προβάλλω Verb  [provallo, proballw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu προβάλλω

προβάλλω altgriechisch προβάλλω πρό + βάλλω (βάζω κάτι μπροστα)


GriechischDeutsch
Και τώρα προσπαθώ να φτιάξω τη συμπεριφορά μου και να προβάλλω έναν αέρα θετικότητας.Also versuche ich,... an meinem Verhalten zu arbeiten und eine Luft positiver Einstellung zu projizieren.

Übersetzung nicht bestätigt

Δεν ήθελα να προβάλλω τίποτα.Tut mir leid, ich wollte nichts projizieren.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu προβάλλω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
προβάλλωπροβάλλουμε, προβάλλομεπροβάλλομαιπροβαλλόμαστε
προβάλλειςπροβάλλετεπροβάλλεσαιπροβάλλεστε, προβαλλόσαστε
προβάλλειπροβάλλουν(ε)προβάλλεταιπροβάλλονται
Imper
fekt
πρόβαλλαπροβάλλαμεπροβαλλόμουν(α)προβαλλόμαστε
πρόβαλλεςπροβάλλατεπροβαλλόσουν(α)προβαλλόσαστε
πρόβαλλεπρόβαλλαν, προβάλλαν(ε)προβαλλόταν(ε)προβάλλονταν
Aoristπρόβαλα, προέβαλαπροβάλαμεπροβλήθηκαπροβληθήκαμε
πρόβαλες, προέβαλεςπροβάλατεπροβλήθηκεςπροβληθήκατε
πρόβαλε, προέβαλεπρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλανπροβλήθηκεπροβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω προβάλειέχουμε προβάλειέχω προβληθεί
είμαι προβεβλημένος, -η
έχουμε προβληθεί
είμαστε προβεβλημένοι, -ες
έχεις προβάλειέχετε προβάλειέχεις προβληθεί
είσαι προβεβλημένος, -η
έχετε προβληθεί
είστε προβεβλημένοι, -ες
έχει προβάλειέχουν προβάλειέχει προβληθεί
είναι προβεβλημένος, -η, -ο
έχουν προβληθεί
είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα προβάλειείχαμε προβάλειείχα προβληθεί
ήμουν προβεβλημένος, -η
είχαμε προβληθεί
ήμαστε προβεβλημένοι, -ες
είχες προβάλειείχατε προβάλειείχες προβληθεί
ήσουν προβεβλημένος, -η
είχατε προβληθεί
ήσαστε προβεβλημένοι, -ες
είχε προβάλειείχαν προβάλειείχε προβληθεί
ήταν προβεβλημένος, -η, -ο
είχαν προβληθεί
ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα προβάλλωθα προβάλλουμε, θα προβάλλομεθα προβάλλομαιθα προβαλλόμαστε
θα προβάλλειςθα προβάλλετεθα προβάλλεσαιθα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε
θα προβάλλειθα προβάλλουν(ε)θα προβάλλεταιθα προβάλλονται
Fut
ur
θα προβάλωθα προβάλουμε, θα προβάλομεθα προβληθώθα προβληθούμε
θα προβάλειςθα προβάλετεθα προβληθείςθα προβληθείτε
θα προβάλειθα προβάλουν(ε)θα προβληθείθα προβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω προβάλειθα έχουμε προβάλειθα έχω προβληθεί
θα είμαι προβεβλημένος, -η
θα έχουμε προβληθεί
θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες
θα έχεις προβάλειθα έχετε προβάλειθα έχεις προβληθεί
θα είσαι προβεβλημένος, -η
θα έχετε προβάλει
θα είστε προβεβλημένοι, -ες
θα έχει προβάλειθα έχουν προβάλειθα έχει προβληθεί
θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν προβληθεί
θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να προβάλλωνα προβάλλουμε, να προβάλλομενα προβάλλομαινα προβαλλόμαστε
να προβάλλειςνα προβάλλετενα προβάλλεσαινα προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε
να προβάλλεινα προβάλλουνενα προβάλλεταινα προβάλλονται
Aoristνα προβάλωνα προβάλουμενα προβληθώνα προβληθούμε
να προβάλειςνα προβάλετενα προβληθείςνα προβληθείτε
να προβάλεινα προβάλουν(ε)να προβληθείνα προβληθούν(ε)
Perfνα έχω προβάλεινα έχουμε προβάλεινα έχω προβληθεί
να είμαι προβεβλημένος, -η
να έχουμε προβληθεί
να είμαστε προβεβλημένοι, -ες
να έχεις προβάλεινα έχετε προβάλεινα έχεις προβληθεί
να είσαι προβεβλημένος, -η
να έχετε προβληθεί
να είστε προβεβλημένοι, -ες
να έχει προβάλεινα έχουν προβάλεινα έχει προβληθεί
να είναι προβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν προβληθεί
να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπρόβαλλεπροβάλλετεπροβάλλεστε
Aoristπρόβαλεπροβάλετεπροβληθείτε
Part
izip
Presπροβάλλονταςπροβαλλόμενος
Perfέχοντας προβάλειπροβεβλημένος, -η, -οπροβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristπροβάλειπροβληθεί















Griechische Definition zu προβάλλω

προβάλλω [proválo] -ομαι Ρ πρτ. προέβαλλα και πρόβαλλα, αόρ. προέβα λα και πρόβαλα, απαρέμφ. προβάλει, παθ. αόρ. προβλήθηκα, απαρέμφ. προβληθεί, λόγ. μππ. προβεβλημένος* : I. (μόνο ενεργ.) 1. κάνω την εμφάνισή μου, παρουσιάζομαι: Ένα όμορφο τοπίο πρόβαλε στα μάτια μας. Kαι να τος, προβάλλει ξαφνικά μπροστά μου! Προβάλλει ο ήλιος / το φεγγάρι. || (στο γ' πρόσ.): Προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για τη λήψη έκτακτων μέτρων. Άρχισαν να προβάλλουν τα προβλήματα / οι δυσκολίες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback