μαρτυρώ Verb  [martiro, martyrw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu μαρτυρώ

μαρτυρώ altgriechisch μαρτυρῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu μαρτυρώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαρτυράω, marturo">μαρτυρώμαρτυράμε, μαρτυρούμε
μαρτυράςμαρτυράτε
μαρτυράει, μαρτυράμαρτυράν(ε), μαρτυρούν(ε)
Imper
fekt
μαρτυρούσα, μαρτύραγαμαρτυρούσαμε, μαρτυράγαμε
μαρτυρούσες, μαρτύραγεςμαρτυρούσατε, μαρτυράγατε
μαρτυρούσε, μαρτύραγεμαρτυρούσαν(ε), μαρτύραγαν, μαρτυράγανε
Aoristμαρτύρησαμαρτυρήσαμε
μαρτύρησεςμαρτυρήσατε
μαρτύρησεμαρτύρησαν, μαρτυρήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω μαρτυρήσει
έχω μαρτυρημένο
έχουμε μαρτυρήσει
έχουμε μαρτυρημένο
έχεις μαρτυρήσει
έχεις μαρτυρημένο
έχετε μαρτυρήσει
έχετε μαρτυρημένο
έχει μαρτυρήσει
έχει μαρτυρημένο
έχουν μαρτυρήσει
έχουν μαρτυρημένο
Plu
perf
ekt
είχα μαρτυρήσει
είχα μαρτυρημένο
είχαμε μαρτυρήσει
είχαμε μαρτυρημένο
είχες μαρτυρήσει
είχες μαρτυρημένο
είχατε μαρτυρήσει
είχατε μαρτυρημένο
είχε μαρτυρήσει
είχε μαρτυρημένο
είχαν μαρτυρήσει
είχαν μαρτυρημένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαρτυράω, θα μαρτυρώθα μαρτυράμε, θα μαρτυρούμε
θα μαρτυράςθα μαρτυράτε
θα μαρτυράει, θα μαρτυράθα μαρτυράν(ε), θα μαρτυρούν(ε)
Fut
ur
θα μαρτυρήσωθα μαρτυρήσουμε, θα μαρτυρήσομε
θα μαρτυρήσειςθα μαρτυρήσετε
θα μαρτυρήσειθα μαρτυρήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαρτυρήσει
θα έχω μαρτυρημένο
θα έχουμε μαρτυρήσει
θα έχουμε μαρτυρημένο
θα έχεις μαρτυρήσει
θα έχεις μαρτυρημένο
θα έχετε μαρτυρήσει
θα έχετε μαρτυρημένο
θα έχει μαρτυρήσει
θα έχει μαρτυρημένο
θα έχουν μαρτυρήσει
θα έχουν μαρτυρημένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαρτυράω, να μαρτυρώνα μαρτυράμε, να μαρτυρούμε
να μαρτυράςνα μαρτυράτε
να μαρτυράει, να μαρτυράνα μαρτυράν(ε), να μαρτυρούν(ε)
Aoristνα μαρτυρήσωνα μαρτυρήσουμε, να μαρτυρήσομε
να μαρτυρήσειςνα μαρτυρήσετε
να μαρτυρήσεινα μαρτυρήσουν(ε)
Perfνα έχω μαρτυρήσει
να έχω μαρτυρημένο
να έχουμε μαρτυρήσει
να έχουμε μαρτυρημένο
να έχεις μαρτυρήσει
να έχεις μαρτυρημένο
να έχετε μαρτυρήσει
να έχετε μαρτυρημένο
να έχει μαρτυρήσει
να έχει μαρτυρημένο
να έχουν μαρτυρήσει
να έχουν μαρτυρημένο
Imper
ativ
Presμαρτύρα, μαρτύραγεμαρτυράτε
Aoristμαρτύρησε, μαρτύραμαρτυρήστε
Part
izip
Presμαρτυρώντας
Perfέχοντας μαρτυρήσει, έχοντας μαρτυρημένο
InfinAoristμαρτυρήσει









Griechische Definition zu μαρτυρώ

μαρτυρώ.

I. Ενεργ.
Ά Μτβ.
1) Δίνω μαρτυρία ή απόδειξη για κ., επιβεβαιώνω:
(Ασσίζ. 7713), (Μαχ. 53831
(με σύστ. αντικ.):
(Ζήν. Δ́ 370).
2) Φέρνω για μάρτυρα, επικαλούμαι:
εμαρτύρησα εις εσάς σήμερα τον ουρανό και την ηγή (Πεντ. Δευτ. XXX 19· Διγ. Z 409).
3)
α) Βεβαιώνω, ομολογώ κ.:
πάντα θέλω μαρτυρά τσι χάρες του κορμιού σου (Ερωτόκρ. Β́ 2023
β) αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάπ. ή κ.:
(Ερωτόκρ. Β́ 2052
όλοι με μαρτυρούσινε την σήμερο για tale (Κατζ. Β́ 218· Σφρ., Χρον. Η 8022).
4)
α) Αποκαλύπτω, φανερώνω:
η γλώσσα τούτη μαρτυρά πάντα αληθοσύνη (Ζήν. Δ́ 237
(προκ. για μαντεία):
μαρτυρούσι τ’ άστρα ό,τι θα πάθου οι χώρες μας (Ζήν. Ά 157
β) κατονομάζω:
είπεν και μαρτυρά τους εκείνους τους πανάπιστους που τον εσυμβουλέψαν (Χρον. Μορ. H 673
γ) γνωστοποιώ, ανακοινώνω:
είπεν ο κύριος πρός τον Μωσέ· κατάβα, μαρτύρησε εις το λαό πρόσποτε να χαλάσουν … (Πεντ. Έξ. XIX 21
(με σύστ. αντικ.):
μαρτυρημό εμαρτύρησεν εις εμάς ο ανήρ (Πεντ. Γέν. XLΙΙΙ 3).
5) Καταγγέλλω, κατηγορώ:
αποστάτην γάρ αυτόν εμαρτύρει (Ιστ. Ηπείρ. XXIV4).
6) (Προκ. για έπαινο, κ.τ.ό.)
α) αποδίδω, απονέμω:
ευχαριστά τον διά την τιμήν και έπαινος άπερ του εμαρτύρα (Χρον. Μορ. H 1889
β) κοινοποιώ:
Ω Κρήτη, … τον έπαινόν σου μαρτυρώ (Διακρούσ. 1124).
7) Φημίζω:
Κρήτη, όλοι σε είδασι … κι όλοι σε μαρτυρούσιν (Διακρούσ. 11218).
8) Δίνω τίτλο, ονομάζω, ανακηρύσσω:
πρώτον τε καπετάνιον πάσι μαρτύρησέ τον (Κορων., Μπούας 91).
9)
α) Υποβάλλω σε βασανιστήρια· ταλαιπωρώ:
(Μαχ. 24810
διατί την μαρτυρείς, άνθρωπε, την ψυχή μου (Λίβ. Sc. 593
β) (προκ. για άγιο) θανατώνω με βασανιστήρια:
(Λίμπον. 356).
Β́ Αμτβ.
1)
α) Είμαι μάρτυρας, παρέχω μαρτυρία:
(Βακτ. αρχιερ. 170), (Συναδ. φ. 39r
β) (προκ. για μάρτυρες της χριστιανικής πίστης):
οι πιστοί σου … με το αίμα τους διά την αλήθειάν σου να μαρτυρήσουν (Χριστ. διδασκ. 440).
2)
α) Βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω:
άφτει καρδιά μου μαρτυρώντα (Κυπρ. ερωτ. 610
β) (προκ. για άγιο) υφίσταμαι μαρτυρικό θάνατο, αθλώ:
(Μαχ. 3220
τους μαρτυρήσαντας … υπέρ Χριστού (Προδρ. III 288).
IΙ. Μέσ.
1)
α) (Συν. με κατηγ.) αποδεικνύομαι (με μάρτυρες ή τεκμήρια):
ο σερ Μαρκ ένι ένοχος κλέπτης μαρτυρούμενος (Ασσίζ. 19415
για πελελή εις όλους μαρτυράται (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [967]
β) (ως τριτοπρόσ.) αποδεικνύεται με μαρτυρίες, τεκμηριώνεται:
μαρτυράται καλά ότι εκείνος εποίκεν τό βάνουν επάνω του (Ασσίζ. 20914).
2) Επιβεβαιώνομαι, τεκμηριώνομαι:
καλά ένι μαρτυρημένον πράγμαν (Ασσίζ. 2795).
3) Αποκαλύπτομαι, γίνομαι φανερός:
αν γράψω κι αν ουδέν γράψω, η αλήθεια μαρτυράται (Γεωργηλ., Θαν. 617).
4) Βασανίζομαι, υποφέρω:
Τίνας … έζησεν γοιον εμέν μαρτυρημένος; (Κυπρ. ερωτ. 9345).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1) Ξακουστός, φημισμένος, περιώνυμος:
Ω παλληκάρια μου 'κλεκτά, άνδρες μαρτυρημένοι (Κορων., Μπούας 136
η Τρόγια …, χώρα μαρτυρημένη (Φορτουν. Ιντ. γ́ 9).
2) Βασανισμένος, ταλαίπωρος, μαρτυρικός:
θέλεις να τελειώσεις την μαρτυρημένη ζων μου (Κυπρ. ερωτ. 11841).
[αρχ. μαρτυρέω. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback