abgeben
 Verb

δίνω Verb
(7)
παραδίδω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Auf der Grundlage des oben Erwähnten möchte ich hiermit meine Ja-Stimme abgeben, um einen noch größeren Schutz der Verbraucherrechte sicherzustellen.Με βάση τα ανωτέρω, δίνω τη θετική μου ψήφο, προκειμένου να διασφαλίσουμε ακόμα μεγαλύτερη προστασία για τα δικαιώματα των καταναλωτών.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
παραδίδω, paradino">παραδίνωπαραδίδουμε, παραδίδομεπαραδίδομαιπαραδιδόμαστε
παραδίδειςπαραδίδετεπαραδίδεσαιπαραδίδεστε, παραδιδόσαστε
παραδίδειπαραδίδουν(ε)παραδίδεταιπαραδίδονται
Imper
fekt
παρέδιδαπαραδίδαμεπαραδιδόμουν(α)παραδιδόμαστε
παρέδιδεςπαραδίδατεπαραδιδόσουν(α)παραδιδόσαστε
παρέδιδεπαρέδιδαν, παραδίδαν(ε)παραδιδόταν(ε)παραδίδονταν
Aoristπαρέδωσα, παράδωσαπαραδώσαμεπαραδόθηκαπαραδοθήκαμε
παρέδωσες, παράδωσεςπαραδώσατεπαραδόθηκεςπαραδοθήκατε
παρέδωσε, παράδωσεπαρέδωσαν, παραδώσαν(ε)παραδόθηκεπαραδόθηκαν, παραδοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω παραδώσειέχουμε παραδώσειέχω παραδοθεί
(είμαι παραδομένος, -η)
έχουμε παραδοθεί
(είμαστε παραδομένοι, -ες)
έχεις παραδώσειέχετε παραδώσειέχεις παραδοθεί
(είσαι παραδομένος, -η)
έχετε παραδοθεί
(είστε παραδομένοι, -ες)
έχει παραδώσειέχουν παραδώσειέχει παραδοθεί
(είναι παραδομένος, -η, -ο)
έχουν παραδοθεί
(είναι παραδομένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα παραδώσειείχαμε παραδώσειείχα παραδοθεί
(ήμουν παραδομένος, -η)
είχαμε παραδοθεί
(ήμαστε παραδομένοι, -ες)
είχες παραδώσειείχατε παραδώσειείχες παραδοθεί
(ήσουν παραδομένος, -η)
είχατε παραδοθεί
(ήσαστε παραδομένοι, -ες)
είχε παραδώσειείχαν παραδώσειείχε παραδοθεί
(ήταν παραδομένος, -η, -ο)
είχαν παραδοθεί
(ήταν παραδομένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα παραδίδωθα παραδίδουμε, θα παραδίδομεθα παραδίδομαιθα παραδιδόμαστε
θα παραδίδειςθα παραδίδετεθα παραδίδεσαιθα παραδίδεστε, θα παραδιδόσαστε
θα παραδίδειθα παραδίδουν(ε)θα παραδίδεταιθα παραδίδονται
Fut
ur
θα παραδώσωθα παραδώσουμε, θα παραδώσομεθα παραδοθώθα παραδοθούμε
θα παραδώσειςθα παραδώσετεθα παραδοθείςθα παραδοθείτε
θα παραδώσειθα παραδώσουν(ε)θα παραδοθείθα παραδοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω παραδώσειθα έχουμε παραδώσειθα έχω παραδοθεί
(θα είμαι παραδομένος, -η)
θα έχουμε παραδοθεί
(θα είμαστε παραδομένοι, -ες)
θα έχεις παραδώσειθα έχετε παραδώσειθα έχεις παραδοθεί
(θα είσαι παραδομένος, -η)
θα έχετε παραδοθεί
(θα είστε παραδομένοι, -ες)
θα έχει παραδώσειθα έχουν παραδώσειθα έχει παραδοθεί
(θα είναι παραδομένος, -η, -ο)
θα έχουν παραδοθεί
(θα είναι παραδομένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να παραδίδωνα παραδίδουμε, να παραδίδομενα παραδίδομαινα παραδιδόμαστε
να παραδίδειςνα παραδίδετενα παραδίδεσαινα παραδίδεστε, να παραδιδόσαστε
να παραδίδεινα παραδίδουν(ε)να παραδίδεταινα παραδίδονται
Aoristνα παραδώσωνα παραδώσουμε, να παραδώσομενα παραδοθώνα παραδοθούμε
να παραδώσειςνα παραδώσετενα παραδοθείςνα παραδοθείτε
να παραδώσεινα παραδώσουν(ε)να παραδοθείνα παραδοθούν(ε)
Perfνα έχω παραδώσεινα έχουμε παραδώσεινα έχω παραδοθεί
(να είμαι παραδομένος, -η)
να έχουμε παραδοθεί
(να είμαστε παραδομένοι, -ες)
να έχεις παραδώσεινα έχετε παραδώσεινα έχεις παραδοθεί
(να είσαι παραδομένος, -η)
να έχετε παραδοθεί
(να είστε παραδομένοι, -ες)
να έχει παραδώσεινα έχουν παραδώσεινα έχει παραδοθεί
(να είναι παραδομένος, -η, -ο)
να έχουν παραδοθεί
(να είναι παραδομένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presπαράδιδεπαραδίδετεπαραδίδεστε
Aoristπαράδωσεπαραδώστε, παραδώσετεπαραδώσουπαραδοθείτε
Part
izip
Presπαραδίδονταςπαραδιδόμενος
Perfέχοντας παραδώσειπαραδομένος, -η, -οπαραδομένοι, -ες, -α
InfinAoristπαραδώσειπαραδοθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback