη Γουώλ Στριτ. Ήμουν στο πάρκο Ζουκότι.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
einlegen
furnieren
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κάνωκάνουμε, κάνομε
κάνειςκάνετε
κάνεικάνουν(ε)
Imper
fekt
έκανακάναμε
έκανεςκάνατε
έκανεέκαναν, κάναν(ε)
Aoristέκανα, έκαμακάναμε, κάμαμε
έκανες, έκαμεςκάνατε, κάματε
έκανε, έκαμεέκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε)
Per
fekt
έχω κάνει
έχω κάμει
έχω καμωμένο
έχουμε κάνει
έχουμε κάμει
έχουμε καμωμένο
έχεις κάνει
έχεις κάμει
έχεις καμωμένο
έχετε κάνει
έχετε κάμει
έχετε καμωμένο
έχει κάνει
έχει κάμει
έχει καμωμένο
έχουν κάνει
έχουν κάμει
έχουν καμωμένο
Plu
per
fekt
είχα κάνει
είχα κάμει
είχα καμωμένο
είχαμε κάνει
είχαμε κάμει
είχαμε καμωμένο
είχες κάνει
είχες κάμει
είχες καμωμένο
είχατε κάνει
είχατε κάμει
είχατε καμωμένο
είχε κάνει
είχε κάμει
είχε καμωμένο
είχαν κάνει
είχαν κάμει
είχαν καμωμένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κάνωθα κάνουμε, θα κάνομε
θα κάνειςθα κάνετε
θα κάνειθα κάνουν(ε)
Fut
ur
θα κάνω, θα κάμωθα κάνουμε, θα κάμουμε
θα κάνεις, θα κάμειςθα κάνετε, θα κάμετε
θα κάνει, θα κάμειθα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κάνει
θα έχω κάμει
θα έχω καμωμένο
θα έχουμε κάνει
θα έχουμε κάμει
θα έχουμε καμωμένο
θα έχεις κάνει
θα έχεις κάμει
θα έχεις καμωμένο
θα έχετε κάνει
θα έχετε κάμει
θα έχετε καμωμένο
θα έχει κάνει
θα έχει κάμει
θα έχει καμωμένο
θα έχουν κάνει
θα έχουν κάμει
θα έχουν καμωμένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κάνωνα κάνουμε, να κάνομε
να κάνειςνα κάνετε
να κάνεινα κάνουν(ε)
Aoristνα κάνω, να κάμωνα κάνουμε, να κάμουμε
να κάνεις, να κάμειςνα κάνετε, να κάμετε
να κάνει, να κάμεινα κάνουν(ε), να κάμουν(ε)
Perfνα έχω κάνει
να έχω κάμει
να έχω καμωμένο
να έχουμε κάνει
να έχουμε κάμει
να έχουμε καμωμένο
να έχεις κάνει
να έχεις κάμει
να έχεις καμωμένο
να έχετε κάνει
να έχετε κάμει
να έχετε καμωμένο
να έχει κάνει
να έχει κάμει
να έχει καμωμένο
να έχουν κάνει
να έχουν κάμει
να έχουν καμωμένο
Imper
ativ
Presκάνεκάνετε
Aoristκάνε, κάμεκάντε, κάμετε
Part
izip
Presκάνοντας
Perfέχοντας κάνει
έχοντας κάμει
έχοντας καμωμένο
InfinAoristκάνει, κάμει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βάζωβάζουμε, βάζομεβάζομαιβαζόμαστε
βάζειςβάζετεβάζεσαιβάζεστε, βαζόσαστε
βάζειβάζουν(ε)βάζεταιβάζονται
Imper
fekt
έβαζαβάζαμεβαζόμουν(α)βαζόμαστε, βαζόμασταν
έβαζεςβάζατεβαζόσουν(α)βαζόσαστε, βαζόσασταν
έβαζεέβαζαν, βάζαν(ε)βαζόταν(ε)βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν
Aoristέβαλαβάλαμεβάλθηκαβαλθήκαμε
έβαλεςβάλατεβάλθηκεςβαλθήκατε
έβαλεέβαλαν, βάλαν(ε)βάλθηκεβάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βάλει
έχω βαλμένο
έχουμε βάλει
έχουμε βαλμένο
έχω βαλθεί
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βάλει
έχεις βαλμένο
έχετε βάλει
έχετε βαλμένο
έχεις βαλθεί
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βάλει
έχει βαλμένο
έχουν βάλει
έχουν βαλμένο
έχει βαλθεί
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βάλει
είχα βαλμένο
είχαμε βάλει
είχαμε βαλμένο
είχα βαλθεί
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βάλει
είχες βαλμένο
είχατε βάλει
είχατε βαλμένο
είχες βαλθεί
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βάλει
είχε βαλμένο
είχαν βάλει
είχαν βαλμένο
είχε βαλθεί
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βάζωθα βάζουμε, θα βάζομεθα βάζομαιθα βαζόμαστε
θα βάζειςθα βάζετεθα βάζεσαιθα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζειθα βάζουν(ε)θα βάζεταιθα βάζονται
Fut
ur
θα βάλωθα βάλουμε, θα βάλομεθα βαλθώθα βαλθούμε
θα βάλειςθα βάλετεθα βαλθείςθα βαλθείτε
θα βάλειθα βάλουν(ε)θα βαλθείθα βαλθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βάλει
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει
θα έχουμε βαλμένο
θα έχω βαλθεί
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βάλει
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει
θα έχετε βαλμένο
θα έχεις βαλθεί
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχετε βάλει
θα είστε βαλμένοι, -ες
θα έχει βάλει
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει
θα έχουν βαλμένο
θα έχει βαλθεί
θα είναι βαλμένος, -η, -ο
θα έχουν βαλθεί
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βάζωνα βάζουμε, να βάζομενα βάζομαινα βαζόμαστε
να βάζειςνα βάζετενα βάζεσαινα βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεινα βάζουν(ε)να βάζεταινα βάζονται
Aoristνα βάλωνα βάλουμε, να βάλομενα βαλθώνα βαλθούμε
να βάλειςνα βάλετενα βαλθείςνα βαλθείτε
να βάλεινα βάλουν(ε)να βαλθείνα βαλθούν(ε)
Perfνα έχω βάλει
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει
να έχουμε βαλμένο
να έχω βαλθεί
να είμαι βαλμένος, -η
να έχουμε βαλθεί
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βάλει
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχεις βαλθεί
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βάλει
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει
να έχουν βαλμένο
να έχει βαλθεί
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβάζεβάζετεβάζεστε
Aoristβάλεβάλτεβαλθείτε
Part
izip
Presβάζοντας
Perfέχοντας βάλει, έχοντας βαλμένοβαλμένος, -η, -οβαλμένοι, -ες, -α
InfinAoristβάλειβαλθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προβάλλωπροβάλλουμε, προβάλλομεπροβάλλομαιπροβαλλόμαστε
προβάλλειςπροβάλλετεπροβάλλεσαιπροβάλλεστε, προβαλλόσαστε
προβάλλειπροβάλλουν(ε)προβάλλεταιπροβάλλονται
Imper
fekt
πρόβαλλαπροβάλλαμεπροβαλλόμουν(α)προβαλλόμαστε
πρόβαλλεςπροβάλλατεπροβαλλόσουν(α)προβαλλόσαστε
πρόβαλλεπρόβαλλαν, προβάλλαν(ε)προβαλλόταν(ε)προβάλλονταν
Aoristπρόβαλα, προέβαλαπροβάλαμεπροβλήθηκαπροβληθήκαμε
πρόβαλες, προέβαλεςπροβάλατεπροβλήθηκεςπροβληθήκατε
πρόβαλε, προέβαλεπρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλανπροβλήθηκεπροβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προβάλειέχουμε προβάλειέχω προβληθεί
είμαι προβεβλημένος, -η
έχουμε προβληθεί
είμαστε προβεβλημένοι, -ες
έχεις προβάλειέχετε προβάλειέχεις προβληθεί
είσαι προβεβλημένος, -η
έχετε προβληθεί
είστε προβεβλημένοι, -ες
έχει προβάλειέχουν προβάλειέχει προβληθεί
είναι προβεβλημένος, -η, -ο
έχουν προβληθεί
είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα προβάλειείχαμε προβάλειείχα προβληθεί
ήμουν προβεβλημένος, -η
είχαμε προβληθεί
ήμαστε προβεβλημένοι, -ες
είχες προβάλειείχατε προβάλειείχες προβληθεί
ήσουν προβεβλημένος, -η
είχατε προβληθεί
ήσαστε προβεβλημένοι, -ες
είχε προβάλειείχαν προβάλειείχε προβληθεί
ήταν προβεβλημένος, -η, -ο
είχαν προβληθεί
ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προβάλλωθα προβάλλουμε, θα προβάλλομεθα προβάλλομαιθα προβαλλόμαστε
θα προβάλλειςθα προβάλλετεθα προβάλλεσαιθα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε
θα προβάλλειθα προβάλλουν(ε)θα προβάλλεταιθα προβάλλονται
Fut
ur
θα προβάλωθα προβάλουμε, θα προβάλομεθα προβληθώθα προβληθούμε
θα προβάλειςθα προβάλετεθα προβληθείςθα προβληθείτε
θα προβάλειθα προβάλουν(ε)θα προβληθείθα προβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προβάλειθα έχουμε προβάλειθα έχω προβληθεί
θα είμαι προβεβλημένος, -η
θα έχουμε προβληθεί
θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες
θα έχεις προβάλειθα έχετε προβάλειθα έχεις προβληθεί
θα είσαι προβεβλημένος, -η
θα έχετε προβάλει
θα είστε προβεβλημένοι, -ες
θα έχει προβάλειθα έχουν προβάλειθα έχει προβληθεί
θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν προβληθεί
θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προβάλλωνα προβάλλουμε, να προβάλλομενα προβάλλομαινα προβαλλόμαστε
να προβάλλειςνα προβάλλετενα προβάλλεσαινα προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε
να προβάλλεινα προβάλλουνενα προβάλλεταινα προβάλλονται
Aoristνα προβάλωνα προβάλουμενα προβληθώνα προβληθούμε
να προβάλειςνα προβάλετενα προβληθείςνα προβληθείτε
να προβάλεινα προβάλουν(ε)να προβληθείνα προβληθούν(ε)
Perfνα έχω προβάλεινα έχουμε προβάλεινα έχω προβληθεί
να είμαι προβεβλημένος, -η
να έχουμε προβληθεί
να είμαστε προβεβλημένοι, -ες
να έχεις προβάλεινα έχετε προβάλεινα έχεις προβληθεί
να είσαι προβεβλημένος, -η
να έχετε προβληθεί
να είστε προβεβλημένοι, -ες
να έχει προβάλεινα έχουν προβάλεινα έχει προβληθεί
να είναι προβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν προβληθεί
να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπρόβαλλεπροβάλλετεπροβάλλεστε
Aoristπρόβαλεπροβάλετεπροβληθείτε
Part
izip
Presπροβάλλονταςπροβαλλόμενος
Perfέχοντας προβάλειπροβεβλημένος, -η, -οπροβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristπροβάλειπροβληθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταθέτωκαταθέτουμε, καταθέτομεκατατίθεμαικατατιθέμεθα
καταθέτειςκαταθέτετεκατατίθεσαικατατίθεσθε
καταθέτεικαταθέτουν(ε)κατατίθεταικατατίθενται
Imper
fekt
κατέθετακαταθέταμε
κατέθετεςκαταθέτατε
κατέθετεκατέθεταν, καταθέταν(ε)κατετίθετοκατετίθεντο
Aoristκατέθεσακαταθέσαμεκατατέθηκακατατεθήκαμε
κατέθεσεςκαταθέσατεκατατέθηκεςκατατεθήκατε
κατέθεσεκατέθεσαν, καταθέσαν(ε)κατατέθηκεκατατέθηκαν, κατατεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταθέσειέχουμε καταθέσειέχω κατατεθεί
είμαι κατατεθειμένος, -η
έχουμε κατατεθεί
είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
έχεις καταθέσειέχετε καταθέσειέχεις κατατεθεί
είσαι κατατεθειμένος, -η
έχετε κατατεθεί
είστε κατατεθειμένοι, -ες
έχει καταθέσειέχουν καταθέσειέχει κατατεθεί
είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
έχουν κατατεθεί
είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταθέσειείχαμε καταθέσειείχα κατατεθεί
ήμουν κατατεθειμένος, -η
είχαμε κατατεθεί
ήμαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχες καταθέσειείχατε καταθέσειείχες κατατεθεί
ήσουν κατατεθειμένος, -η
είχατε κατατεθεί
ήσαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχε καταθέσειείχαν καταθέσειείχε κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένος, -η, -ο
είχαν κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταθέτωθα καταθέτουμε, θα καταθέτομεθα κατατίθεμαιθα κατατιθέμεθα
θα καταθέτειςθα καταθέτετεθα κατατίθεσαιθα κατατίθεσθε
θα καταθέτειθα καταθέτουν(ε)θα κατατίθεταιθα κατατίθενται
Fut
ur
θα καταθέσωθα καταθέσουμε, θα καταθέσομεθα κατατεθώθα κατατεθούμε
θα καταθέσειςθα καταθέσετεθα κατατεθείςθα κατατεθείτε
θα καταθέσειθα καταθέσουν(ε)θα κατατεθείθα κατατεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταθέσειθα έχουμε καταθέσειθα έχω κατατεθεί
θα είμαι κατατεθειμένος, -η
θα έχουμε κατατεθεί
θα είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχεις καταθέσειθα έχετε καταθέσειθα έχεις κατατεθεί
θα είσαι κατατεθειμένος, -η
θα έχετε κατατεθεί
θα είστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχει καταθέσειθα έχουν καταθέσειθα έχει κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταθέτωνα καταθέτουμε, να καταθέτομενα κατατίθεμαινα κατατιθέμεθα
να καταθέτειςνα καταθέτετενα κατατίθεσαινα κατατίθεσθε
να καταθέτεινα καταθέτουν(ε)να κατατίθεταινα κατατίθενται
Aoristνα καταθέσωνα καταθέσουμε, να καταθέσομενα κατατεθώνα κατατεθούμε
να καταθέσειςνα καταθέσετενα κατατεθείςνα κατατεθείτε
να καταθέσεινα καταθέσουν(ε)να κατατεθείνα κατατεθούν(ε)
Perfνα έχω καταθέσεινα έχουμε καταθέσεινα έχω κατατεθεί
να είμαι κατατεθειμένος, -η
να έχουμε κατατεθεί
να είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχεις καταθέσεινα έχετε καταθέσεινα έχεις κατατεθεί
να είσαι κατατεθειμένος, -η
να έχετε κατατεθεί
να είστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχει καταθέσεινα έχουν καταθέσεινα έχει κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάθετεκαταθέτετεκατατίθεσθε
Aoristκατάθεσεκαταθέσετε, καταθέστεκαταθέσουκατατεθείτε
Part
izip
Presκαταθέτοντας
Perfέχοντας καταθέσεικατατεθειμένος, -η, -οκατατεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταθέσεικατατεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback