verleihen
 Verb

δίνω Verb
(4)
απονέμω Verb
(3)
δανείζω Verb
(1)
δίδωμι 
(0)
προσδίδω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es freut mich, diese Auszeichnung an meine Tochter Korenna zu verleihen.Είναι μεγάλη ευχαρίστηση να δίνω το βραβείο στην κόρη μου, Κορένα.

Übersetzung nicht bestätigt

Lady und er half den Männern, die seine Zellennachbarn waren. Ich fühle mich geehrt, diese Medaille einem Mann zu verleihen...Είναι τιμή μου να δίνω αυτό το μετάλλιο σε έναν άντρα...

Übersetzung nicht bestätigt

Es ist mir eine große Ehre, die Ehrenmedaille... an Detective Charles Boyle zu verleihen... und an Sergeant Peanut Butter.Με μεγάλη μου τιμή, δίνω το μετάλλιο Τιμής στον ντετέκτιβ Charles Boyle... Και στον λοχία Φυστικοβούτυρο.

Übersetzung nicht bestätigt

Das Essen heute ist eher schlicht. Deshalb möchte ich diesem Abend etwas Würze verleihen. Genießt die Vorstellung!Το φαγητό που σερβίρω είναι λιτό, έτσι δίνω μια παράσταση... για να προσθέσω μια μικρή γεύση.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
verleihen
ausleihen
herleihen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δίνωδίνουμε, δίνομεδίνομαιδινόμαστε
δίνειςδίνετεδίνεσαιδίνεστε, δινόσαστε
δίνειδίνουν(ε)δίνεταιδίνονται
Imper
fekt
έδιναδίναμεδινόμουν(α)δινόμαστε, δινόμασταν
έδινεςδίνατεδινόσουν(α)δινόσαστε, δινόσασταν
έδινεέδιναν, δίναν(ε)δινόταν(ε)δίνονταν, δινόντανε, δινόντουσαν
Aoristέδωσαδώσαμεδόθηκαδοθήκαμε
έδωσεςδώσατεδόθηκεςδοθήκατε
έδωσεέδωσαν, δώσαν(ε)δόθηκεδόθηκαν, δοθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δώσει
(έχω δοσμένο)
έχουμε δώσει
(έχουμε δοσμένο)
έχω δοθεί
(είμαι δοσμένος, -η)
έχουμε δοθεί
(είμαστε δοσμένοι, -ες)
έχεις δώσει
(έχεις δοσμένο)
έχετε δώσει
(έχετε δοσμένο)
έχεις δοθεί
(είσαι δοσμένος, -η)
έχετε δοθεί
(είστε δοσμένοι, -ες)
έχει δώσει
(έχει δοσμένο)
έχουν δώσει
(έχουν δοσμένο)
έχει δοθεί
(είναι δοσμένος, -η, -ο)
έχουν δοθεί
(είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Plu
per
fekt
είχα δώσει
(είχα δοσμένο)
είχαμε δώσει
(είχαμε δοσμένο)
είχα δοθεί
(ήμουν δοσμένος, -η)
είχαμε δοθεί
(ήμαστε δοσμένοι, -ες)
είχες δώσει
(είχες δοσμένο)
είχατε δώσει
(είχατε δοσμένο)
είχες δοθεί
(ήσουν δοσμένος, -η)
είχατε δοθεί
(ήσαστε δοσμένοι, -ες)
είχε δώσει
(είχε δοσμένο)
είχαν δώσει
(είχαν δοσμένο)
είχε δοθεί
(ήταν δοσμένος, -η, -ο)
είχαν δοθεί
(ήταν δοσμένοι, -ες, -α)
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δίνωθα δίνουμε, θα δίνομεθα δίνομαιθα δινόμαστε
θα δίνειςθα δίνετεθα δίνεσαιθα δίνεστε, θα δινόσαστε
θα δίνειθα δίνουν(ε)θα δίνεταιθα δίνονται
Fut
ur
θα δώσωθα δώσουμε, θα δώσομεθα δοθώθα δοθούμε
θα δώσειςθα δώσετεθα δοθείςθα δοθείτε
θα δώσειθα δώσουν(ε)θα δοθείθα δοθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δώσει
(θα έχω δοσμένο)
θα έχουμε δώσει
(θα έχουμε δοσμένο)
θα έχω δοθεί
(θα είμαι δοσμένος, -η)
θα έχουμε δοθεί
(θα είμαστε δοσμένοι, -ες)
θα έχεις δώσει
(θα έχεις δοσμένο)
θα έχετε δώσει
(θα έχετε δοσμένο)
θα έχεις δοθεί
(θα είσαι δοσμένος, -η)
θα έχετε δοθεί
(θα είστε δοσμένοι, -ες)
θα έχει δώσει
(θα έχει δοσμένο)
θα έχουν δώσει
(θα έχουν δοσμένο)
θα έχει δοθεί
(θα είναι δοσμένος, -η, -ο)
θα έχουν δοθεί
(θα είναι δοσμένοι, -ες, -α)
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δίνωνα δίνουμε, να δίνομενα δίνομαινα δινόμαστε
να δίνειςνα δίνετενα δίνεσαινα δίνεστε, να δινόσαστε
να δίνεινα δίνουν(ε)να δίνεταινα δίνονται
Aoristνα δώσωνα δώσουμε, να δώσομενα δοθώνα δοθούμε
να δώσειςνα δώσετενα δοθείςνα δοθείτε
να δώσεινα δώσουν(ε)να δοθείνα δοθούν(ε)
Perfνα έχω δώσει
(να έχω δοσμένο)
να έχουμε δώσει
(να έχουμε δοσμένο)
να έχω δοθεί
(να είμαι δοσμένος, -η)
να έχουμε δοθεί
(να είμαστε δοσμένοι, -ες)
να έχεις δώσει
(να έχεις δοσμένο)
να έχετε δώσει
(να έχετε δοσμένο)
να έχεις δοθεί
(να είσαι δοσμένος, -η)
να έχετε δοθεί
(να είστε δοσμένοι, -ες)
να έχει δώσει
(να έχει δοσμένο)
να έχουν δώσει
(να έχουν δοσμένο)
να έχει δοθεί
(να είναι δοσμένος, -η, -ο)
να έχουν δοθεί
(να είναι δοσμένοι, -ες, -α)
Imper
ativ
Presδίνεδίνετεδίνεστε
Aoristδώσεδώστεδώσουδοθείτε
Part
izip
Presδίνοντας
Perfέχοντας δώσει, έχοντας δοσμένοδοσμένος, -η, -οδοσμένοι, -ες, -α
InfinAoristδώσειδοθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δανείζωδανείζουμε, δανείζομεδανείζομαιδανειζόμαστε
δανείζειςδανείζετεδανείζεσαιδανείζεστε, δανειζόσαστε
δανείζειδανείζουν(ε)δανείζεταιδανείζονται
Imper
fekt
δάνειζαδανείζαμεδανειζόμουν(α)δανειζόμαστε, δανειζόμασταν
δάνειζεςδανείζατεδανειζόσουν(α)δανειζόσαστε, δανειζόσασταν
δάνειζεδάνειζαν, δανείζαν(ε)δανειζόταν(ε)δανείζονταν, δανειζόντανε, δανειζόντουσαν
Aoristδάνεισαδανείσαμεδανείστηκαδανειστήκαμε
δάνεισεςδανείσατεδανείστηκεςδανειστήκατε
δάνεισεδάνεισαν, δανείσαν(ε)δανείστηκεδανείστηκαν, δανειστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δανείσει
έχω δανεισμένο
έχουμε δανείσει
έχουμε δανεισμένο
έχω δανειστεί
είμαι δανεισμένος, -η
έχουμε δανειστεί
είμαστε δανεισμένοι, -ες
έχεις δανείσει
έχεις δανεισμένο
έχετε δανείσει
έχετε δανεισμένο
έχεις δανειστεί
είσαι δανεισμένος, -η
έχετε δανειστεί
είστε δανεισμένοι, -ες
έχει δανείσει
έχει δανεισμένο
έχουν δανείσει
έχουν δανεισμένο
έχει δανειστεί
είναι δανεισμένος, -η, -ο
έχουν δανειστεί
είναι δανεισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δανείσει
είχα δανεισμένο
είχαμε δανείσει
είχαμε δανεισμένο
είχα δανειστεί
ήμουν δανεισμένος, -η
είχαμε δανειστεί
ήμαστε δανεισμένοι, -ες
είχες δανείσει
είχες δανεισμένο
είχατε δανείσει
είχατε δανεισμένο
είχες δανειστεί
ήσουν δανεισμένος, -η
είχατε δανειστεί
ήσαστε δανεισμένοι, -ες
είχε δανείσει
είχε δανεισμένο
είχαν δανείσει
είχαν δανεισμένο
είχε δανειστεί
ήταν δανεισμένος, -η, -ο
είχαν δανειστεί
ήταν δανεισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δανείζωθα δανείζουμε, θα δανείζομεθα δανείζομαιθα δανειζόμαστε
θα δανείζειςθα δανείζετεθα δανείζεσαιθα δανείζεστε, θα δανειζόσαστε
θα δανείζειθα δανείζουν(ε)θα δανείζεταιθα δανείζονται
Fut
ur
θα δανείσωθα δανείσουμε, θα δανείζομεθα δανειστώθα δανειστούμε
θα δανείσειςθα δανείσετεθα δανειστείςθα δανειστείτε
θα δανείσειθα δανείσουν(ε)θα δανειστείθα δανειστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δανείσει
θα έχω δανεισμένο
θα έχουμε δανείσει
θα έχουμε δανεισμένο
θα έχω δανειστεί
θα είμαι δανεισμένος, -η
θα έχουμε δανειστεί
θα είμαστε δανεισμένοι, -ες
θα έχεις δανείσει
θα έχεις δανεισμένο
θα έχετε δανείσει
θα έχετε δανεισμένο
θα έχεις δανειστεί
θα είσαι δανεισμένος, -η
θα έχετε δανειστεί
θα είστε δανεισμένοι, -ες
θα έχει δανείσει
θα έχει δανεισμένο
θα έχουν δανείσει
θα έχουν δανεισμένο
θα έχει δανειστεί
θα είναι δανεισμένος, -η, -ο
θα έχουν δανειστεί
θα είναι δανεισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δανείζωνα δανείζουμε, να δανείζομενα δανείζομαινα δανειζόμαστε
να δανείζειςνα δανείζετενα δανείζεσαινα δανείζεστε, να δανειζόσαστε
να δανείζεινα δανείζουν(ε)να δανείζεταινα δανείζονται
Aoristνα δανείσωνα δανείσουμε, να δανείσομενα δανειστώνα δανειστούμε
να δανείσειςνα δανείσετενα δανειστείςνα δανειστείτε
να δανείσεινα δανείσουν(ε)να δανειστείνα δανειστούν(ε)
Perfνα έχω δανείσει
να έχω δανεισμένο
να έχουμε δανείσει
να έχουμε δανεισμένο
να έχω δανειστεί
να είμαι δανεισμένος, -η
να έχουμε δανειστεί
να είμαστε δανεισμένοι, -ες
να έχεις δανείσει
να έχεις δανεισμένο
να έχετε δανείσει
να έχετε δανεισμένο
να έχεις δανειστεί
να είσαι δανεισμένος, -η
να έχετε δανειστεί
να είστε δανεισμένοι, -ες
να έχει δανείσει
να έχει δανεισμένο
να έχουν δανείσει
να έχουν δανεισμένο
να έχει δανειστεί
να είναι δανεισμένος, -η, -ο
να έχουν δανειστεί
να είναι δανεισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδάνειζεδανείζετεδανείζεστε
Aoristδάνεισεδανείστεδανείσουδανειστείτε
Part
izip
Presδανείζονταςδανειζόμενος
Perfέχοντας δανείσει, έχοντας δανεισμένοδανεισμένος, -η, -οδανεισμένοι, -ες, -α
InfinAoristδανείσειδανειστεί



Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστικήυποτακτικήευκτικήπροστακτική
ἐγώ
δίδωμι
διδῶ
διδοίην
-
σύ
δίδως
διδῷς
διδοίης
δίδου
οὖτος
δίδωσι(ν)
διδῷ
διδοίη
διδότω
ἡμεῖς
δίδομεν
διδῶμεν
διδοίημεν/διδοῖμεν
-
ὑμεῖς
δίδοτε
διδῶτε
διδοίητε/διδοῖτε
δίδοτε
οὗτοι
διδόασι(ν)
διδῶσι(ν)
διδοίησαν/διδοῖεν
διδόντων
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατομετοχή
διδόναι
διδούς
διδοῦσα
διδόν

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback