behaupten
 Verb

ισχυρίζομαι Verb
(6)
υποστηρίζω Verb
(2)
διεκδικώ Verb
(1)
διαβεβαιώνω Verb
(1)
διατείνομαι Verb
(1)
DeutschGriechisch
Die Gründe jedoch, Herr Kommissar, weshalb ich diese Anfrage eingereicht habe, sind folgende. Ich möchte nicht behaupten, daß die Ausbildungsmaßnahmen im Bereich der Prävention in Flandern etwa die besten in der Welt seien.Αλλά, κύριε Επίτροπε, κάνω την ερώτηση για τον εξής λόγο: δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι η κατάρτιση στο θέμα της πρόληψης είναι στη Φλαμανδία η καλύτερη του κόσμου.

Übersetzung bestätigt

Ich bin im übrigen wie Sie wobei das meine persönliche Meinung ist, und ich nicht behaupten will, daß ich damit die Position der Mehrheit meiner Fraktion teile der Meinung, daß wir ein internationales Investitionsabkommen brauchen und daß dies ein hohes Schutzniveau haben sollte, und ich bin im übrigen dankbar dafür, wie gerade in diesem Zusammenhang die REIO-Klausel von der Kommission formuliert und aufgestellt wurde das war ein Erfolg!Πάντως, είμαι όπως κι εσείς της γνώμης κι αυτό είναι η προσωπική μου γνώμη, και δεν ισχυρίζομαι ότι συμμερίζομαι την άποψη της πλειοψηφίας της Ομάδας μου ότι χρειαζόμαστε μια πολυμερή συμφωνία και ότι αυτή θα έπρεπε να έχει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας. Εκτός αυτού, αισθάνομαι ευγνώμων προς την Επιτροπή για τον τρόπο που διατύπωσε σχετικά την ρήτρα REIJO αυτό ήταν επιτυχία!

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
υποστηρίζωυποστηρίζουμε, υποστηρίζομευποστηρίζομαιστηριζόμαστε
υποστηρίζειςυποστηρίζετευποστηρίζεσαιυποστηρίζεστε, στηριζόσαστε
υποστηρίζειυποστηρίζουν(ε)υποστηρίζεταιυποστηρίζονται
Imper
fekt
υποστήριζαυποστηρίζαμεστηριζόμουν(α)στηριζόμαστε, στηριζόμασταν
υποστήριζεςυποστηρίζατεστηριζόσουν(α)στηριζόσαστε, στηριζόσασταν
υποστήριζευποστήριζαν, υποστηρίζαν(ε)στηριζόταν(ε)υποστηρίζονταν, στηριζόντανε, στηριζόντουσαν
Aoristυποστήριξαυποστηρίξαμευποστηρίχτηκα, υποστηρίχθηκαστηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε
υποστήριξεςυποστηρίξατευποστηρίχτηκες, υποστηρίχθηκεςστηριχτήκατε, στηριχθήκατε
υποστήριξευποστήριξαν, υποστηρίξαν(ε)υποστηρίχτηκε, υποστηρίχθηκευποστηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε)
υποστηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω υποστηρίξει
έχω υποστηριγμένο
έχουμε υποστηρίξει
έχουμε υποστηριγμένο
έχω στηριχτεί
έχω στηριχθεί
είμαι υποστηριγμένος, -η
έχουμε στηριχτεί
έχουμε στηριχθεί
είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
έχεις υποστηρίξει
έχεις υποστηριγμένο
έχετε υποστηρίξει
έχετε υποστηριγμένο
έχεις στηριχτεί
έχεις στηριχθεί
είσαι υποστηριγμένος, -η
έχετε στηριχτεί
έχετε στηριχθεί
είστε υποστηριγμένοι, -ες
έχει υποστηρίξει
έχει υποστηριγμένο
έχουν υποστηρίξει
έχουν υποστηριγμένο
έχει στηριχτεί
έχει στηριχθεί
είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
έχουν στηριχτεί
έχουν στηριχθεί
είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα υποστηρίξει
είχα υποστηριγμένο
είχαμε υποστηρίξει
είχαμε υποστηριγμένο
είχα στηριχτεί
είχα στηριχθεί
ήμουν υποστηριγμένος, -η
είχαμε στηριχτεί
είχαμε στηριχθεί
ήμαστε υποστηριγμένοι, -ες
είχες υποστηρίξει
είχες υποστηριγμένο
είχατε υποστηρίξει
είχατε υποστηριγμένο
είχες στηριχτεί
είχες στηριχθεί
ήσουν υποστηριγμένος, -η
είχατε στηριχτεί
είχατε στηριχθεί
ήσαστε υποστηριγμένοι, -ες
είχε υποστηρίξει
είχε υποστηριγμένο
είχαν υποστηρίξει
είχαν υποστηριγμένο
είχε στηριχτεί
είχε στηριχθεί
ήταν υποστηριγμένος, -η, -ο
είχαν στηριχτεί
είχαν στηριχθεί
ήταν υποστηριγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα υποστηρίζωθα υποστηρίζουμε, θα υποστηρίζομεθα υποστηρίζομαιθα στηριζόμαστε
θα υποστηρίζειςθα υποστηρίζετεθα υποστηρίζεσαιθα υποστηρίζεστε, θα στηριζόσαστε
θα υποστηρίζειθα υποστηρίζουν(ε)θα υποστηρίζεταιθα υποστηρίζονται
Fut
ur
θα υποστηρίξωθα υποστηρίξουμε, θα υποστηρίξομεθα στηριχτώθα στηριχτούμε
θα υποστηρίξειςθα υποστηρίξετεθα στηριχτείςθα στηριχτείτε
θα υποστηρίξειθα υποστηρίξουν(ε)θα στηριχτείθα στηριχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω υποστηρίξει
θα έχω υποστηριγμένο
θα έχουμε υποστηρίξει
θα έχουμε υποστηριγμένο
θα έχω στηριχτεί
θα έχω στηριχθεί
θα είμαι υποστηριγμένος, -η
θα έχουμε στηριχτεί
θα έχουμε στηριχθεί
θα είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
θα έχεις υποστηρίξει
θα έχεις υποστηριγμένο
θα έχετε υποστηρίξει
θα έχετε υποστηριγμένο
θα έχεις στηριχτεί
θα έχεις στηριχθεί
θα είσαι υποστηριγμένος, -η
θα έχετε στηριχτεί
θα έχετε στηριχθεί
θα είστε υποστηριγμένοι, -ες
θα έχει υποστηρίξει
θα έχει υποστηριγμένο
θα έχουν υποστηρίξει
θα έχουν υποστηριγμένο
θα έχει στηριχτεί
θα έχει στηριχθεί
θα είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
θα έχουν στηριχτεί
θα έχουν στηριχθεί
θα είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να υποστηρίζωνα υποστηρίζουμε, να υποστηρίζομενα υποστηρίζομαινα στηριζόμαστε
να υποστηρίζειςνα υποστηρίζετενα υποστηρίζεσαινα υποστηρίζεστε, να στηριζόσαστε
να υποστηρίζεινα υποστηρίζουν(ε)να υποστηρίζεταινα υποστηρίζονται
Aoristνα υποστηρίξωνα υποστηρίξουμε, να υποστηρίξομενα στηριχτώνα στηριχτούμε
να υποστηρίξειςνα υποστηρίξετενα στηριχτείςνα στηριχτείτε
να υποστηρίξεινα υποστηρίξουν(ε)να στηριχτείνα στηριχτούν(ε)
Perf να έχω υποστηρίξει
να έχω υποστηριγμένο
να έχουμε υποστηρίξει
να έχουμε υποστηριγμένο
να έχω στηριχτεί
να έχω στηριχθεί
να είμαι υποστηριγμένος, -η
να έχουμε στηριχτεί
να έχουμε στηριχθεί
να είμαστε υποστηριγμένοι, -ες
να έχεις υποστηρίξει
να έχεις υποστηριγμένο
να έχετε υποστηρίξει
να έχετε υποστηριγμένο
να έχεις στηριχτεί
να έχεις στηριχθεί
να είσαι υποστηριγμένος, -η
να έχετε στηριχτεί
να έχετε στηριχθεί
να είστε υποστηριγμένοι, -ες
να έχει υποστηρίξει
να έχει υποστηριγμένο
να έχουν υποστηρίξει
να έχουν υποστηριγμένο
να έχει στηριχτεί
να έχει στηριχθεί
να είναι υποστηριγμένος, -η, -ο
να έχουν στηριχτεί
να έχουν στηριχθεί
να είναι υποστηριγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presυποστήριζευποστηρίζετευποστηρίζεστε
Aoristυποστήριξευποστηρίξτε, υποστηρίχτευποστηρίξουστηριχτείτε
Part
izip
Presυποστηρίζοντας
Perfέχοντας υποστηρίξει, έχοντας υποστηριγμένουποστηριγμένος, -η, -ουποστηριγμένοι, -ες, -α
InfinAoristυποστηρίξειστηριχτεί, στηριχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback