eingeben
 Verb

εισάγω Verb
(2)
δίνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Nun kann ich den Virus eingeben.Τώρα μπορώ να εισάγω τον ιό.

Übersetzung nicht bestätigt

Okay, ich werde einige Koordinaten eingeben.Θα εισάγω κάποιες συντεταγμένες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εισάγωεισάγουμε, εισάγομεεισάγομαιεισαγόμαστε
εισάγειςεισάγετεεισάγεσαιεισάγεστε, εισαγόσαστε
εισάγειεισάγουν(ε)εισάγεταιεισάγονται
Imper
fekt
εισήγαεισήγαμεεισαγόμουν(α)εισαγόμαστε
εισήγεςεισήγατεεισαγόσουν(α)εισαγόσαστε
εισήγεεισήγανεισαγόταν(ε)εισάγονταν
Aoristεισήγαγαεισηγάγαμε(εισάχθηκα)(εισαχθήκαμε)
εισήγαγεςεισηγάγατε(εισάχθηκες)(εισαχθήκατε)
εισήγαγεεισήγαγαν(εισάχθηκε) εισήχθη(εισάχθηκαν) εισήχθησαν
Per
fekt
έχω εισαγάγειέχουμε εισαγάγειέχω εισαχθείέχουμε εισαχθεί
έχεις εισαγάγειέχετε εισαγάγειέχεις εισαχθείέχετε εισαχθεί
έχει εισαγάγειέχουν εισαγάγειέχει εισαχθείέχουν εισαχθεί
Plu
per
fekt
είχα εισαγάγειείχαμε εισαγάγειείχα εισαχθείείχαμε εισαχθεί
είχες εισαγάγειείχατε εισαγάγειείχες εισαχθείείχατε εισαχθεί
είχε εισαγάγειείχαν εισαγάγειείχε εισαχθείείχαν εισαχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εισάγωθα εισάγουμε, θα εισάγομεθα εισάγομαιθα εισαγόμαστε
θα εισάγειςθα εισάγετεθα εισάγεσαιθα εισάγεστε, θα εισαγόσαστε
θα εισάγειθα εισάγουν(ε)θα εισάγεταιθα εισάγονται
Fut
ur
θα εισηγάγωθα εισηγάγουμε, θα εισηγάγομεθα εισαχθώθα εισαχθούμε
θα εισαγάγειςθα εισηγάγετεθα εισαχθείςθα εισαχθείτε
θα εισαγάγειθα εισηγάγουν(ε)θα εισαχθείθα εισαχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εισαγάγειθα έχουμε εισαγάγειθα έχω εισαχθείθα έχουμε εισαχθεί
θα έχεις εισαγάγειθα έχετε εισαγάγειθα έχεις εισαχθείθα έχετε εισαχθεί
θα έχει εισαγάγειθα έχουν εισαγάγειθα έχει εισαχθείθα έχουν εισαχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εισάγωνα εισάγουμε, να εισάγομενα εισάγομαινα εισαγόμαστε
να εισάγειςνα εισάγετενα εισάγεσαινα εισάγεστε, να εισαγόσαστε
να εισάγεινα εισάγουν(ε)να εισάγεταινα εισάγονται
Aoristνα εισηγάγωνα εισηγάγουμε, να εισηγάγομενα εισαχθώνα εισαχθούμε
να εισαγάγειςνα εισηγάγετενα εισαχθείςνα εισαχθείτε
να εισαγάγεινα εισηγάγουν(ε)να εισαχθείνα εισαχθούν(ε)
Perfνα έχω εισαγάγεινα έχουμε εισαγάγεινα έχω εισαχθείνα έχουμε εισαχθεί
να έχεις εισαγάγεινα έχετε εισαγάγεινα έχεις εισαχθείνα έχετε εισαχθεί
να έχει εισαγάγεινα έχουν εισαγάγεινα έχει εισαχθείνα έχουν εισαχθεί
Imper
ativ
Presεισάγετεεισάγεστε
Aoristεισαγάγετεεισαχθείτε
Part
izip
Presεισάγονταςεισαγόμενος
Perfέχοντας εισαγάγει(εισαγμένος, -η, -ο)(εισαγμένοι, -ες, -α)
InfinAoristεισαγάγειεισαχθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback