καταθέτω Verb  [katatheto, katathetw]

  Verb
(2)
  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
(0)

Etymologie zu καταθέτω

καταθέτω altgriechisch κατατίθημι


GriechischDeutsch
Ακόμα ένα τηλεφώνημα, ένας ακόμα ντετέκτιβ, ανακρίσεις φίλων του, επίσκεψη στην δουλειά ή παρακολούθηση του σπιτιού του και καταθέτω αγωγή.Ein weiterer Anrufl, ein weiterer Cop der seine Freunde befragt, Besuche auf seiner Arbeit, oder jemand der vor seiner Tür wartet, und ich werde Beschwerde einreichen.

Übersetzung nicht bestätigt

Το υποβάλλω είναι καλύτερο από το καταθέτω, σωστά;"Anbieten" ist besser als "einreichen"?

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu καταθέτω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταθέτωκαταθέτουμε, καταθέτομεκατατίθεμαικατατιθέμεθα
καταθέτειςκαταθέτετεκατατίθεσαικατατίθεσθε
καταθέτεικαταθέτουν(ε)κατατίθεταικατατίθενται
Imper
fekt
κατέθετακαταθέταμε
κατέθετεςκαταθέτατε
κατέθετεκατέθεταν, καταθέταν(ε)κατετίθετοκατετίθεντο
Aoristκατέθεσακαταθέσαμεκατατέθηκακατατεθήκαμε
κατέθεσεςκαταθέσατεκατατέθηκεςκατατεθήκατε
κατέθεσεκατέθεσαν, καταθέσαν(ε)κατατέθηκεκατατέθηκαν, κατατεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταθέσειέχουμε καταθέσειέχω κατατεθεί
είμαι κατατεθειμένος, -η
έχουμε κατατεθεί
είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
έχεις καταθέσειέχετε καταθέσειέχεις κατατεθεί
είσαι κατατεθειμένος, -η
έχετε κατατεθεί
είστε κατατεθειμένοι, -ες
έχει καταθέσειέχουν καταθέσειέχει κατατεθεί
είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
έχουν κατατεθεί
είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταθέσειείχαμε καταθέσειείχα κατατεθεί
ήμουν κατατεθειμένος, -η
είχαμε κατατεθεί
ήμαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχες καταθέσειείχατε καταθέσειείχες κατατεθεί
ήσουν κατατεθειμένος, -η
είχατε κατατεθεί
ήσαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχε καταθέσειείχαν καταθέσειείχε κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένος, -η, -ο
είχαν κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταθέτωθα καταθέτουμε, θα καταθέτομεθα κατατίθεμαιθα κατατιθέμεθα
θα καταθέτειςθα καταθέτετεθα κατατίθεσαιθα κατατίθεσθε
θα καταθέτειθα καταθέτουν(ε)θα κατατίθεταιθα κατατίθενται
Fut
ur
θα καταθέσωθα καταθέσουμε, θα καταθέσομεθα κατατεθώθα κατατεθούμε
θα καταθέσειςθα καταθέσετεθα κατατεθείςθα κατατεθείτε
θα καταθέσειθα καταθέσουν(ε)θα κατατεθείθα κατατεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταθέσειθα έχουμε καταθέσειθα έχω κατατεθεί
θα είμαι κατατεθειμένος, -η
θα έχουμε κατατεθεί
θα είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχεις καταθέσειθα έχετε καταθέσειθα έχεις κατατεθεί
θα είσαι κατατεθειμένος, -η
θα έχετε κατατεθεί
θα είστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχει καταθέσειθα έχουν καταθέσειθα έχει κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταθέτωνα καταθέτουμε, να καταθέτομενα κατατίθεμαινα κατατιθέμεθα
να καταθέτειςνα καταθέτετενα κατατίθεσαινα κατατίθεσθε
να καταθέτεινα καταθέτουν(ε)να κατατίθεταινα κατατίθενται
Aoristνα καταθέσωνα καταθέσουμε, να καταθέσομενα κατατεθώνα κατατεθούμε
να καταθέσειςνα καταθέσετενα κατατεθείςνα κατατεθείτε
να καταθέσεινα καταθέσουν(ε)να κατατεθείνα κατατεθούν(ε)
Perfνα έχω καταθέσεινα έχουμε καταθέσεινα έχω κατατεθεί
να είμαι κατατεθειμένος, -η
να έχουμε κατατεθεί
να είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχεις καταθέσεινα έχετε καταθέσεινα έχεις κατατεθεί
να είσαι κατατεθειμένος, -η
να έχετε κατατεθεί
να είστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχει καταθέσεινα έχουν καταθέσεινα έχει κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάθετεκαταθέτετεκατατίθεσθε
Aoristκατάθεσεκαταθέσετε, καταθέστεκαταθέσουκατατεθείτε
Part
izip
Presκαταθέτοντας
Perfέχοντας καταθέσεικατατεθειμένος, -η, -οκατατεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταθέσεικατατεθεί













Griechische Definition zu καταθέτω

καταθέτω [kataθéto] -ομαι, κατατίθεμαι [katatíθeme] Ρ αόρ. κατέθεσα και κατάθεσα, απαρέμφ. καταθέσει, παθ. κατατίθεμαι, κατατίθεσαι, κατατίθεται, κατατιθέμεθα, κατατίθεστε, κατατίθενται, και (προφ.) καταθέτομαι, αόρ. κατατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατετέθη, κατετέθησαν, απαρέμφ. κατατεθεί, μππ. κατατεθειμένος* : 1α. παραδίδω κτ., κυρίως έγγραφο, σε δημόσια αρχή: Kατέθεσε στο υπουργείο αίτηση για διορισμό, υποβάλλω. Θα καταθέσω αγωγή για αποζημίωση / μήνυση στον εισαγγελέα. Aύριο κατατίθεται στη βουλή το νομοσχέδιο για την παιδεία. καταθέτω ένα εμπορικό σήμα, στην αρμόδια υπηρεσία για να εξασφαλίσω την αποκλειστικότητα· (βλ. σήμα κατατεθέν). β. παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη, τοκισμό και μελλοντική επιστροφή τους: Kάθε μήνα καταθέτει ένα μέρος του μισθού του στην τράπεζα. Kατέθεσα στο λογαριασμό του / στο όνομά του εκατό χιλιάδες. || Kατέθεσε στη μνήμη του φίλου του δέκα χιλιάδες στο ταμείο φιλανθρωπικού ιδρύματος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback