δίνω altgriechisch δίδωμι
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Χρειαζόμαστε μία αξιόπιστη, υπολογίσιμη πηγή εσόδων, ορατή για τους πολίτες. Για το πώς θα διαμορφωθεί, δε χρειάζεται να βιαστούμε, σ' αυτό δίνω δίκιο στον Markus Ferber. | Es muss eine verlässliche, eine berechenbare, für die Bürger sichtbare Einnahmequelle geben wie immer die jetzt gestrickt sein muss, da darf man nicht huddeln, an der Stelle gebe ich Markus Ferber Recht. Übersetzung bestätigt |
Δεν δίνω εύκολα τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας στο Διαδίκτυο. | Meine Visa-Karte werde ich nicht ohne Weiteres in das Internet geben. Übersetzung bestätigt |
Η δεύτερη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι η εξής: προσέξτε γιατί μια απόφαση όπως αυτή στην οποία επιμένετε στέλνει στο Κοινοβούλιο το δραματικό μήνυμα ότι στην Ευρώπη, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αρχίζει να ισχύει ένας κανόνας που χαρακτήριζε τις λαϊκές δημοκρατίες της σοβιετικής περιόδου του 20ου αιώνα, ήτοι «δίνω λίγα και περιμένω λίγα»· τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά στις δομές και στις σχέσεις όσον αφορά τις μεταφράσεις. | Die zweite Feststellung, die ich treffen möchte, ist folgende: Bedenken Sie, dass eine Entscheidung wie jene, auf der Sie beharren wollen, dem Parlament eine entsetzliche Botschaft übermittelt, nämlich dass in Europa, im Europäischen Parlament, in den Gemeinschaftsorganen eine Regel in Kraft zu treten beginnt, die für die Volksdemokratien während der Sowjetmacht des gesamten 20. Jahrhunderts charakteristisch war und die da lautet: „Wenig geben und wenig verlangen“. Anzeichen dafür gibt es bereits in den Strukturen und Beziehungen hinsichtlich der Übersetzungen, und Sie sehen ja, wohin das führt! Übersetzung bestätigt |
Ωστόσο, θα δίνω πάντα, επαναλαμβάνω, προτεραιότητα στη συναίνεση, την εμπιστοσύνη και τις διευκρινίσεις έναντι της επιφυλακτικότητας. | Ich werde jedoch immer, ich wiederhole, Übereinkommen, Vertrauen und Erklärung den Vorrang vor Zwang geben. Übersetzung bestätigt |
Οι δεκαπέντε επιμέρους αγορές μπορούν να αναπτυχθούν μαζί, και σας δίνω δίκιο, κύριε Dini, για το εξής: Είπατε πως η Ένωση θα γίνει πιο ανταγωνιστική. | Die fünfzehn Teilmärkte können zusammenwachsen, und ich geben Ihnen, Herr Dini, recht: Sie haben gesagt, die Union wird wettbewerbsfähiger. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | δίνω | δίνουμε, δίνομε | δίνομαι | δινόμαστε |
δίνεις | δίνετε | δίνεσαι | δίνεστε, δινόσαστε | ||
δίνει | δίνουν(ε) | δίνεται | δίνονται | ||
Imper fekt | έδινα | δίναμε | δινόμουν(α) | δινόμαστε, δινόμασταν | |
έδινες | δίνατε | δινόσουν(α) | δινόσαστε, δινόσασταν | ||
έδινε | έδιναν, δίναν(ε) | δινόταν(ε) | δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν | ||
Aorist | έδωσα | δώσαμε | δόθηκα | δοθήκαμε | |
έδωσες | δώσατε | δόθηκες | δοθήκατε | ||
έδωσε | έδωσαν, δώσαν(ε) | δόθηκε | δόθηκαν, δοθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα δίνω | θα δίνουμε, | θα δίνομαι | θα δινόμαστε | |
θα δίνεις | θα δίνετε | θα δίνεσαι | θα δίνεστε, | ||
θα δίνει | θα δίνουν(ε) | θα δίνεται | θα δίνονται | ||
Fut ur | θα δώσω | θα δώσουμε, | θα δοθώ | θα δοθούμε | |
θα δώσεις | θα δώσετε | θα δοθείς | θα δοθείτε | ||
θα δώσει | θα δώσουν(ε) | θα δοθεί | θα δοθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να δίνω | να δίνουμε, | να δίνομαι | να δινόμαστε |
να δίνεις | να δίνετε | να δίνεσαι | να δίνεστε, | ||
να δίνει | να δίνουν(ε) | να δίνεται | να δίνονται | ||
Aorist | να δώσω | να δώσουμε, | να δοθώ | να δοθούμε | |
να δώσεις | να δώσετε | να δοθείς | να δοθείτε | ||
να δώσει | να δώσουν(ε) | να δοθεί | να δοθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | δίνε | δίνετε | δίνεστε | |
Aorist | δώσε | δώστε | δώσου | δοθείτε | |
Part izip | Pres | δίνοντας | |||
Perf | έχοντας δώσει, έχοντας δοσμένο | δοσμένος, -η, -ο | δοσμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | δώσει | δοθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gebe | ||
du | gibst | |||
er, sie, es | gibt | |||
Präteritum | ich | gab | ||
Konjunktiv II | ich | gäbe | ||
Imperativ | Singular | gib! | ||
Plural | gebt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gegeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:geben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | erteile | ||
du | erteilst | |||
er, sie, es | erteilt | |||
Präteritum | ich | erteilte | ||
Konjunktiv II | ich | erteilte | ||
Imperativ | Singular | erteil! erteile! | ||
Plural | erteilt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
erteilt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:erteilen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gebe ab | ||
du | gibst ab | |||
er, sie, es | gibt ab | |||
Präteritum | ich | gab ab | ||
Konjunktiv II | ich | gäbe ab | ||
Imperativ | Singular | gib ab! | ||
Plural | gebt ab! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
abgegeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:abgeben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verleihe | ||
du | verleihst | |||
er, sie, es | verleiht | |||
Präteritum | ich | verlieh | ||
Konjunktiv II | ich | verliehe | ||
Imperativ | Singular | verleih! verleihe! | ||
Plural | verleiht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verliehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verleihen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ergebe | ||
du | ergibst | |||
er, sie, es | ergibt | |||
Präteritum | ich | ergab | ||
Konjunktiv II | ich | ergäbe | ||
Imperativ | Singular | ergib! | ||
Plural | ergebt! ergebet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ergeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ergeben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gebe ein | ||
du | gibst ein | |||
er, sie, es | gibt ein | |||
Präteritum | ich | gab ein | ||
Konjunktiv II | ich | gäbe ein | ||
Imperativ | Singular | gib ein! | ||
Plural | gebt ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingegeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:eingeben |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gebe an | ||
du | gibst an | |||
er, sie, es | gibt an | |||
Präteritum | ich | gab an | ||
Konjunktiv II | ich | gäbe an | ||
Imperativ | Singular | gib an! | ||
Plural | gebt an! gebet an! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
angegeben | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:angeben |
δίνω [δíno] -ομαι Ρ αόρ. έδωσα, απαρέμφ. δώσει, παθ. αόρ. δόθηκα, απαρέμφ. δοθεί, μππ. δοσμένος : I. ANT παίρνω στις σημ. 1, 2, 3α, 3β, 3δ. 1α1. βάζω στο χέρι κάποιου κτ. ή το φέρνω κοντά του, έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιήσει: Δώσε μου τα γυαλιά μου / ένα ποτήρι νερό. Mου δίνεις το ψωμί; Mου έδωσε το χέρι του να κρατηθώ. Θα δώσω στο παιδί να φάει. || Ο γιατρός τού έδωσε φάρμακο, του έδωσε την οδηγία για το φάρμακο. (έκφρ.) δίνω ένα χέρι* / χεράκι (σε κπ.). δίνω τα χέρια*. δίνω τροφή*. να τρώει η μάνα* και στο παιδί να μη δίνει. α2. παραχωρώ σε κπ. κτ. που μου ανήκει, για να το χρησιμοποιήσει: Tου έδωσα το αυτοκίνητο για το Σαββατοκύριακο, του το δάνεισα. β. παραχωρώ σε κπ. την κυριότητα ενός πράγματος: Tο σπίτι θα το δώσω στην κόρη μου. Tου έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. ΦΡ δίνω τη θέση* μου σε κπ. ή σε κτ. γ1. προσφέρω κτ. χωρίς αντάλλαγμα: Tου έδωσα για τη γιορτή του δέκα χιλιάδες. Tι θα μου δώσεις, όταν πάρω το πτυχίο μου;, τι θα μου χαρίσεις; Έδωσαν δώρα και γλυκά στα παιδιά. || χαρίζωI2α: H μητέρα δίνει στα παιδιά της τη ζωή της. Ο στρατός μάς έδωσε τη νίκη. γ2. προσφέρω κτ. ως ελεημοσύνη, ως βοήθεια: Δώσε κτ. για τους φτωχούς. δίνω αίμα για τις ανάγκες της αιμοδοσίας. (έκφρ.) δώσε και σ΄ εμένα μπάρμπα, για να δηλώσουμε ότι γίνονται παροχές, άφθονες και ανεξέλεγκτες. ΦΡ δε δίνει του αγγέλου του / ούτε στον άγγελό* του νερό. είναι όλο δώσε και δώσε, για κπ. που ζητάει συνεχώς χρήματα. δ. (με αφηρ. ουσ.) συγκατανεύω, δέχομαι να θέσω κτ. στη διάθεση κάποιου: Tου έδωσαν δέκα μέρες προθεσμία. Δώσε μου δύο λεπτά ακόμα να τελειώσω. δίνω σε κπ. τον καιρό / την ευκαιρία να κάνει κτ. δίνω το προβάδισμα / την προτεραιότητα. δίνω σε κπ. την άδεια / το δικαίωμα / τη δυνατότητα / την εξουσία. ΦΡ δίνω (το) πράσινο φως*. δίνω τόπο* στην οργή. (έκφρ.) ο Θεός να δώσει, να επιτρέψει, να ευδοκήσει: Ο Θεός να δώσει να ξανασυναντηθούμε, μακάρι. έδωσε ο Θεός, ευτυχώς ή επιτέλους: Έδωσε ο Θεός και έληξε αυτή η περιπέτεια. να μην το δώσει ο Θεός / η μοίρα / η τύχη, ευχή να μη συμβεί κτ. κακό. || (παθ., μτφ.) κτ. παρέχεται ως δωρεά: Mας δόθηκε να ζήσουμε σε χρόνια ειρηνικά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.