geben
 Verb

δίνω Verb
(333)
δίδω Verb
(16)
παραδίδω Verb
(7)
εκδίδωμι 
(0)
εκδίδω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es muss eine verlässliche, eine berechenbare, für die Bürger sichtbare Einnahmequelle geben wie immer die jetzt gestrickt sein muss, da darf man nicht huddeln, an der Stelle gebe ich Markus Ferber Recht.Χρειαζόμαστε μία αξιόπιστη, υπολογίσιμη πηγή εσόδων, ορατή για τους πολίτες. Για το πώς θα διαμορφωθεί, δε χρειάζεται να βιαστούμε, σ' αυτό δίνω δίκιο στον Markus Ferber.

Übersetzung bestätigt

Meine Visa-Karte werde ich nicht ohne Weiteres in das Internet geben.Δεν δίνω εύκολα τον αριθμό της πιστωτικής μου κάρτας στο Διαδίκτυο.

Übersetzung bestätigt

Die zweite Feststellung, die ich treffen möchte, ist folgende: Bedenken Sie, dass eine Entscheidung wie jene, auf der Sie beharren wollen, dem Parlament eine entsetzliche Botschaft übermittelt, nämlich dass in Europa, im Europäischen Parlament, in den Gemeinschaftsorganen eine Regel in Kraft zu treten beginnt, die für die Volksdemokratien während der Sowjetmacht des gesamten 20. Jahrhunderts charakteristisch war und die da lautet: „Wenig geben und wenig verlangen“. Anzeichen dafür gibt es bereits in den Strukturen und Beziehungen hinsichtlich der Übersetzungen, und Sie sehen ja, wohin das führt!Η δεύτερη παρατήρηση που θα ήθελα να κάνω είναι η εξής: προσέξτε γιατί μια απόφαση όπως αυτή στην οποία επιμένετε στέλνει στο Κοινοβούλιο το δραματικό μήνυμα ότι στην Ευρώπη, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αρχίζει να ισχύει ένας κανόνας που χαρακτήριζε τις λαϊκές δημοκρατίες της σοβιετικής περιόδου του 20ου αιώνα, ήτοι «δίνω λίγα και περιμένω λίγα»· τα αποτελέσματα είναι ήδη ορατά στις δομές και στις σχέσεις όσον αφορά τις μεταφράσεις.

Übersetzung bestätigt

Ich werde jedoch immer, ich wiederhole, Übereinkommen, Vertrauen und Erklärung den Vorrang vor Zwang geben.Ωστόσο, θα δίνω πάντα, επαναλαμβάνω, προτεραιότητα στη συναίνεση, την εμπιστοσύνη και τις διευκρινίσεις έναντι της επιφυλακτικότητας.

Übersetzung bestätigt

Die fünfzehn Teilmärkte können zusammenwachsen, und ich geben Ihnen, Herr Dini, recht: Sie haben gesagt, die Union wird wettbewerbsfähiger.Οι δεκαπέντε επιμέρους αγορές μπορούν να αναπτυχθούν μαζί, και σας δίνω δίκιο, κύριε Dini, για το εξής: Είπατε πως η Ένωση θα γίνει πιο ανταγωνιστική.

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραδίδω, paradino">παραδίνωπαραδίδουμε, παραδίδομεπαραδίδομαιπαραδιδόμαστε
παραδίδειςπαραδίδετεπαραδίδεσαιπαραδίδεστε, παραδιδόσαστε
παραδίδειπαραδίδουν(ε)παραδίδεταιπαραδίδονται
Imper
fekt
παρέδιδαπαραδίδαμεπαραδιδόμουν(α)παραδιδόμαστε
παρέδιδεςπαραδίδατεπαραδιδόσουν(α)παραδιδόσαστε
παρέδιδεπαρέδιδαν, παραδίδαν(ε)παραδιδόταν(ε)παραδίδονταν
Aoristπαρέδωσα, παράδωσαπαραδώσαμεπαραδόθηκαπαραδοθήκαμε
παρέδωσες, παράδωσεςπαραδώσατεπαραδόθηκεςπαραδοθήκατε
παρέδωσε, παράδωσεπαρέδωσαν, παραδώσαν(ε)παραδόθηκεπαραδόθηκαν, παραδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραδώσειέχουμε παραδώσειέχω παραδοθεί
(είμαι παραδομένος, -η)
έχουμε παραδοθεί
(είμαστε παραδομένοι, -ες)
έχεις παραδώσειέχετε παραδώσειέχεις παραδοθεί
(είσαι παραδομένος, -η)
έχετε παραδοθεί
(είστε παραδομένοι, -ες)
έχει παραδώσειέχουν παραδώσειέχει παραδοθεί
(είναι παραδομένος, -η, -ο)
έχουν παραδοθεί
(είναι παραδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα παραδώσειείχαμε παραδώσειείχα παραδοθεί
(ήμουν παραδομένος, -η)
είχαμε παραδοθεί
(ήμαστε παραδομένοι, -ες)
είχες παραδώσειείχατε παραδώσειείχες παραδοθεί
(ήσουν παραδομένος, -η)
είχατε παραδοθεί
(ήσαστε παραδομένοι, -ες)
είχε παραδώσειείχαν παραδώσειείχε παραδοθεί
(ήταν παραδομένος, -η, -ο)
είχαν παραδοθεί
(ήταν παραδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραδίδωθα παραδίδουμε, θα παραδίδομεθα παραδίδομαιθα παραδιδόμαστε
θα παραδίδειςθα παραδίδετεθα παραδίδεσαιθα παραδίδεστε, θα παραδιδόσαστε
θα παραδίδειθα παραδίδουν(ε)θα παραδίδεταιθα παραδίδονται
Fut
ur
θα παραδώσωθα παραδώσουμε, θα παραδώσομεθα παραδοθώθα παραδοθούμε
θα παραδώσειςθα παραδώσετεθα παραδοθείςθα παραδοθείτε
θα παραδώσειθα παραδώσουν(ε)θα παραδοθείθα παραδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραδώσειθα έχουμε παραδώσειθα έχω παραδοθεί
(θα είμαι παραδομένος, -η)
θα έχουμε παραδοθεί
(θα είμαστε παραδομένοι, -ες)
θα έχεις παραδώσειθα έχετε παραδώσειθα έχεις παραδοθεί
(θα είσαι παραδομένος, -η)
θα έχετε παραδοθεί
(θα είστε παραδομένοι, -ες)
θα έχει παραδώσειθα έχουν παραδώσειθα έχει παραδοθεί
(θα είναι παραδομένος, -η, -ο)
θα έχουν παραδοθεί
(θα είναι παραδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραδίδωνα παραδίδουμε, να παραδίδομενα παραδίδομαινα παραδιδόμαστε
να παραδίδειςνα παραδίδετενα παραδίδεσαινα παραδίδεστε, να παραδιδόσαστε
να παραδίδεινα παραδίδουν(ε)να παραδίδεταινα παραδίδονται
Aoristνα παραδώσωνα παραδώσουμε, να παραδώσομενα παραδοθώνα παραδοθούμε
να παραδώσειςνα παραδώσετενα παραδοθείςνα παραδοθείτε
να παραδώσεινα παραδώσουν(ε)να παραδοθείνα παραδοθούν(ε)
Perfνα έχω παραδώσεινα έχουμε παραδώσεινα έχω παραδοθεί
(να είμαι παραδομένος, -η)
να έχουμε παραδοθεί
(να είμαστε παραδομένοι, -ες)
να έχεις παραδώσεινα έχετε παραδώσεινα έχεις παραδοθεί
(να είσαι παραδομένος, -η)
να έχετε παραδοθεί
(να είστε παραδομένοι, -ες)
να έχει παραδώσεινα έχουν παραδώσεινα έχει παραδοθεί
(να είναι παραδομένος, -η, -ο)
να έχουν παραδοθεί
(να είναι παραδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presπαράδιδεπαραδίδετεπαραδίδεστε
Aoristπαράδωσεπαραδώστε, παραδώσετεπαραδώσουπαραδοθείτε
Part
izip
Presπαραδίδονταςπαραδιδόμενος
Perfέχοντας παραδώσειπαραδομένος, -η, -οπαραδομένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραδώσειπαραδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback