Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich werde eine Unterbrechung einlegen und Ihnen von etwas erzählen, was ich letzten November auf der Wall Street im Zuccotti-Park sah. | Θα κάνω μία παύση και θα σας δείξω κάτι που είδα πέρυσι το Νοέμβριο στη Γουώλ Στριτ. Ήμουν στο πάρκο Ζουκότι. Übersetzung nicht bestätigt |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lege ein | ||
du | legst ein | |||
er, sie, es | legt ein | |||
Präteritum | ich | legte ein | ||
Konjunktiv II | ich | legte ein | ||
Imperativ | Singular | leg ein! lege ein! | ||
Plural | legt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingelegt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einlegen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κάνω | κάνουμε, κάνομε |
κάνεις | κάνετε | ||
κάνει | κάνουν(ε) | ||
Imper fekt | έκανα | κάναμε | |
έκανες | κάνατε | ||
έκανε | έκαναν, κάναν(ε) | ||
Aorist | έκανα, έκαμα | κάναμε, κάμαμε | |
έκανες, έκαμες | κάνατε, κάματε | ||
έκανε, έκαμε | έκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε) | ||
Per fekt | έχω κάνει έχω κάμει έχω καμωμένο | έχουμε κάνει έχουμε κάμει έχουμε καμωμένο | |
έχεις κάνει έχεις κάμει έχεις καμωμένο | έχετε κάνει έχετε κάμει έχετε καμωμένο | ||
έχει κάνει έχει κάμει έχει καμωμένο | έχουν κάνει έχουν κάμει έχουν καμωμένο | ||
Plu per fekt | είχα κάνει είχα κάμει είχα καμωμένο | είχαμε κάνει είχαμε κάμει είχαμε καμωμένο | |
είχες κάνει είχες κάμει είχες καμωμένο | είχατε κάνει είχατε κάμει είχατε καμωμένο | ||
είχε κάνει είχε κάμει είχε καμωμένο | είχαν κάνει είχαν κάμει είχαν καμωμένο | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κάνω | θα κάνουμε, θα κάνομε | |
θα κάνεις | θα κάνετε | ||
θα κάνει | θα κάνουν(ε) | ||
Fut ur | θα κάνω, θα κάμω | θα κάνουμε, θα κάμουμε | |
θα κάνεις, θα κάμεις | θα κάνετε, θα κάμετε | ||
θα κάνει, θα κάμει | θα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κάνει θα έχω κάμει θα έχω καμωμένο | θα έχουμε κάνει θα έχουμε κάμει θα έχουμε καμωμένο | |
θα έχεις κάνει θα έχεις κάμει θα έχεις καμωμένο | θα έχετε κάνει θα έχετε κάμει θα έχετε καμωμένο | ||
θα έχει κάνει θα έχει κάμει θα έχει καμωμένο | θα έχουν κάνει θα έχουν κάμει θα έχουν καμωμένο | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κάνω | να κάνουμε, να κάνομε |
να κάνεις | να κάνετε | ||
να κάνει | να κάνουν(ε) | ||
Aorist | να κάνω, να κάμω | να κάνουμε, να κάμουμε | |
να κάνεις, να κάμεις | να κάνετε, να κάμετε | ||
να κάνει, να κάμει | να κάνουν(ε), να κάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάνει να έχω κάμει να έχω καμωμένο | να έχουμε κάνει να έχουμε κάμει να έχουμε καμωμένο | |
να έχεις κάνει να έχεις κάμει να έχεις καμωμένο | να έχετε κάνει να έχετε κάμει να έχετε καμωμένο | ||
να έχει κάνει να έχει κάμει να έχει καμωμένο | να έχουν κάνει να έχουν κάμει να έχουν καμωμένο | ||
Imper ativ | Pres | κάνε | κάνετε |
Aorist | κάνε, κάμε | κάντε, κάμετε | |
Part izip | Pres | κάνοντας | |
Perf | έχοντας κάνει έχοντας κάμει έχοντας καμωμένο | ||
Infin | Aorist | κάνει, κάμει |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βάζω | βάζουμε, βάζομε | βάζομαι | βαζόμαστε |
βάζεις | βάζετε | βάζεσαι | βάζεστε, βαζόσαστε | ||
βάζει | βάζουν(ε) | βάζεται | βάζονται | ||
Imper fekt | έβαζα | βάζαμε | βαζόμουν(α) | βαζόμαστε, βαζόμασταν | |
έβαζες | βάζατε | βαζόσουν(α) | βαζόσαστε, βαζόσασταν | ||
έβαζε | έβαζαν, βάζαν(ε) | βαζόταν(ε) | βάζονταν, βαζόντανε, βαζόντουσαν | ||
Aorist | έβαλα | βάλαμε | βάλθηκα | βαλθήκαμε | |
έβαλες | βάλατε | βάλθηκες | βαλθήκατε | ||
έβαλε | έβαλαν, βάλαν(ε) | βάλθηκε | βάλθηκαν, βαλθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βάλει έχω βαλμένο | έχουμε βάλει | έχω βαλθεί | έχουμε βαλθεί | |
έχεις βάλει έχεις βαλμένο | έχετε βάλει έχετε βαλμένο | έχεις βαλθεί | έχετε βαλθεί | ||
έχει βάλει έχει βαλμένο | έχουν βάλει έχουν βαλμένο | έχει βαλθεί | έχουν βαλθεί | ||
Plu per fekt | είχα βάλει | είχαμε βάλει | είχα βαλθεί | είχαμε βαλθεί | |
είχες βάλει είχες βαλμένο | είχατε βάλει είχατε βαλμένο | είχες βαλθεί | είχατε βαλθεί | ||
είχε βάλει είχε βαλμένο | είχαν βάλει είχαν βαλμένο | είχε βαλθεί ήταν βαλμένος, -η, -ο | είχαν βαλθεί ήταν βαλμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βάζω | θα βάζουμε, | θα βάζομαι | θα βαζόμαστε | |
θα βάζεις | θα βάζετε | θα βάζεσαι | θα βάζεστε, | ||
θα βάζει | θα βάζουν(ε) | θα βάζεται | θα βάζονται | ||
Fut ur | θα βάλω | θα βάλουμε, θα βάλομε | θα βαλθώ | θα βαλθούμε | |
θα βάλεις | θα βάλετε | θα βαλθείς | θα βαλθείτε | ||
θα βάλει | θα βάλουν(ε) | θα βαλθεί | θα βαλθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω βάλει θα έχω βαλμένο | θα έχουμε βάλει θα έχουμε βαλμένο | θα έχω βαλθεί θα είμαι βαλμένος, -η | θα έχουμε βαλθεί θα είμαστε βαλμένοι, -ες | |
θα έχεις βάλει θα έχεις βαλμένο | θα έχετε βάλει θα έχετε βαλμένο | θα έχεις βαλθεί θα είσαι βαλμένος, -η | θα έχετε βάλει θα είστε βαλμένοι, -ες | ||
θα έχει βάλει θα έχει βαλμένο | θα έχουν βάλει θα έχουν βαλμένο | θα έχει βαλθεί θα είναι βαλμένος, -η, -ο | θα έχουν βαλθεί θα είναι βαλμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βάζω | να βάζουμε, να βάζομε | να βάζομαι | να βαζόμαστε |
να βάζεις | να βάζετε | να βάζεσαι | να βάζεστε, | ||
να βάζει | να βάζουν(ε) | να βάζεται | να βάζονται | ||
Aorist | να βάλω | να βάλουμε, να βάλομε | να βαλθώ | να βαλθούμε | |
να βάλεις | να βάλετε | να βαλθείς | να βαλθείτε | ||
να βάλει | να βάλουν(ε) | να βαλθεί | να βαλθούν(ε) | ||
Perf | να έχω βάλει να έχω βαλμένο | να έχουμε βάλει να έχουμε βαλμένο | να έχω βαλθεί να είμαι βαλμένος, -η | να έχουμε βαλθεί να είμαστε βαλμένοι, -ες | |
να έχεις βάλει να έχεις βαλμένο | να έχετε βάλει να έχετε βαλμένο | να έχεις βαλθεί να είσαι βαλμένος, -η | να έχετε βαλθεί να είστε βαλμένοι, -ες | ||
να έχει βάλει να έχει βαλμένο | να έχουν βάλει να έχουν βαλμένο | να έχει βαλθεί να είναι βαλμένος, -η, -ο | να έχουν βαλθεί να είναι βαλμένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | βάζε | βάζετε | βάζεστε | |
Aorist | βάλε | βάλτε | βαλθείτε | ||
Part izip | Pres | βάζοντας | |||
Perf | έχοντας βάλει, έχοντας βαλμένο | βαλμένος, -η, -ο | βαλμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βάλει | βαλθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προβάλλω | προβάλλουμε, προβάλλομε | προβάλλομαι | προβαλλόμαστε |
προβάλλεις | προβάλλετε | προβάλλεσαι | προβάλλεστε, προβαλλόσαστε | ||
προβάλλει | προβάλλουν(ε) | προβάλλεται | προβάλλονται | ||
Imper fekt | πρόβαλλα | προβάλλαμε | προβαλλόμουν(α) | προβαλλόμαστε | |
πρόβαλλες | προβάλλατε | προβαλλόσουν(α) | προβαλλόσαστε | ||
πρόβαλλε | πρόβαλλαν, προβάλλαν(ε) | προβαλλόταν(ε) | προβάλλονταν | ||
Aorist | πρόβαλα, προέβαλα | προβάλαμε | προβλήθηκα | προβληθήκαμε | |
πρόβαλες, προέβαλες | προβάλατε | προβλήθηκες | προβληθήκατε | ||
πρόβαλε, προέβαλε | πρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλαν | προβλήθηκε | προβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω προβάλει | έχουμε προβάλει | έχω προβληθεί είμαι προβεβλημένος, -η | έχουμε προβληθεί είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
έχεις προβάλει | έχετε προβάλει | έχεις προβληθεί είσαι προβεβλημένος, -η | έχετε προβληθεί είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
έχει προβάλει | έχουν προβάλει | έχει προβληθεί είναι προβεβλημένος, -η, -ο | έχουν προβληθεί είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα προβάλει | είχαμε προβάλει | είχα προβληθεί ήμουν προβεβλημένος, -η | είχαμε προβληθεί ήμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
είχες προβάλει | είχατε προβάλει | είχες προβληθεί ήσουν προβεβλημένος, -η | είχατε προβληθεί ήσαστε προβεβλημένοι, -ες | ||
είχε προβάλει | είχαν προβάλει | είχε προβληθεί ήταν προβεβλημένος, -η, -ο | είχαν προβληθεί ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα προβάλλω | θα προβάλλουμε, θα προβάλλομε | θα προβάλλομαι | θα προβαλλόμαστε | |
θα προβάλλεις | θα προβάλλετε | θα προβάλλεσαι | θα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε | ||
θα προβάλλει | θα προβάλλουν(ε) | θα προβάλλεται | θα προβάλλονται | ||
Fut ur | θα προβάλω | θα προβάλουμε, θα προβάλομε | θα προβληθώ | θα προβληθούμε | |
θα προβάλεις | θα προβάλετε | θα προβληθείς | θα προβληθείτε | ||
θα προβάλει | θα προβάλουν(ε) | θα προβληθεί | θα προβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω προβάλει | θα έχουμε προβάλει | θα έχω προβληθεί θα είμαι προβεβλημένος, -η | θα έχουμε προβληθεί θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις προβάλει | θα έχετε προβάλει | θα έχεις προβληθεί θα είσαι προβεβλημένος, -η | θα έχετε προβάλει θα είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει προβάλει | θα έχουν προβάλει | θα έχει προβληθεί θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν προβληθεί θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προβάλλω | να προβάλλουμε, να προβάλλομε | να προβάλλομαι | να προβαλλόμαστε |
να προβάλλεις | να προβάλλετε | να προβάλλεσαι | να προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε | ||
να προβάλλει | να προβάλλουνε | να προβάλλεται | να προβάλλονται | ||
Aorist | να προβάλω | να προβάλουμε | να προβληθώ | να προβληθούμε | |
να προβάλεις | να προβάλετε | να προβληθείς | να προβληθείτε | ||
να προβάλει | να προβάλουν(ε) | να προβληθεί | να προβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω προβάλει | να έχουμε προβάλει | να έχω προβληθεί να είμαι προβεβλημένος, -η | να έχουμε προβληθεί να είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις προβάλει | να έχετε προβάλει | να έχεις προβληθεί να είσαι προβεβλημένος, -η | να έχετε προβληθεί να είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει προβάλει | να έχουν προβάλει | να έχει προβληθεί να είναι προβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν προβληθεί να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | πρόβαλλε | προβάλλετε | προβάλλεστε | |
Aorist | πρόβαλε | προβάλετε | προβληθείτε | ||
Part izip | Pres | προβάλλοντας | προβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας προβάλει | προβεβλημένος, -η, -ο | προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | προβάλει | προβληθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | καταθέτω | καταθέτουμε, καταθέτομε | κατατίθεμαι | κατατιθέμεθα |
καταθέτεις | καταθέτετε | κατατίθεσαι | κατατίθεσθε | ||
καταθέτει | καταθέτουν(ε) | κατατίθεται | κατατίθενται | ||
Imper fekt | κατέθετα | καταθέταμε | |||
κατέθετες | καταθέτατε | ||||
κατέθετε | κατέθεταν, καταθέταν(ε) | κατετίθετο | κατετίθεντο | ||
Aorist | κατέθεσα | καταθέσαμε | κατατέθηκα | κατατεθήκαμε | |
κατέθεσες | καταθέσατε | κατατέθηκες | κατατεθήκατε | ||
κατέθεσε | κατέθεσαν, καταθέσαν(ε) | κατατέθηκε | κατατέθηκαν, κατατεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα καταθέτω | θα καταθέτουμε, | θα κατατίθεμαι | θα κατατιθέμεθα | |
θα καταθέτεις | θα καταθέτετε | θα κατατίθεσαι | θα κατατίθεσθε | ||
θα καταθέτει | θα καταθέτουν(ε) | θα κατατίθεται | θα κατατίθενται | ||
Fut ur | θα καταθέσω | θα καταθέσουμε, | θα κατατεθώ | θα κατατεθούμε | |
θα καταθέσεις | θα καταθέσετε | θα κατατεθείς | θα κατατεθείτε | ||
θα καταθέσει | θα καταθέσουν(ε) | θα κατατεθεί | θα κατατεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να καταθέτω | να καταθέτουμε, | να κατατίθεμαι | να κατατιθέμεθα |
να καταθέτεις | να καταθέτετε | να κατατίθεσαι | να κατατίθεσθε | ||
να καταθέτει | να καταθέτουν(ε) | να κατατίθεται | να κατατίθενται | ||
Aorist | να καταθέσω | να καταθέσουμε, | να κατατεθώ | να κατατεθούμε | |
να καταθέσεις | να καταθέσετε | να κατατεθείς | να κατατεθείτε | ||
να καταθέσει | να καταθέσουν(ε) | να κατατεθεί | να κατατεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | κατάθετε | καταθέτετε | κατατίθεσθε | |
Aorist | κατάθεσε | καταθέσετε, καταθέστε | καταθέσου | κατατεθείτε | |
Part izip | Pres | καταθέτοντας | |||
Perf | έχοντας καταθέσει | κατατεθειμένος, -η, -ο | κατατεθειμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | καταθέσει | κατατεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.