προβάλλω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Gut, Sie können hervorkommen. | Εντάξει, μπορείς να πλησιάσεις. Übersetzung nicht bestätigt |
Sobald sie hinter dem kleinen Hügel hervorkommen, fangen wir an... | Όταν θα πλησιάζουν... Übersetzung nicht bestätigt |
Aber da ist etwas, dass nicht hervorkommen will. | Αλλά υπάρχει κάτι που δεν θέλει να αναδυθεί. Übersetzung nicht bestätigt |
Seine bösen Kräfte werden durch meine Adern kreisen und ich werde euch aus dem Kessel hervorkommen lassen. | Η δαιμονική του δύναμη θα περάσει μέσα μου, και τότε... θα ξεπηδήσετε ζωντανοί απ'το Καζάνι. Übersetzung nicht bestätigt |
So wie bisher, damit noch mehr negative Erinnerungen hervorkommen. | Πρέπει να απομονώσουμε αναμνήσεις που παράγουν ισχυρότερα αρνητικά συναισθήματα. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
hervorkommen |
losbrechen |
herausbrechen |
entbrennen (Streit) |
(sich) entzünden (auch übertragen: Streit .. an) |
(sich) lösen |
hervorschießen |
herausschießen |
heraussprudeln |
(sich) entladen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | komme hervor | ||
du | kommst hervor | |||
er, sie, es | kommt hervor | |||
Präteritum | ich | kam hervor | ||
Konjunktiv II | ich | käme hervor | ||
Imperativ | Singular | komm hervor! | ||
Plural | kommt hervor! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
hervorgekommen | sein | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hervorkommen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | προβάλλω | προβάλλουμε, προβάλλομε | προβάλλομαι | προβαλλόμαστε |
προβάλλεις | προβάλλετε | προβάλλεσαι | προβάλλεστε, προβαλλόσαστε | ||
προβάλλει | προβάλλουν(ε) | προβάλλεται | προβάλλονται | ||
Imper fekt | πρόβαλλα | προβάλλαμε | προβαλλόμουν(α) | προβαλλόμαστε | |
πρόβαλλες | προβάλλατε | προβαλλόσουν(α) | προβαλλόσαστε | ||
πρόβαλλε | πρόβαλλαν, προβάλλαν(ε) | προβαλλόταν(ε) | προβάλλονταν | ||
Aorist | πρόβαλα, προέβαλα | προβάλαμε | προβλήθηκα | προβληθήκαμε | |
πρόβαλες, προέβαλες | προβάλατε | προβλήθηκες | προβληθήκατε | ||
πρόβαλε, προέβαλε | πρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλαν | προβλήθηκε | προβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω προβάλει | έχουμε προβάλει | έχω προβληθεί είμαι προβεβλημένος, -η | έχουμε προβληθεί είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
έχεις προβάλει | έχετε προβάλει | έχεις προβληθεί είσαι προβεβλημένος, -η | έχετε προβληθεί είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
έχει προβάλει | έχουν προβάλει | έχει προβληθεί είναι προβεβλημένος, -η, -ο | έχουν προβληθεί είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα προβάλει | είχαμε προβάλει | είχα προβληθεί ήμουν προβεβλημένος, -η | είχαμε προβληθεί ήμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
είχες προβάλει | είχατε προβάλει | είχες προβληθεί ήσουν προβεβλημένος, -η | είχατε προβληθεί ήσαστε προβεβλημένοι, -ες | ||
είχε προβάλει | είχαν προβάλει | είχε προβληθεί ήταν προβεβλημένος, -η, -ο | είχαν προβληθεί ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα προβάλλω | θα προβάλλουμε, θα προβάλλομε | θα προβάλλομαι | θα προβαλλόμαστε | |
θα προβάλλεις | θα προβάλλετε | θα προβάλλεσαι | θα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε | ||
θα προβάλλει | θα προβάλλουν(ε) | θα προβάλλεται | θα προβάλλονται | ||
Fut ur | θα προβάλω | θα προβάλουμε, θα προβάλομε | θα προβληθώ | θα προβληθούμε | |
θα προβάλεις | θα προβάλετε | θα προβληθείς | θα προβληθείτε | ||
θα προβάλει | θα προβάλουν(ε) | θα προβληθεί | θα προβληθούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω προβάλει | θα έχουμε προβάλει | θα έχω προβληθεί θα είμαι προβεβλημένος, -η | θα έχουμε προβληθεί θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
θα έχεις προβάλει | θα έχετε προβάλει | θα έχεις προβληθεί θα είσαι προβεβλημένος, -η | θα έχετε προβάλει θα είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
θα έχει προβάλει | θα έχουν προβάλει | θα έχει προβληθεί θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο | θα έχουν προβληθεί θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να προβάλλω | να προβάλλουμε, να προβάλλομε | να προβάλλομαι | να προβαλλόμαστε |
να προβάλλεις | να προβάλλετε | να προβάλλεσαι | να προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε | ||
να προβάλλει | να προβάλλουνε | να προβάλλεται | να προβάλλονται | ||
Aorist | να προβάλω | να προβάλουμε | να προβληθώ | να προβληθούμε | |
να προβάλεις | να προβάλετε | να προβληθείς | να προβληθείτε | ||
να προβάλει | να προβάλουν(ε) | να προβληθεί | να προβληθούν(ε) | ||
Perf | να έχω προβάλει | να έχουμε προβάλει | να έχω προβληθεί να είμαι προβεβλημένος, -η | να έχουμε προβληθεί να είμαστε προβεβλημένοι, -ες | |
να έχεις προβάλει | να έχετε προβάλει | να έχεις προβληθεί να είσαι προβεβλημένος, -η | να έχετε προβληθεί να είστε προβεβλημένοι, -ες | ||
να έχει προβάλει | να έχουν προβάλει | να έχει προβληθεί να είναι προβεβλημένος, -η, -ο | να έχουν προβληθεί να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Imper ativ | Pres | πρόβαλλε | προβάλλετε | προβάλλεστε | |
Aorist | πρόβαλε | προβάλετε | προβληθείτε | ||
Part izip | Pres | προβάλλοντας | προβαλλόμενος | ||
Perf | έχοντας προβάλει | προβεβλημένος, -η, -ο | προβεβλημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | προβάλει | προβληθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.