ergeben
 Verb

δίνω Verb
(1)
αποφέρω Verb
(0)
δείχνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich gebe dir eine letzte Chance, dich zu ergeben.Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία να παραδοθείς.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δείχνωδείχνουμε, δείχνομεδείχνομαιδειχνόμαστε
δείχνειςδείχνετεδείχνεσαιδείχνεστε, δειχνόσαστε
δείχνειδείχνουν(ε)δείχνεταιδείχνονται
Imper
fekt
έδειχναδείχναμεδειχνόμουν(α)δειχνόμαστε, δειχνόμασταν
έδειχνεςδείχνατεδειχνόσουν(α)δειχνόσαστε, δειχνόσασταν
έδειχνεέδειχναν, δείχναν(ε)δειχνόταν(ε)δείχνονταν, δειχνόντανε, δειχνόντουσαν
Aoristέδειξαδείξαμεδείχτηκαδειχτήκαμε
έδειξεςδείξατεδείχτηκεςδειχτήκατε
έδειξεέδειξαν, δείξαν(ε)δείχτηκεδείχτηκαν, δειχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δείξει
έχω δειγμένο
έχουμε δείξει
έχουμε δειγμένο
έχω δειχτεί
είμαι δειγμένος, -η
έχουμε δειχτεί
είμαστε δειγμένοι, -ες
έχεις δείξει
έχεις δειγμένο
έχετε δείξει
έχετε δειγμένο
έχεις δειχτεί
είσαι δειγμένος, -η
έχετε δειχτεί
είστε δειγμένοι, -ες
έχει δείξει
έχει δειγμένο
έχουν δείξει
έχουν δειγμένο
έχει δειχτεί
είναι δειγμένος, -η, -ο
έχουν δειχτεί
είναι δειγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δείξει
είχα δειγμένο
είχαμε δείξει
είχαμε δειγμένο
είχα δειχτεί
ήμουν δειγμένος, -η
είχαμε δειχτεί
ήμαστε δειγμένοι, -ες
είχες δείξει
είχες δειγμένο
είχατε δείξει
είχατε δειγμένο
είχες δειχτεί
ήσουν δειγμένος, -η
είχατε δειχτεί
ήσαστε δειγμένοι, -ες
είχε δείξει
είχε δειγμένο
είχαν δείξει
είχαν δειγμένο
είχε δειχτεί
ήταν δειγμένος, -η, -ο
είχαν δειχτεί
ήταν δειγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δείχνωθα δείχνουμε, θα δείχνομεθα δείχνομαιθα δειχνόμαστε
θα δείχνειςθα δείχνετεθα δείχνεσαιθα δείχνεστε, θα δειχνόσαστε
θα δείχνειθα δείχνουν(ε)θα δείχνεταιθα δείχνονται
Fut
ur
θα δείξωθα δείξουμε, θα δείξομεθα δειχτώθα δειχτούμε
θα δείξειςθα δείξετεθα δειχτείςθα δειχτείτε
θα δείξειθα δείξουν(ε)θα δειχτείθα δειχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δείξει
θα έχω δειγμένο
θα έχουμε δείξει
θα έχουμε δειγμένο
θα έχω δειχτεί
θα είμαι δειγμένος, -η
θα έχουμε δειχτεί
θα είμαστε δειγμένοι, -ες
θα έχεις δείξει
θα έχεις δειγμένο
θα έχετε δείξει
θα έχετε δειγμένο
θα έχεις δειχτεί
θα είσαι δειγμένος, -η
θα έχετε δειχτεί
θα είστε δειγμένοι, -ες
θα έχει δείξει
θα έχει δειγμένο
θα έχουν δείξει
θα έχουν δειγμένο
θα έχει δειχτεί
θα είναι δειγμένος, -η, -ο
θα έχουν δειχτεί
θα είναι δειγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δείχνωνα δείχνουμε, να δείχνομενα δείχνομαινα δειχνόμαστε
να δείχνειςνα δείχνετενα δείχνεσαινα δείχνεστε, να δειχνόσαστε
να δείχνεινα δείχνουν(ε)να δείχνεταινα δείχνονται
Aoristνα δείξωνα δείξουμε, να δείξομενα δειχτώνα δειχτούμε
να δείξειςνα δείξετενα δειχτείςνα δειχτείτε
να δείξεινα δείξουν(ε)να δειχτείνα δειχτούν(ε)
Perfνα έχω δείξει
να έχω δειγμένο
να έχουμε δείξει
να έχουμε δειγμένο
να έχω δειχτεί
να είμαι δειγμένος, -η
να έχουμε δειχτεί
να είμαστε δειγμένοι, -ες
να έχεις δείξει
να έχεις δειγμένο
να έχετε δείξει
να έχετε δειγμένο
να έχεις δειχτεί
να είσαι δειγμένος, -η
να έχετε δειχτεί
να είστε δειγμένοι, -ες
να έχει δείξει
να έχει δειγμένο
να έχουν δείξει
να έχουν δειγμένο
να έχει δειχτεί
να είναι δειγμένος, -η, -ο
να έχουν δειχτεί
να είναι δειγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδείχνεδείχνετεδείχνεστε
Aoristδείξεδείξτε, δείχτεδείξουδειχτείτε
Part
izip
Presδείχνοντας
Perfέχοντας δείξει, έχοντας δειγμένοδειγμένος, -η, -οδειγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδείξειδειχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback