aussagen
 Verb

καταθέτω Verb
(2)
μαρτυρώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich muss 2 Jahre lang aussagen?Θα καταθέτω 2 χρόνια;

Übersetzung nicht bestätigt

Versuchen Sie nicht mich zu finden, ich würde nicht aussagenΔεν καταθέτω.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταθέτωκαταθέτουμε, καταθέτομεκατατίθεμαικατατιθέμεθα
καταθέτειςκαταθέτετεκατατίθεσαικατατίθεσθε
καταθέτεικαταθέτουν(ε)κατατίθεταικατατίθενται
Imper
fekt
κατέθετακαταθέταμε
κατέθετεςκαταθέτατε
κατέθετεκατέθεταν, καταθέταν(ε)κατετίθετοκατετίθεντο
Aoristκατέθεσακαταθέσαμεκατατέθηκακατατεθήκαμε
κατέθεσεςκαταθέσατεκατατέθηκεςκατατεθήκατε
κατέθεσεκατέθεσαν, καταθέσαν(ε)κατατέθηκεκατατέθηκαν, κατατεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταθέσειέχουμε καταθέσειέχω κατατεθεί
είμαι κατατεθειμένος, -η
έχουμε κατατεθεί
είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
έχεις καταθέσειέχετε καταθέσειέχεις κατατεθεί
είσαι κατατεθειμένος, -η
έχετε κατατεθεί
είστε κατατεθειμένοι, -ες
έχει καταθέσειέχουν καταθέσειέχει κατατεθεί
είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
έχουν κατατεθεί
είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταθέσειείχαμε καταθέσειείχα κατατεθεί
ήμουν κατατεθειμένος, -η
είχαμε κατατεθεί
ήμαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχες καταθέσειείχατε καταθέσειείχες κατατεθεί
ήσουν κατατεθειμένος, -η
είχατε κατατεθεί
ήσαστε κατατεθειμένοι, -ες
είχε καταθέσειείχαν καταθέσειείχε κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένος, -η, -ο
είχαν κατατεθεί
ήταν κατατεθειμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταθέτωθα καταθέτουμε, θα καταθέτομεθα κατατίθεμαιθα κατατιθέμεθα
θα καταθέτειςθα καταθέτετεθα κατατίθεσαιθα κατατίθεσθε
θα καταθέτειθα καταθέτουν(ε)θα κατατίθεταιθα κατατίθενται
Fut
ur
θα καταθέσωθα καταθέσουμε, θα καταθέσομεθα κατατεθώθα κατατεθούμε
θα καταθέσειςθα καταθέσετεθα κατατεθείςθα κατατεθείτε
θα καταθέσειθα καταθέσουν(ε)θα κατατεθείθα κατατεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταθέσειθα έχουμε καταθέσειθα έχω κατατεθεί
θα είμαι κατατεθειμένος, -η
θα έχουμε κατατεθεί
θα είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχεις καταθέσειθα έχετε καταθέσειθα έχεις κατατεθεί
θα είσαι κατατεθειμένος, -η
θα έχετε κατατεθεί
θα είστε κατατεθειμένοι, -ες
θα έχει καταθέσειθα έχουν καταθέσειθα έχει κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν κατατεθεί
θα είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταθέτωνα καταθέτουμε, να καταθέτομενα κατατίθεμαινα κατατιθέμεθα
να καταθέτειςνα καταθέτετενα κατατίθεσαινα κατατίθεσθε
να καταθέτεινα καταθέτουν(ε)να κατατίθεταινα κατατίθενται
Aoristνα καταθέσωνα καταθέσουμε, να καταθέσομενα κατατεθώνα κατατεθούμε
να καταθέσειςνα καταθέσετενα κατατεθείςνα κατατεθείτε
να καταθέσεινα καταθέσουν(ε)να κατατεθείνα κατατεθούν(ε)
Perfνα έχω καταθέσεινα έχουμε καταθέσεινα έχω κατατεθεί
να είμαι κατατεθειμένος, -η
να έχουμε κατατεθεί
να είμαστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχεις καταθέσεινα έχετε καταθέσεινα έχεις κατατεθεί
να είσαι κατατεθειμένος, -η
να έχετε κατατεθεί
να είστε κατατεθειμένοι, -ες
να έχει καταθέσεινα έχουν καταθέσεινα έχει κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένος, -η, -ο
να έχουν κατατεθεί
να είναι κατατεθειμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάθετεκαταθέτετεκατατίθεσθε
Aoristκατάθεσεκαταθέσετε, καταθέστεκαταθέσουκατατεθείτε
Part
izip
Presκαταθέτοντας
Perfέχοντας καταθέσεικατατεθειμένος, -η, -οκατατεθειμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταθέσεικατατεθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαρτυράω, marturo">μαρτυρώμαρτυράμε, μαρτυρούμε
μαρτυράςμαρτυράτε
μαρτυράει, μαρτυράμαρτυράν(ε), μαρτυρούν(ε)
Imper
fekt
μαρτυρούσα, μαρτύραγαμαρτυρούσαμε, μαρτυράγαμε
μαρτυρούσες, μαρτύραγεςμαρτυρούσατε, μαρτυράγατε
μαρτυρούσε, μαρτύραγεμαρτυρούσαν(ε), μαρτύραγαν, μαρτυράγανε
Aoristμαρτύρησαμαρτυρήσαμε
μαρτύρησεςμαρτυρήσατε
μαρτύρησεμαρτύρησαν, μαρτυρήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω μαρτυρήσει
έχω μαρτυρημένο
έχουμε μαρτυρήσει
έχουμε μαρτυρημένο
έχεις μαρτυρήσει
έχεις μαρτυρημένο
έχετε μαρτυρήσει
έχετε μαρτυρημένο
έχει μαρτυρήσει
έχει μαρτυρημένο
έχουν μαρτυρήσει
έχουν μαρτυρημένο
Plu
perf
ekt
είχα μαρτυρήσει
είχα μαρτυρημένο
είχαμε μαρτυρήσει
είχαμε μαρτυρημένο
είχες μαρτυρήσει
είχες μαρτυρημένο
είχατε μαρτυρήσει
είχατε μαρτυρημένο
είχε μαρτυρήσει
είχε μαρτυρημένο
είχαν μαρτυρήσει
είχαν μαρτυρημένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαρτυράω, θα μαρτυρώθα μαρτυράμε, θα μαρτυρούμε
θα μαρτυράςθα μαρτυράτε
θα μαρτυράει, θα μαρτυράθα μαρτυράν(ε), θα μαρτυρούν(ε)
Fut
ur
θα μαρτυρήσωθα μαρτυρήσουμε, θα μαρτυρήσομε
θα μαρτυρήσειςθα μαρτυρήσετε
θα μαρτυρήσειθα μαρτυρήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαρτυρήσει
θα έχω μαρτυρημένο
θα έχουμε μαρτυρήσει
θα έχουμε μαρτυρημένο
θα έχεις μαρτυρήσει
θα έχεις μαρτυρημένο
θα έχετε μαρτυρήσει
θα έχετε μαρτυρημένο
θα έχει μαρτυρήσει
θα έχει μαρτυρημένο
θα έχουν μαρτυρήσει
θα έχουν μαρτυρημένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαρτυράω, να μαρτυρώνα μαρτυράμε, να μαρτυρούμε
να μαρτυράςνα μαρτυράτε
να μαρτυράει, να μαρτυράνα μαρτυράν(ε), να μαρτυρούν(ε)
Aoristνα μαρτυρήσωνα μαρτυρήσουμε, να μαρτυρήσομε
να μαρτυρήσειςνα μαρτυρήσετε
να μαρτυρήσεινα μαρτυρήσουν(ε)
Perfνα έχω μαρτυρήσει
να έχω μαρτυρημένο
να έχουμε μαρτυρήσει
να έχουμε μαρτυρημένο
να έχεις μαρτυρήσει
να έχεις μαρτυρημένο
να έχετε μαρτυρήσει
να έχετε μαρτυρημένο
να έχει μαρτυρήσει
να έχει μαρτυρημένο
να έχουν μαρτυρήσει
να έχουν μαρτυρημένο
Imper
ativ
Presμαρτύρα, μαρτύραγεμαρτυράτε
Aoristμαρτύρησε, μαρτύραμαρτυρήστε
Part
izip
Presμαρτυρώντας
Perfέχοντας μαρτυρήσει, έχοντας μαρτυρημένο
InfinAoristμαρτυρήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback