Deutsch | Griechisch |
---|---|
Mein Mann wird dem einen Riegel vorschieben. | 'τακτο αγόρι, με γαργάλησες! Übersetzung nicht bestätigt |
Den Riegel vorschieben? | Να τη μανδαλώσω; Übersetzung nicht bestätigt |
Der Gärtner soll es vorschieben. | Θα πω να το σπρώξει εδώ μπροστά. Να το σπρώξει; Übersetzung nicht bestätigt |
Wir werden dem jetzt sofort einen Riegel vorschieben. | Εντάξει, τώρα θα σε σταματήσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich hätte nicht die Arbeit vorschieben dürfen. | Ας μην έλεγα ψέματα ότι είχα δουλειά. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
vorschieben |
vorschicken |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schiebe vor | ||
du | schiebst vor | |||
er, sie, es | schiebt vor | |||
Präteritum | ich | schob vor | ||
Konjunktiv II | ich | schöbe vor | ||
Imperativ | Singular | schieb vor! schiebe vor! | ||
Plural | schiebst vor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
vorgeschoben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:vorschieben |
απαρέμφατο (αόριστος) | ||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
μετοχή (ενεστώτας) | ||||||||
ρόνοι | ενεστώτας | ώθει | ωθείτε | |||||
αόριστος | ώθησε | ωθήστε |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προβάλλω | προβάλλουμε, προβάλλομε | προβάλλομαι | προβαλλόμαστε |
προβάλλεις | προβάλλετε | προβάλλεσαι | προβάλλεστε, προβαλλόσαστε | ||
προβάλλει | προβάλλουν(ε) | προβάλλεται | προβάλλονται | ||
Imper fekt | πρόβαλλα | προβάλλαμε | προβαλλόμουν(α) | προβαλλόμαστε | |
πρόβαλλες | προβάλλατε | προβαλλόσουν(α) | προβαλλόσαστε | ||
πρόβαλλε | πρόβαλλαν, προβάλλαν(ε) | προβαλλόταν(ε) | προβάλλονταν | ||
Aorist | πρόβαλα, προέβαλα | προβάλαμε | προβλήθηκα | προβληθήκαμε | |
πρόβαλες, προέβαλες | προβάλατε | προβλήθηκες | προβληθήκατε | ||
πρόβαλε, προέβαλε | πρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλαν | προβλήθηκε | προβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω προβάλει | έχουμε προβάλει | έχω προβληθεί είμαι προβεβλημένος, -η | έχουμε προβληθεί είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
έχεις προβάλει | έχετε προβάλει | έχεις προβληθεί είσαι προβεβλημένος, -η | έχετε προβληθεί είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
έχει προβάλει | έχουν προβάλει | έχει προβληθεί είναι προβεβλημένος, -η, -ο | έχουν προβληθεί είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα προβάλει | είχαμε προβάλει | είχα προβληθεί ήμουν προβεβλημένος, -η | είχαμε προβληθεί ήμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
είχες προβάλει | είχατε προβάλει | είχες προβληθεί ήσουν προβεβλημένος, -η | είχατε προβληθεί ήσαστε προβεβλημένοι, -ες | ||
είχε προβάλει | είχαν προβάλει | είχε προβληθεί ήταν προβεβλημένος, -η, -ο | είχαν προβληθεί ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα προβάλλω | θα προβάλλουμε, θα προβάλλομε | θα προβάλλομαι | θα προβαλλόμαστε | |
θα προβάλλεις | θα προβάλλετε | θα προβάλλεσαι | θα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε | ||
θα προβάλλει | θα προβάλλουν(ε) | θα προβάλλεται | θα προβάλλονται | ||
Fut ur | θα προβάλω | θα προβάλουμε, θα προβάλομε | θα προβληθώ | θα προβληθούμε | |
θα προβάλεις | θα προβάλετε | θα προβληθείς | θα προβληθείτε | ||
θα προβάλει | θα προβάλουν(ε) | θα προβληθεί | θα προβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω προβάλει | θα έχουμε προβάλει | θα έχω προβληθεί θα είμαι προβεβλημένος, -η | θα έχουμε προβληθεί θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις προβάλει | θα έχετε προβάλει | θα έχεις προβληθεί θα είσαι προβεβλημένος, -η | θα έχετε προβάλει θα είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει προβάλει | θα έχουν προβάλει | θα έχει προβληθεί θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν προβληθεί θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προβάλλω | να προβάλλουμε, να προβάλλομε | να προβάλλομαι | να προβαλλόμαστε |
να προβάλλεις | να προβάλλετε | να προβάλλεσαι | να προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε | ||
να προβάλλει | να προβάλλουνε | να προβάλλεται | να προβάλλονται | ||
Aorist | να προβάλω | να προβάλουμε | να προβληθώ | να προβληθούμε | |
να προβάλεις | να προβάλετε | να προβληθείς | να προβληθείτε | ||
να προβάλει | να προβάλουν(ε) | να προβληθεί | να προβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω προβάλει | να έχουμε προβάλει | να έχω προβληθεί να είμαι προβεβλημένος, -η | να έχουμε προβληθεί να είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις προβάλει | να έχετε προβάλει | να έχεις προβληθεί να είσαι προβεβλημένος, -η | να έχετε προβληθεί να είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει προβάλει | να έχουν προβάλει | να έχει προβληθεί να είναι προβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν προβληθεί να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | πρόβαλλε | προβάλλετε | προβάλλεστε | |
Aorist | πρόβαλε | προβάλετε | προβληθείτε | ||
Part izip | Pres | προβάλλοντας | προβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας προβάλει | προβεβλημένος, -η, -ο | προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | προβάλει | προβληθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.