aufführen
 Verb

αναφέρω Verb
(6)
ανεβάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
In Kapitel 17 dieses Gesetzes werden die Fälle beschrieben, in denen ein in Polen gewähltes Mitglied des Europäischen Parlaments seinen Sitz verlieren würde: beim Wegfall der Wählbarkeit, d. h. Nichterfüllung der Kriterien für die Wählbarkeit am Wahltag, woraufhin bei fehlender Wählbarkeit die Möglichkeit des Mandatsverlustes erwächst, und diverse weitere Elemente, die ich jetzt nicht aufführen werde, um zum springenden Punkt des Themas zu gelangen, den ich hier behandeln möchte.Το κεφάλαιο 17 του εν λόγω νόμου περιγράφει τις πιθανές καταστάσεις κατά τις οποίες ένας ΒΕΚ που έχει εκλεγεί στην Πολωνία χάνει την έδρα του στο Κοινοβούλιο: η εκλογιμότητα, δηλαδή η δυνατότητα εκλογιμότητας την ημέρα της ψηφοφορίας, μπορεί να ακυρωθεί, δημιουργώντας ενδεχόμενο απώλειάς της σε περίπτωση που δεν πληρούνται τα κριτήρια αυτά και κάποια άλλα ζητήματα, τα οποία δεν θα αναφέρω για να φτάσω στον πυρήνα του προβλήματος που θα ήθελα να συζητήσουμε εδώ.

Übersetzung bestätigt

Ich möchte zwei Beispiele aufführen.Θα ήθελα να αναφέρω δύο παραδείγματα. "

Übersetzung bestätigt

Ich möchte mich aufrichtig bei all jenen Rednerinnen und Rednern bedanken, und ich werden sie nicht alle einzeln aufführen, die die Arbeit anerkannt haben, die wir gemeinsam unternommen haben, um voranzukommen.Θα ήθελα να ευχαριστήσω ειλικρινά όλους εκείνους τους ομιλητές -και δεν θα τους αναφέρω όλουςπου αναγνώρισαν το έργο που επιτελέσαμε μαζί για να πάμε μπροστά.

Übersetzung bestätigt

Ich könnte viele Volkswirtschaften aufführen, mit denen wir konkurrieren und die erkannt haben, dass auch sie eine ehrgeizige Umwelt-, Energieund Klimapolitik verfolgen müssen.Θα μπορούσα να αναφέρω πολλές ανταγωνιστικές οικονομίες οι οποίες έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να εφαρμόσουν και οι ίδιες φιλόδοξες περιβαλλοντικές πολιτικές, ενεργειακές πολιτικές και πολιτικές για το κλίμα.

Übersetzung bestätigt

Auch wenn die Ziffern 17 bis 27, insbesondere Ziffer 26, auf eine erneute Zentrierung und Begrenzung abzielen, da sie eine Reihe von Bedingungen anführen, unter die der Begriff der verstärkten Zusammenarbeit bzw. Flexibilität fallen kann, scheint mir die vorbehaltlose Annahme des Entschließungsantrages aus den Gründen gefährlich, die ich im folgenden kurz aufführen möchte:Ανεξάρτητα από τη χρησιμότητα των παραγράφων 17 έως 27, και κυρίως της παραγράφου 26, που τείνουν προς τον επαναπροσδιορισμό και τον περιορισμό, παρατάσσοντας ένα σύνολο όρων στο πλαίσιο των οποίων θα είναι δυνατό να συλλάβουμε την έννοια της ενισχυμένης συνεργασίας ή της ευελιξίας, θεωρώ επικίνδυνη απλώς και μόνο την αποδοχή της έκθεσης για τους λόγους που αναφέρω συνοπτικά στη συνέχεια:

Übersetzung bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναφέρωαναφέρουμε, αναφέρομεαναφέρομαιαναφερόμαστε
αναφέρειςαναφέρετεαναφέρεσαιαναφέρεστε, αναφερόσαστε
αναφέρειαναφέρουν(ε)αναφέρεταιαναφέρονται
Imper
fekt
ανέφερα, ανάφερααναφέραμεαναφερόμουν(α)αναφερόμαστε, αναφερόμασταν
ανέφερες, ανάφερεςαναφέρατεαναφερόσουν(α)αναφερόσαστε, αναφερόσασταν
ανέφερε, ανάφερεανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε)αναφερόταν(ε)αναφέρονταν, αναφερόντανε, αναφερόντουσαν
Aoristανέφερα, ανάφερααναφέραμεαναφέρθηκααναφερθήκαμε
ανέφερες, ανάφερεςαναφέρατεαναφέρθηκεςαναφερθήκατε
ανέφερε, ανάφερεανέφεραν, ανάφεραν, αναφέραν(ε)αναφέρθηκεαναφέρθηκαν, αναφερθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναφέρειέχουμε αναφέρειέχω αναφερθείέχουμε αναφερθεί
έχεις αναφέρειέχετε αναφέρειέχεις αναφερθείέχετε αναφερθεί
έχει αναφέρειέχουν αναφέρειέχει αναφερθείέχουν αναφερθεί
Plu
per
fekt
είχα αναφέρειείχαμε αναφέρειείχα αναφερθείείχαμε αναφερθεί
είχες αναφέρειείχατε αναφέρειείχες αναφερθείείχατε αναφερθεί
είχε αναφέρειείχαν αναφέρειείχε αναφερθείείχαν αναφερθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναφέρωθα αναφέρουμε, θα αναφέρομεθα αναφέρομαιθα αναφερόμαστε
θα αναφέρειςθα αναφέρετεθα αναφέρεσαιθα αναφέρεστε, θα αναφερόσαστε
θα αναφέρειθα αναφέρουν(ε)θα αναφέρεταιθα αναφέρονται
Fut
ur
θα αναφέρωθα αναφέρουμε, θα αναφέρομεθα αναφερθώθα αναφερθούμε
θα αναφέρειςθα αναφέρετεθα αναφερθείςθα αναφερθείτε
θα αναφέρειθα αναφέρουν(ε)θα αναφερθείθα αναφερθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναφέρειθα έχουμε αναφέρειθα έχω αναφερθείθα έχουμε αναφερθεί
θα έχεις αναφέρειθα έχετε αναφέρειθα έχεις αναφερθείθα έχετε αναφερθεί
θα έχει αναφέρειθα έχουν αναφέρειθα έχει αναφερθείθα έχουν αναφερθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναφέρωνα αναφέρουμε, να αναφέρομενα αναφέρομαινα αναφερόμαστε
να αναφέρειςνα αναφέρετενα αναφέρεσαινα αναφέρεστε, να αναφερόσαστε
να αναφέρεινα αναφέρουν(ε)να αναφέρεταινα αναφέρονται
Aoristνα αναφέρωνα αναφέρουμε, να αναφέρομενα αναφερθώνα αναφερθούμε
να αναφέρειςνα αναφέρετενα αναφερθείςνα αναφερθείτε
να αναφέρεινα αναφέρουν(ε)να αναφερθείνα αναφερθούν(ε)
Perfνα έχω αναφέρεινα έχουμε αναφέρεινα έχω αναφερθείνα έχουμε αναφερθεί
να έχεις αναφέρεινα έχετε αναφέρεινα έχεις αναφερθείνα έχετε αναφερθεί
να έχει αναφέρεινα έχουν αναφέρεινα έχει αναφερθείνα έχουν αναφερθεί
Imper
ativ
Presαναφέρεαναφέρετεαναφέρεστε
Aoristανάφερεαναφέρετε, αναφέρτεαναφέρουαναφερθείτε
Part
izip
Presαναφέροντας
Perfέχοντας αναφέρει
InfinAoristαναφέρειαναφερθεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανεβάζωανεβάζουμε, ανεβάζομε
ανεβάζειςανεβάζετε
ανεβάζειανεβάζουν(ε)
Imper
fekt
ανέβαζαανεβάζαμε
ανέβαζεςανεβάζατε
ανέβαζεανέβαζαν, ανεβάζαν(ε)
Aoristανέβασα, anebaino">ανέβηκαανεβάσαμε
ανέβασεςανεβάσατε
ανέβασεανέβασαν, ανεβάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ανεβάσειέχουμε ανεβάσει
έχεις ανεβάσειέχετε ανεβάσει
έχει ανεβάσειέχουν ανεβάσει
Plu
per
fekt
είχα ανεβάσειείχαμε ανεβάσει
είχες ανεβάσειείχατε ανεβάσει
είχε ανεβάσειείχαν ανεβάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανεβάζωθα ανεβάζουμε, θα ανεβάζομε
θα ανεβάζειςθα ανεβάζετε
θα ανεβάζειθα ανεβάζουν(ε)
Fut
ur
θα ανεβάσωθα ανεβάσουμε, θα ανεβάζομε
θα ανεβάσειςθα ανεβάσετε
θα ανεβάσειθα ανεβάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανεβάσειθα έχουμε ανεβάσει
θα έχεις ανεβάσειθα έχετε ανεβάσει
θα έχει ανεβάσειθα έχουν ανεβάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανεβάζωνα ανεβάζουμε, να ανεβάζομε
να ανεβάζειςνα ανεβάζετε
να ανεβάζεινα ανεβάζουν(ε)
Aoristνα ανεβάσωνα ανεβάσουμε, να ανεβάσομε
να ανεβάσειςνα ανεβάσετε
να ανεβάσεινα ανεβάσουν(ε)
Perfνα έχω ανεβάσεινα έχουμε ανεβάσει
να έχεις ανεβάσεινα έχετε ανεβάσει
να έχει ανεβάσεινα έχουν ανεβάσει
Imper
ativ
Presανέβαζεανεβάζετε
Aoristανέβασεανεβάστε
Part
izip
Presανεβάζοντας
Perfέχοντας ανεβάσει
ανεβασμένος
InfinAoristανεβάσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback